Ημέρα 25η #QuarantineLife : Οταν τα Like έγιναν RIP και τα αρκουδάκια, επιτάφιοι (αφιερωμένο στον Ρίζο που έφυγε)
Απόψε έφυγε φίλος και συνάδελφος αγαπημένος... Το μαντάτο το έμαθα από που αλλού, από το Facebook... Αλλο ένα μαύρο μαντάτο, άλλη μια φορά φέτος... μία από τις πολλές τα τελευταία χρόνια... Να μαθαίνεις το θάνατο αγαπημένου μέσα από τις ειδοποιήσεις, στο κινητό σου ή στον υπολογιστή...
Κι ύστερα γυρίζεις πίσω, στο 2005 και το 2006 όταν εμφανίστηκε το δημιούργημα του Ζουκ... Μπλε και ολόχαρο... να βρίσκεις τους λίγους φίλους και τις φίλες που το ανακάλυπταν μαζί σου... και αργότερα πιο πολλοί... γνωστοί και άγνωστοι (οι περισσότεροι) στην πραγματική ζωή, εκεί έξω... και μετά σχεδόν όλοι... να ανταλλάσσουμε λουλουδάκια, αρκουδάκια, καρδούλες και στιχάκια τραγουδιών...
Ηταν το Facebook ο νέος δημόσιος χώρος, η νέα πλατεία, η νέα ψηφιακή καφετέρια... Μπλε και ολόχαρη... Σημείο συνάντησης «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός»... μόνο σαχλαμαρίτσα, ευχές, «καβλαντίσματα», χαμόγελα και ανταλλαγή «αποσταγμάτων σοφίας», κοινοτοπιών και ευχών για Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρια, γενέθλια, ονομαστικές εορτές...
Και ύστερα ήλθε ο Θάνατος...
Επωνύμων... κοινών γνωστών από τον πολιτισμό, τον αθλητισμό, τη μεγάλη δημόσια σκηνή... Και μετά ο θάνατος του φίλου (ή του «φίλου») που μέχρι χθες αντάλλασσες μηνυματάκια και χάζευες τις φωτογραφίες και τους συνδέσμους που ανέβαζε...
Κι όσο περνούσαν τα χρόνια οι θάνατοι πλήθαιναν... Βλέπεις κι εσύ μεγαλώνεις... Μεγαλώνουν και οι φίλοι που ήταν πολύ νέοι το 2005... Η ζωή συνεχίζει να σε χτυπάει σαν το χταπόδι και το Facebook δεν ήταν τελικά πανοπλία και ασπίδα... δεν ήταν χώρος αθανασίας... δεν ήταν παιχνίδι... Ο θάνατος το ένωσε με την πραγματικότητα... το έκανε σκληρό...
Μόνο που για κάποιο λόγο εδώ ο θάνατος είναι αφόρητος... Ο αντίλαλος του θανάτου είναι αφόρητος... Το μοιρολόι ακούγεται φάλτσο... Πονάς και δεν σου αρκεί να γράψεις κάτι γι αυτό... Ποιός θα σε καταλάβει... ποιός θέλει να σε δει να θρηνείς... ποιός...
Κι ύστερα, ο φίλος που πέθανε θα είναι πάντα εκεί... ένα «προφίλ» που πια δεν θα γράφει... δεν θα ανεβάζει φωτογραφίες... δεν θα κάνει σχόλιο... δεν θα σε διαβάζει... δεν θα στέλνει σήμα κανένα... Παρών στη σιωπή του για πάντα... Με όλα όσα είπε και όσα έγραψε επί οθόνης κρεμάμενα.. Σαν ρούχα που αφέθηκαν απλωμένα όταν το σπίτι ερήμωσε και όσοι έμεναν έφυγαν για πάντα...
Σαν τα ρούχα αγαπημένου στη ντουλάπα... να τα αγγίζεις... να τα μυρίζεις... σαν να τα φορούσε χθες αλλά δεν θα τα φορέσει ποτέ ξανά... Οι κολώνιες του και η οδοντόβουρτσά του στο ντουλαπάκι της τουαλέτας... Το χαμόγελό του... οι πατούσες του στην παραλία με φόντο τη θάλασσα...
Ο Θάνατος απομαγεύει την εικονική πραγματικότητα... Και ίσως αυτό να είναι ένα δώρο... ή ένα σωσίβιο για να μην χαθούμε όσοι ακόμη ζούμε, μέσα της... Οσο ζούμε, να ζούμε... Μέσα και έξω...
Γιατί κανένας ήλιος δεν θα μας ζεστάνει μέσα στο facebook οσο ο ήλιος στο μπαλκόνι μας...
Μόνο η παγωνιά του θανάτου εισχωρεί στον μπλε, ολόχαρο κόσμο του Ζουκ...
(Ρίζο, πάλι έγινες έμπνευση για ένα μικρό κομμάτι... Οπως τότε που μου ζητούσες 300 λέξεις «και γρήγορα γιατί κλείνω σελίδα»...)
Κι ύστερα γυρίζεις πίσω, στο 2005 και το 2006 όταν εμφανίστηκε το δημιούργημα του Ζουκ... Μπλε και ολόχαρο... να βρίσκεις τους λίγους φίλους και τις φίλες που το ανακάλυπταν μαζί σου... και αργότερα πιο πολλοί... γνωστοί και άγνωστοι (οι περισσότεροι) στην πραγματική ζωή, εκεί έξω... και μετά σχεδόν όλοι... να ανταλλάσσουμε λουλουδάκια, αρκουδάκια, καρδούλες και στιχάκια τραγουδιών...
Ηταν το Facebook ο νέος δημόσιος χώρος, η νέα πλατεία, η νέα ψηφιακή καφετέρια... Μπλε και ολόχαρη... Σημείο συνάντησης «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός»... μόνο σαχλαμαρίτσα, ευχές, «καβλαντίσματα», χαμόγελα και ανταλλαγή «αποσταγμάτων σοφίας», κοινοτοπιών και ευχών για Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρια, γενέθλια, ονομαστικές εορτές...
Και ύστερα ήλθε ο Θάνατος...
Επωνύμων... κοινών γνωστών από τον πολιτισμό, τον αθλητισμό, τη μεγάλη δημόσια σκηνή... Και μετά ο θάνατος του φίλου (ή του «φίλου») που μέχρι χθες αντάλλασσες μηνυματάκια και χάζευες τις φωτογραφίες και τους συνδέσμους που ανέβαζε...
Κι όσο περνούσαν τα χρόνια οι θάνατοι πλήθαιναν... Βλέπεις κι εσύ μεγαλώνεις... Μεγαλώνουν και οι φίλοι που ήταν πολύ νέοι το 2005... Η ζωή συνεχίζει να σε χτυπάει σαν το χταπόδι και το Facebook δεν ήταν τελικά πανοπλία και ασπίδα... δεν ήταν χώρος αθανασίας... δεν ήταν παιχνίδι... Ο θάνατος το ένωσε με την πραγματικότητα... το έκανε σκληρό...
Μόνο που για κάποιο λόγο εδώ ο θάνατος είναι αφόρητος... Ο αντίλαλος του θανάτου είναι αφόρητος... Το μοιρολόι ακούγεται φάλτσο... Πονάς και δεν σου αρκεί να γράψεις κάτι γι αυτό... Ποιός θα σε καταλάβει... ποιός θέλει να σε δει να θρηνείς... ποιός...
Κι ύστερα, ο φίλος που πέθανε θα είναι πάντα εκεί... ένα «προφίλ» που πια δεν θα γράφει... δεν θα ανεβάζει φωτογραφίες... δεν θα κάνει σχόλιο... δεν θα σε διαβάζει... δεν θα στέλνει σήμα κανένα... Παρών στη σιωπή του για πάντα... Με όλα όσα είπε και όσα έγραψε επί οθόνης κρεμάμενα.. Σαν ρούχα που αφέθηκαν απλωμένα όταν το σπίτι ερήμωσε και όσοι έμεναν έφυγαν για πάντα...
Σαν τα ρούχα αγαπημένου στη ντουλάπα... να τα αγγίζεις... να τα μυρίζεις... σαν να τα φορούσε χθες αλλά δεν θα τα φορέσει ποτέ ξανά... Οι κολώνιες του και η οδοντόβουρτσά του στο ντουλαπάκι της τουαλέτας... Το χαμόγελό του... οι πατούσες του στην παραλία με φόντο τη θάλασσα...
Ο Θάνατος απομαγεύει την εικονική πραγματικότητα... Και ίσως αυτό να είναι ένα δώρο... ή ένα σωσίβιο για να μην χαθούμε όσοι ακόμη ζούμε, μέσα της... Οσο ζούμε, να ζούμε... Μέσα και έξω...
Γιατί κανένας ήλιος δεν θα μας ζεστάνει μέσα στο facebook οσο ο ήλιος στο μπαλκόνι μας...
Μόνο η παγωνιά του θανάτου εισχωρεί στον μπλε, ολόχαρο κόσμο του Ζουκ...
(Ρίζο, πάλι έγινες έμπνευση για ένα μικρό κομμάτι... Οπως τότε που μου ζητούσες 300 λέξεις «και γρήγορα γιατί κλείνω σελίδα»...)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου