Η κριτική του Νίκου Πουλαντζά στο Michel Foucault

Στο τελευταίο έργο του ο Ν. Πουλαντζάς ανοίγει ένα εκτεταμένο μέτωπο κριτικής εναντίον του γάλλου φιλοσόφου M.Foucault ο οποίος έχει ήδη έως τότε επηρεάσει σε τεράστιο βαθμό την κοινωνική και πολιτική θεωρία Aν και ο Foucault δεν έχει γράψει κάποιο αυτόνομο έργο για την εξουσία έχει, ωστόσο, όχι άστοχα χαρακτηριστεί, ως ο ΄΄φιλόσοφος της εξουσίας΄΄, αφού με το πρώτο μέρος του έργου του :Ιστορία της σεξουαλικότητας με υπότιτλο Η Δίψα της γνώσης(1976) και με το επόμενο έργο του :Επιτήρηση και Τιμωρία με υπότιτλο Η γέννηση της φυλακής(1979) συστηματοποιεί τις με τις θέσεις του ένα προσχέδιο για μια θεωρία της εξουσίας, ένα εγχείρημα που είχε ήδη ξεκινήσει από το εναρκτήριο μάθημά του στο College de France το 1970, με τίτλο :Η τάξη του Λόγου. Εκεί ο γάλλος φιλόσοφος θα εγκαινιάσει ένα νέο πρόγραμμα γενεαλογικής εξέτασης των εξουσιαστικών μηχανισμών με βάση τους οποίους θα εξηγήσει και θα αποσαφηνίσει μεταξύ άλλων και τα αντικείμενα των πρώτων ερευνών του, τα οποία σχετίζονται με την τρέλα και τη γέννηση της κλινικής.
Αρχικά, ο Πουλαντζάς προσάπτει στο Foucault –αλλά και στον Deleuze- ότι υποστηρίζει πως για το μαρξισμό οι σχέσεις εξουσίας βρίσκονται σε θέση εξωτερικότητας έναντι όλων των άλλων τύπων σχέσεων όπως π.χ οι οικονομικές διαδικασίες κτλ. O Foucault όμως, όχι μόνο δεν αναφέρει πουθενά το μαρξισμό, αλλά γράφει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που του προσάπτει ο Πουλαντζάς: ΄΄Οι σχέσεις εξουσίας δε βρίσκονται σε εξωτερική θέση αναφορικά με άλλους τύπους σχέσεων(οικονομικές διαδικασίες, σχέσεις γνώσης, σεξουαλικές σχέσεις), αλλά είναι ενύπαρκτες σε αυτές΄΄ . Ο Πουλαντζάς συνεχίζει αναφέροντας ότι οι Foucault και Deleuze ουδέποτε κάνουν λόγο για την ταξική εξουσία, που συνδέεται με την οικονομική εκμετάλλευση και επαναλαμβάνει τον ορισμό της εξουσίας, όπως τον είχε διατυπώσει στο Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις:΄΄Εξουσία είναι η ικανότητα της κάθε τάξης να πραγματώνει τα ιδιαίτερα συμφέροντά της, σε αντιθετική σχέση με την ικανότητα άλλων τάξεων να πραγματώνουν τα δικά τους.΄΄ Η εξουσία για τον Πουλαντζά συναρτάται με αντικειμενικές θέσεις ριζωμένες στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας.
Ο Πουλαντζάς, λοιπόν, όχι μόνο δε διαφοροποιείται μεθοδολογικά ως προς το δομικό/Αλτουσσεριανό μαρξισμό, αφού μιλάει για ΄΄αντικειμενικές θέσεις΄΄, αλλά ούτε ως προς τις αρχικές του τοποθετήσεις. Η εξουσία έχει πάντα ένα συγκεκριμένο θεμέλιο: την εκμετάλλευση, τη θέση των τάξεων στους διάφορους μηχανισμούς και στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό. Σε αντίθεση με το Foucault που θεωρεί πως η εξουσία όχι μόνο δεν είναι κτήμα κανενός , αλλά περισσότερο ασκείται παρά κατέχεται , ο Πουλαντζάς αρνείται ΄΄την τερατώδη ασυναρτησία και τον χαοτικό χαρακτήρα των κρατικών πολιτικών …που ο Foucault αποκαλεί «μικροπολιτική της εξουσίας»΄΄. Για τον Πουλαντζά η εξουσία και υλική είναι και ιδιοκτήτη έχει από τον οποίο ασκείται .Ο ιδιοκτήτης της εξουσίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι η αστική τάξη και οι σύμμαχοί της, η οποία εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη αποσπώντας της την υπεραξία. Με τον τρόπο αυτό η αστική τάξη ασκεί την –ταξική- εξουσία της.
Σε ένα επόμενο στάδιο ο Πουλαντζάς αναφέρει ότι ο Foucault ανάγει και ταυτίζει την εξουσία με το κράτος, το οποίο περιορίζει στο σκληρό πυρήνα του: το στρατό ,την αστυνομία τα δικαστήρια, τις φυλακές κτλ. Ο Πουλαντζάς κάνει σαφές ότι οι σχέσεις εξουσίας υπερφαλαγγίζουν σημαντικά το κράτος και τους μηχανισμούς του. Και αυτό γιατί οι αγώνες είναι εκείνοι που έχουν τον πρώτο και βασικό ρόλο έναντι των μηχανισμών και των θεσμών του κράτους. Από την άλλη πλευρά οι σχέσεις παραγωγής είναι σχέσεις εξουσίας, είναι σχέσεις ταξικές που εντάσσονται σε ένα σύστημα σχέσεων ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις και βασίζονται στη θεμελιώδη σχέση εκμετάλλευσης , η οποία αποτελεί και το πεδίο των αγώνων αυτών. Θεμέλιο της ταξικής εξουσίας είναι η πάλη των τάξεων.
Ο Foucault, όμως, ποτέ δεν ανέφερε ότι η εξουσία ταυτίζεται με το κράτος και σε αντίθεση με αυτό που αναφέρει η Στ.Τσινόρεμα, ποτέ δε θέλησε να κατασκευάσει μια θεωρία για αυτό . Ο γάλλος φιλόσοφος προτείνει ότι η ανάλυση της εξουσίας που πρέπει να γίνει πέρα από τα όρια του κράτους, το οποίο παρά την παντοδυναμία των μηχανισμών του, είναι υπερδομικό σε σχέση με μια ολόκληρη σειρά πλεγμάτων εξουσίας που συνδέονται με το σώμα, τη γνώση, την οικογένεια, τη σεξουαλικότητα. Λέγοντας εξουσία, γράφει ο Foucault, ΄΄δεν εννοώ την «Εξουσία» ως σύνολο θεσμών και μηχανισμών που εξασφαλίζουν την υποταγή των πολιτών σε ένα δοσμένο Κράτος΄΄. Το κράτος συλλαμβάνεται, κατά συνέπεια, ως ΄΄ένα είδος μετα-εξουσίας΄΄ , το οποίο ΄΄[…]συνίσταται στην κωδικοποίηση ενός αριθμού σχέσεων εξουσίας΄΄ που βρίσκονται έξω και πέρα από αυτό και χωρίς την ύπαρξη των οποίων δεν μπορεί να επιβιώσει και να λειτουργήσει.
Το τρίτο σημείο της κριτικής του Πουλαντζά στο Foucault αφορά το Πανοπτικό οικοδόμημα. Εδώ ο Πουλαντζάς κατηγορεί ξεκάθαρα το Foucault, ότι συγκλίνει προς τον ιδεαλισμό, το στρουκτουραλισμό και τον παραδοσιακό λειτουργισμό. Αν και στο Πανοπτικό σχήμα θα επιστρέψουμε, είναι ωστόσο ασφαλώς αρκετά παράδοξο, ότι ένας από τους σημαντικότερους στρουκτουραλιστές μαρξιστές, κατηγορεί κάποιον άλλο για στρουκτουραλισμό και για λειτουργισμό. Εξάλλου ο δομικός μαρξισμός του Πουλαντζά διόλου δεν διαφέρει από τον Παρσονικό δομολειτουργισμό, αφού αντιμετωπίζει τους φορείς (agents)ως ανδρείκελα, ως μαριονέτες τις οποίες η δομή-κοινωνία ως μια ανθρωπόμορφη οντότητα, κινεί ανεξάρτητα από τη θέλησή τους, αφού μιλάει για ΄΄αντικειμενικές θέσεις΄΄ στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Οι θέσεις αυτές, γράφει, ΄΄είναι ανεξάρτητες από τη θέληση αυτών των φορέων΄΄ . Το παράδειγμα του σχολείου και του ρόλου των εκπαιδευτικού μηχανισμού, το οποίο παραθέτει στην εισαγωγή του έργου του Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά για την επιβεβαίωση της παραπάνω διαπίστωσης.
Ένα επόμενο σημείο κριτικής του Πουλαντζά στο Foucault είναι ότι ο τελευταίος αγνοεί το ρόλο του νόμου στην οργάνωση της εξουσίας και ότι με αυτόν τον τρόπο παραβλέπει το ρόλο της φυσικής καταστολής στο πεδίο του κράτους. Παραγνωρίζει, δηλαδή, τη θέση των κατασταλτικών μηχανισμών του σύγχρονου κράτους (στρατός, αστυνομία, δικαιοσύνη) ως όργανα άσκησης φυσικής βίας και υποτιμά το ρόλο του νόμου στην άσκηση αυτής της εξουσίας στις σύγχρονες κοινωνίες. Σύμφωνα με τον έλληνα μαρξιστή οι απόψεις αυτές δεν ανήκουν μόνο στο Foucault, αλλά και σε μια σειρά από άλλους φιλοσόφους όπως ο P.Bourdie, o J.F.Lyotard, η σχολή της Φρανγκφούρτης και έμμεσα οι G.Deleuze και F.Guattri. Όλοι αυτοί κατά τον Πουλαντζά αναλύουν την εξουσία όχι στη βάση της οργανωμένης φυσικής βίας, αλλά στην ιδεολογικοσυμβολική χειραγώγηση, στην οργάνωση της συναίνεσης μέσω της εσωτερίκευσης και στην επιθυμία . Για αυτό το λόγο, κατά τον Πουλαντζά, ο Foucault αδυνατεί να εξηγήσει την ύπαρξη των αντιστάσεων, παρά το γεγονός ότι τις θεωρεί ανύπαρκτες σε ολόκληρο το κοινωνικό πεδίο, όπως άλλωστε και τις εξουσίες. Αντίθετα ο Πουλαντζάς υποστηρίζει ότι το μονοπώλιο της φυσικής καταστολής γεννάει συγκεκριμένες μορφές αγώνα, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ότι εξουσία και αγώνες ΄΄αλληλοπροκαλούνται και αλληλοκαθορίζονται΄΄. Συμμερίζεται έτσι το Βεμπεριανό ορισμό του κράτους, αφού αναφέρει πως το κράτος κατέχει ΄΄το μονοπώλιο της φυσικής΄΄ βίας, η οποία είναι όρος ύπαρξης και εχέγγυο της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, οπτική την οποία ο Foucault, για τον Πουλαντζά , υποτιμά και παραβλέπει. Ο Foucault , ίσως όχι άδικα, έχει δεχθεί κριτική στο σημείο ακριβώς της υποτίμησης της φυσικής βίας και των αντιστάσεων, αλλά και για το ότι στην επιμονή του να απαγκιστρωθεί από τον ορθόδοξο μαρξισμό, ΄΄αρνήθηκε εξ ολοκλήρου την πολιτική εννοιολογία του και χάρισε στον τελευταίο τις έννοιες καπιταλισμός, εκμετάλλευση, ιδεολογία, βία , Κράτος και κοινωνικές τάξεις.΄΄ Πράγματι, η εμπειρία δείχνει ότι η φυσική βία διόλου δεν έχει υποχωρήσει προς χάριν της συμβολικής-ιδεολογικής βίας. Και βέβαια, κοινωνικά στρώματα που δεν έχουν γνωρίσει τη σωματική βία λόγω της ταξικής τους υπόστασης, είναι φυσικό να αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην εσωτερίκευση της καταστολής και να υποτιμούν τη φυσική βία . Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε θα πρέπει να μελετήσουμε και άλλες μορφές ΄΄βίας΄΄, που συναρτώνται με την εσωτερικευμένη επιτήρηση, τις τεχνικές ατομικοποίησης και τις διαδικασίες ολοποίησης, η οποία στις σύγχρονες κοινωνίες βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη της καθημερινότητάς μας. Ωστόσο, τα ζητήματα αυτά είναι αχανή και μόνο μια σύντομη αναφορά θα μπορούσαμε να κάνουμε στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου και πάντως μόνο αναφορικά με την κριτική του Πουλαντζά και τις θέσεις του Foucault. Μια από τις σημαντικότερες και τις πιο εφευρετικές προσφορές του Foucault για την εξουσία είναι ότι η τελευταία δε σχετίζεται με την άρνηση. Είναι καιρός πια, γράφει, ΄΄να πάψουμε να περιγράφουμε πάντα τα αποτελέσματα της εξουσίας με αρνητικούς όρους…Στην πραγματικότητα η εξουσία παράγει: ΄΄παράγει κάτι το πραγματικό, παράγει τομείς αντικειμένων και τελετουργίες αλήθειας ΄΄. Είναι το παραγωγικό εκείνο πλέγμα που καλύπτει ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και όχι η αρνητική βαθμίδα που ρόλος της είναι η καταπίεση. Για το Foucault σε αντίθεση με τις σχέσεις εξουσίας οι σχέσεις κυριαρχίας που επιβάλλουν τη βία δεν είναι καν σχέση. Οι πρώτες σε αντίθεση με τις δεύτερες ασκούνται σε ελεύθερα υποκείμενα πράγμα απαραίτητο για τις σχέσεις εξουσίας. Ο Πουλαντζάς επιστρέφει με τον τρόπο αυτό σε μια εμπειρικιστική και νεοθετικιστική προσέγγιση για την εξουσία του κράτους, κριτική την οποία είχε κάνει ο ίδιος στο Ρ.Μίλιμπαντ, στο μεταξύ τους περίφημο διάλογο σχετικά με το κράτος. Από την άλλη πλευρά όταν στην εισαγωγή του τελευταίου του βιβλίου επισημαίνει πως ΄΄το κράτος δεν μπορεί να καθιερώνει και να αναπαράγει την πολιτική κυριαρχία αποκλειστικά και μόνο με την καταστολή ,τη δύναμη ή την «ωμή βία» …(αλλά) συμβάλλει στην οργάνωση μιας συναίνεσης ορισμένων δυναστευόμενων τάξεων΄΄ , αλλά και αλλού όταν αναφέρει πως η νόμιμη φυσική βία δεν έχει ανάγκη στο καπιταλιστικό κράτος να ενεργοποιηθεί σαν τέτοια , εκτιμούμε ότι δείχνει μια σιωπηρή αλλά σαφή αποδοχή των Φουκωικών θέσεων περί συναίνεσης, τις οποίες είδαμε πιο πάνω. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Foucault,΄΄πρέπει να κόψουμε το κεφάλι του βασιλιά΄΄ , να πάψουμε δηλαδή να βλέπουμε την εξουσία με τους παραδοσιακούς-προνεωτερικούς όρους που τη θέλουν μόνο να καταπιέζει φανερά και απροκάλυπτα. Η εξουσία δεν επιβάλλεται βιαία: ΄΄τα υποκείμενα συγκροτούνται από αυτή και τελικά είναι εκείνα που τη διαιωνίζουν΄΄. Για να το πούμε ξεκάθαρα: σκοπός της βίας είναι ο περιορισμός ή η εξαφάνιση του υποκειμένου, ενώ της εξουσίας η συγκρότησή του. Ο γάλλος φιλόσοφος δεν περιφρονεί την καταστολή και την ιδεολογία. Αλλά όπως είχε επισημάνει και ο Νίτσε, ένας από τους πνευματικούς του πατέρες αναφορικά με τη γενεαλογική μελέτη της εξουσίας , ΄΄η καταστολή και η ιδεολογία δεν συνθέτουν τη διαμάχη των δυνάμεων καθώς δεν αποτελούν παρά τη σκόνη που σηκώνεται από αυτήν.΄΄ Πρόκειται για μια θέση που στοίχισε στον Foucault την έντονη κριτική περί συντηρητικών προεκτάσεων της θεωρίας του υπό την έννοια ότι η τελευταία, ΄΄αποκεφαλίζοντας το βασιλιά΄΄, δεν προβλέπει ένα κέντρο της εξουσίας, που θα μπορούσε να καταληφθεί από μια επαναστατική πολιτική . Όπως σημειώνει ο Michael Walzer :΄΄[…]η πολιτική θεωρία του Foucault αποτελεί ‘εργαλειοθήκη’ όχι για επανάσταση αλλά για τοπική αντίσταση΄΄ . Η εγκατάλειψη ωστόσο του ενός και μοναδικού εχθρού δε συνεπάγεται απαραίτητα θεωρητική μετριοπάθεια και πολιτικό υποχωρητισμό. ΄΄Αντιθέτως: η αναγνώριση της μη αναγώγιμης πολυμορφίας των κοινωνικών συγκρούσεων θα ’πρεπε να συνοδεύεται από την όξυνση της συγκρουσιακής διάστασης της εννοιολογίας της εξουσίας΄΄ .
Αναφορικά τώρα με τις έννοιες των κοινωνικών τάξεων και των αντιστάσεων, ο Foucault όχι μόνο δεν παραβλέπει τις ταξικές διαφορές, αλλά στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας τονίζει ότι η σεξουαλικότητα δεν λειτουργεί κατά τρόπο συμμετρικό στις κοινωνικές τάξεις , αλλά και ότι χρησιμοποιήθηκε σαν μέσο οικονομικού έλεγχου και πολιτικής υποταγής. Αλλά και για το Πανοπτικό σχήμα αναφέρει πως πρόκειται για μια μηχανή με την οποία η αστική τάξη κατάφερε να παγιώσει την εξουσία της. Ο Foucault δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ κάνει μια ταξική ανάλυση ούτε του συστήματος της σεξουαλικότητας ,ούτε του συστήματος των πειθαρχιών. Για το λόγο αυτό ο Πουλαντζάς, αλλά και όλοι όσοι είναι προσανατολισμένοι προς την κατεύθυνση της ταξικής ανάλυσης της εξουσίας, του ασκούν κριτική για το ζήτημα των αντιστάσεων. Μια άλλη οπτική και αφετηρία για την ανάγνωση των κοινωνικών σχέσεων δε σημαίνει παραγνώριση των ήδη υπαρχουσών αναγνώσεων πόσο μάλλον όταν, κατά τον ίδιο τον Πουλαντζά, τις εμπλουτίζουν. Ο Πουλαντζάς αναφέρει ότι ο Foucault φτάνει σε λογικό αδιέξοδο, αφού δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα ,ποιο νόημα έχει η αντίσταση και από που πηγάζει. Θεωρεί πως για το Foucault ανατροπή της εξουσίας είναι αδύνατη γιατί για αυτόν οι εξουσίες και οι αντιστάσεις είναι δυο ισοδύναμοι πόλοι. Για το Foucault εξουσία είναι ΄΄[…] να δομείς το ενδεχόμενο πεδίο δράσης των άλλων΄΄ , συνεπώς η εξουσία δεν είναι ανίκητη γιατί μέσα σε αυτήν ενυπάρχει και το στοιχείο της αντιεξουσίας. Ξεκινώντας από το μικροεπίπεδο της μοριακής κίνησής της, μας καλεί να μελετήσουμε τις μικροσκοπικές συνάψεις μέσα από τις οποίες η εξουσία περνάει και συνεχίζεται. Γι αυτό το λόγο οι μικροαντιστάσεις αν και υπάρχουν μέσα το στρατηγικό πεδίο της εξουσίας, δεν είναι άνευ περιεχομένου και σημασίας. Η ύπαρξη αντιστάσεων εκεί όπου πηγάζουν οι εξουσίες δεν αποτελεί μια ταυτολογία. Η εξουσία δεν είναι πάντα νικήτρια και η αντίσταση δεν είναι πάντα καταδικασμένη στην ήττα. Ποτέ δεν είμαστε παγιδευμένοι από την εξουσία. Και αυτό που κάνει δυνατή μια επανάσταση είναι η στρατηγική κωδίκωση αυτών των σημείων αντίστασης. Ο Foucault δεν ευαγγελίζεται μια άλλη κοινωνία χωρίς εξουσίες, αλλά μια πολιτική σκέψη που δεν θα περιγράφει την αθλιότητα ,που δε θα πέφτει σε ΄΄επαναστατικές υποσχέσεις της μέρας ή της νύχτας΄΄. Για το Foucault που δεν βλέπει την εξουσία ταξικά, ανατροπή των εξουσιαστικών σχέσεων, της δόμησης δηλαδή του πεδίου της δυνατής εμπειρίας των άλλων, μπορούμε να έχουμε κάθε στιγμή και σε κάθε τόπο. Αντί λοιπόν ο Foucault να οικοδομεί μια συνολική θεωρία πάνω στην εξουσία, προτείνει τη μελέτη της ΄΄σύγκρουσης των στρατηγικών της θέσεων΄΄ . Όπως αναφέρει ο Κ.Τσουκαλάς: ΄΄Μέσα στην εγγενή τους πολυσημία, τα πρόσωπα της εξουσίας είναι άπειρα ,αλληλοκαλυπτόμενα και εναλλάξιμα.΄΄ Για το Foucault δεν υπάρχει σχέση εξουσίας χωρίς δυνατή διαφυγή. Έτσι, η εξουσία μπορεί να οριστεί και ως ΄΄το κυμαινόμενο και πάντα αντιστρέψιμο προϊόν του ατέρμονος παιγνίου ανάμεσα στις ελεύθερες δυνάμεις και βουλήσεις που συναντιούνται μέσα στον ατέρμονα άδηλο και πολύσημο χρόνο.΄΄ Και η διαπίστωση αυτή αποκλείει, με τη σειρά της, αυτομάτως την έννοια της βίας, ενώ παράλληλα δημιουργεί ένα χώρο δυνατής –και απαραίτητης– αντίδρασης και αντίστασης από την πλευρά του εξουσιαζόμενου υποκειμένου. Αντίθετα, για τον Πουλαντζά υπάρχουν μόνο τα συλλογικά υποκείμενα, οι κοινωνικές τάξεις, οι οποίες δεν είναι σύνολα ατόμων, αλλά αντανακλούν αντικειμενικές θέσεις ριζωμένες στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Οι αντικειμενικές αυτές θέσεις που κατέχουν οι φορείς στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας προσδιορίζουν και τις αντικειμενικές, άρα και μη αναστρέψιμες θέσεις /σχέσεις εξουσίας/ κυριαρχίας. Επομένως, καθώς αναπαράγεται η ταξική κυριαρχία ,θεμελιώδες χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής , αναπαράγεται και ταξική εξουσία, η οποία είναι αδύνατο να ανατραπεί παρά μόνο με την κατάργηση των ίδιων των κοινωνικών τάξεων. Για το Foucault αφού δεν υπάρχει ΄΄η εξουσία΄΄, αλλά ΄΄οι εξουσίες΄΄ οι οποίες είναι ΄΄ριζωμένες στο σύστημα κοινωνικών σχέσεων και διαδράσεων΄΄ , δεν υπάρχει μονόδρομος για την ανατροπή των εξουσιών, ενώ για τον Πουλαντζά ο δρόμος είναι ένας.
Θα συμφωνήσουμε λοιπόν με τον St.Hall ότι έχουμε μια συνάντηση δυο Παραδειγμάτων (Paradigm) τα οποία, όμως, χαρακτηρίζονται από ασυμμετρία (incommensurability). Ο Foucault εισάγει μια ΄΄μικροπολιτική της εξουσίας΄΄ ,μια εξουσία που διαχέεται και στα πιο ενδόμυχα τριχοειδή αγγεία του κοινωνικού σώματος. Αυτό δε σημαίνει ότι αρνείται την ύπαρξη της κρατικής εξουσίας ή των οποιωνδήποτε άλλων θεσμικών μορφωμάτων. Υποστηρίζει, όμως, πως για να αναλύσουμε τους θεσμούς αυτούς πρέπει να ξεκινήσουμε από την ανάλυση των σχέσεων εξουσίας και όχι το αντίθετο. Αντί λοιπόν να αναρωτιόμαστε ποιες ταξικές σχέσεις εξουσίας κρύβονται για παράδειγμα πίσω από τη σταυροφορία εναντίων του αυνανισμού το 18ο αιώνα, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να μελετήσουμε ποιοι μηχανισμοί εξουσίας αρθρώθηκαν σε αυτές τις πρακτικές, ΄΄ποιες είναι οι πιο άμεσες , οι πιο τυπικές σχέσεις εξουσίας που βρίσκονται σε κίνηση΄΄. Η εξουσία λοιπόν μπορεί να υποβάλλει, να ενθαρρύνει, να καταναγκάζει ή να περιορίζει ,να διευρύνει ή να περιστέλλει, να διευκολύνει ή να δυσχεραίνει , αλλά και να παράγει, αλλάζοντας διαρκώς μορφές και περιεχόμενα, αφού δεν πρόκειται για την παγίωση κάποιας νίκης, αλλά για την επιτόπια επικύρωση των στρατηγικών της θέσεων τη δεδομένη στιγμή.
O Πουλαντζάς αντίθετα έχει ως αφετηρία και κατάληξη τη γνωστή μαρξιστική θέση της ταξικής κατοχής και άσκησης της εξουσίας, η οποία έχει τις ρίζες της στις σχέσεις παραγωγής. Υπάρχουν, ωστόσο, όπως αναφέρει, σχέσεις εξουσίας (εκτός από το παράδειγμα άντρα-γυναίκας δεν αναφέρει άλλο) οι οποίες, αν και δεν είναι ταξικές, σε μια ταξική κοινωνία, αποκτούν ταξική υπόσταση . Αυτός ο μετασχηματισμός γίνεται με την παρέμβαση του Κράτους. Την πρωτοκαθεδρία των εξουσιών σε ένα κοινωνικό σχηματισμό διαιρεμένο σε τάξεις, την κατέχει η πολιτική εξουσία που θεμελιώνεται στις σχέσεις εκμετάλλευσης και στην οικονομική εξουσία. Η μεταβολή για τον Πουλαντζά των άλλων πεδίων της εξουσίας δεν είναι δυνατή χωρίς τη μεταβολή της πολιτικής/οικονομικής εξουσίας, μια μεταβολή που ωστόσο δεν είναι από μόνη της αρκετή , χωρίς βέβαια να αναφέρεται πουθενά ποια είναι αυτά τα πεδία, αν ποτέ καταργούνται ή απλά μεταβάλλονται, τι άλλο θα πρέπει να γίνει και σε ποιο επίπεδο για την πλήρη κατάργησή τους ή με ποιο τρόπο παίρνουν ταξική μορφή αυτές οι μη ταξικές σχέσεις εξουσίας. Τέλος, θα παρατηρούσαμε μια παλινδρόμηση στη σκέψη του Ν.Πουλαντζά, αφού από τη μια πλευρά θέλει να διαφοροποιηθεί από μια Αλτουσσεριανή αντίληψη του κράτους που λειτουργεί αυστηρά μέσα στο πλαίσιο των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του και να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια θεωρητική κατασκευή για την υλικότητα του κράτους που θα επεκτείνεται πέρα από τα περιοριστικά όρια που συνδέονται με το πλαίσιο ΄΄καταστολή –ιδεολογία΄΄, αλλά από την άλλη πλευρά προσπαθεί να διατηρήσει τη θεμελιακή σημασία που έχει η φυσική βία για την καθιέρωση και τη διατήρηση της εξουσίας.
Θεωρητικές αντιστοιχίες ή επιρροές ;
Έχουμε ήδη προδιαγράψει κάποια στοιχεία για την Φουκωική έννοια της εξουσίας, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας, για το γάλλο στοχαστή είναι και ο θετικός της ρόλος. Ήδη από τις πρώτες σελίδες του πρώτου τόμου της Ιστορίας της σεξουαλικότητας αμφιβάλλει για το αν η εξουσία ΄΄σε κοινωνίες σαν τις δικές μας είναι καταπιεστική΄΄ , αν δηλαδή ανήκει στην τάξη της άρνησης, της απαγόρευσης και του αποκλεισμού. Και πιο κάτω αποφαίνεται ότι ΄΄οι σχέσεις εξουσίας εκεί που λειτουργούν παίζουν άμεσα παραγωγικό ρόλο΄΄ . Η εξουσία παράγει πραγματικότητα. Πρόκειται για μια θέση που έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη υπόθεση της καταστολής και η οποία εντοπίζει την εξουσία ακόμα και σε χώρους που είναι παραδοσιακά συνδεδεμένοι με μια έννοια απελευθέρωσης, όπως, π.χ., η σεξουαλικότητα. Και είναι πρωτίστως σε αυτούς τους χώρους που πρέπει να στραφεί η μελέτη του εξουσιαστικού φαινομένου, αφού είναι ΄΄[…]η προφανής ουδετερότητα και η πολιτική αφάνεια των τεχνικών της εξουσίας που τους κάνει τόσο επικίνδυνους΄΄ . Το πολιτικό μας καθήκον, επομένως, συνίσταται στην αποκάλυψη εκείνων των θεσμών ΄΄που μοιάζει να ’ναι ανεξάρτητοι [από την εξουσία] ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι΄΄ , όπως, π.χ., η οικογένεια, το σχολείο και το πανεπιστήμιο, η ιατρική και η ψυχιατρική κ.ο.κ.
Το ίδιο ισχύει και για το καπιταλιστικό κράτος στον Πουλαντζά: ΄΄δρα κατά τρόπο θετικό, δημιουργεί, μεταμορφώνει , φτιάχνει πραγματικότητες΄΄ , γεννά –ταξικές-εξουσίες. Το κράτος δε λειτουργεί αποκλειστικά στηριγμένο πάνω στα ζεύγη ΄΄καταστολή –απαγόρευση΄΄ και ΄΄ιδεολογία-απόκρυψη΄΄, δεν περιορίζεται στον υλικό και ιδεολογικό ρόλο του, αλλά τα ξεπερνά στο βαθμό που δρά κατά τρόπο θετικό παράγοντας με τον τρόπο αυτό, όπως θα τονίσει ο Πουλαντζάς, ΄΄ το υλικό υπόβαθρο της συναίνεσης των μαζών στην εξουσία΄΄. Η ανάλυση του κράτους που προτείνει ο Πουλαντζάς δεν περιορίζεται στην άσκηση κυριαρχίας μέσα από τους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς, αλλά τους υπερφαλαγγίζει. Ταυτόχρονα η έννοια του κράτους στον Πουλαντζά αλλά και της εξουσίας στον Foucault, χαρακτηρίζονται από ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι και τα δύο μια σχέση. Για τον πρώτο το κράτος είναι η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων , ενώ για τον για τον Foucault η εξουσία είναι το πλήθος των σχέσεων δύναμης.
Έτσι το ερώτημα από πού και γιατί η εξουσία, ταυτίζεται με το αντίστοιχο ερώτημα για το κράτος . Ωστόσο, και τα δύο ερωτήματα προσκρούουν ΄΄όχι μόνο στην αχανή ιστορική περιπλοκότητα του κοινωνικού και του πολιτικού φαινομένου, αλλά και στην επιστημολογική σαθρότητα όλων των υποστασιοποιημένων ουσιολογικών προσεγγίσεων.΄΄ Τόσο η καταγωγή του κράτους, όσο και της εξουσίας ,όπως και όλων των οικουμενικής εμβέλειας ΄΄πρώτων΄΄ φαινομένων, ΄΄δεν εξαντλούνται ούτε με λογικές αναγωγές, ούτε μα ιστορικές αναδρομές ούτε μα ανθρωπολογικές ή ψυχαναλυτικές γενικεύσεις΄΄
Ένα δεύτερο σημείο άμεσης συνάντησης του Πουλαντζά με το Foucault είναι η χρήση του ζεύγματος ΄΄γνώση-εξουσία΄΄. Πράγματι, ένα από τα πιο ευρηματικά σημεία του Πουλαντζά στο τελευταίο έργο του είναι η έννοια της ΄΄θεσμικής υλικότητας΄΄ του καπιταλιστικού κράτους. Εκεί ο Πουλαντζάς αναλύει το ρόλο του κράτους στην οργάνωση της διάκρισης πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, όπου το ίδιο το κράτος αποτελεί χαρακτηριστική υλική ενσωμάτωση της πνευματικής εργασίας στο χωρισμό της με την χειρονακτική. Στην περιγραφή του τρόπου με τον οποίο το κράτος αρθρώνει, υλοποιεί και οργανώνει αυτή τη διάκριση, ο Πουλαντζάς χρησιμοποιεί τη σύζευξη ΄΄γνώσης- εξουσίας ΄΄ , ένα ζεύγμα που διαπερνά σχεδόν ολόκληρο το έργο του Foucault, ως κεντρικός μοχλός συγκρότησης του υποκειμένου. Η συσχέτιση γνώσης και εξουσίας μέσα στο καπιταλιστικό κράτος σημαίνει την ύπαρξη οργανικών σχέσεων ανάμεσα στην πνευματική εργασία και στις πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας. Το καπιταλιστικό κράτος, για τον Πουλαντζά, μέσα από μια σειρά ΄΄τελετουργιών, μορφών λόγου και δομικών τρόπων θεματοποίησης και πραγμάτευσης των προβλημάτων ΄΄ , μονοπωλεί τη γνώση και αποκλείει με αυτόν τον τρόπο τις μάζες από οποιαδήποτε αποτελεσματική συμμετοχή στην πολιτική εξουσία.
Το τρίτο κομβικό σημείο το οποίο συναντάμε και στους δυο στοχαστές είναι η έννοια της βιοεξουσίας και της βιοπολιτικής, στοιχεία απαραίτητα για την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Πρόκειται για μια πολιτική τεχνολογία του σώματος, όπου το τελευταίο δεν είναι απλά μία βιολογική οντότητα, αλλά μια πολιτική σύνθεση όπου το κράτος, με τη θέσπιση ενός σωματικού καθεστώτος, το εγκλείει μέσα στους θεσμούς και στους μηχανισμούς του. Μια τέτοια υποταγή του σώματος και των δυνάμεών του επιτυγχάνεται μέσα από μια πολιτική τεχνολογία, η οποία για το Foucault αποτελεί ΄΄μια ορισμένη γνώση του σώματος που δεν είναι ακριβώς η επιστήμη της τεχνολογίας του …αλλά η συνοχή των αποτελεσμάτων της΄΄. Η πολιτική τεχνολογία του σώματος, τονίζει ο Πουλαντζάς, ΄΄έχει το πρώτο βάθρο της μέσα στο πλαίσιο αναφοράς των σχέσεων παραγωγής και του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας΄΄ . Αυτή η εξατομίκευση- την οποία περιγράφει με ανάγλυφο τρόπο ο Foucault στο Επιτήρηση και Τιμωρία - αποτελεί το υλικό αποτέλεσμα των πρακτικών και τεχνικών του κράτους που διαπλάθει και καθυποτάσσει αυτό το πολιτικό σώμα. . Το κράτος είναι αυτό που συμβάλλει, για τον Πουλαντζά, στο πλάσιμο της ατομικότητας, καθώς καθιερώνει θεσμοποιεί και παράγει με τη συγκρότηση οικονομικών/κοινωνικών μονάδων ως νομικών και πολιτικών ατόμων, προσώπων/υποκειμένων, οργανώνοντας με αυτό τον τρόπο τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Το κράτος, με το σύνολο των υλικών/ιδεολογικών πρακτικών του (ιδεολογία της εξατομίκευσης) συγκροτεί τα άτομα ως ΄΄απομονωμένα υποκείμενα΄΄. Με ποιο τρόπο όμως; Με τον ιδιαίτερο οργανικό τρόπο με τον οποίο συνδέεται το κράτος με τις σχέσεις παραγωγής, η οποία είναι μια σχέση ΄΄φυσικής αυτονομίας΄΄ του κράτους από αυτές τις σχέσεις και ταυτόχρονα του κράτους ως του βασικότερου παράγοντα, ο οποίος συμπυκνώνει, υλοποιεί και ενσαρκώνει τις πολιτικοιδεολογικές σχέσεις, μέσα στις σχέσεις αυτές και στην αναπαραγωγή τους. Η δομή των σχέσεων παραγωγής επιβάλλει ένα πλαίσιο εργασιακής διαδικασίας, το οποίο εκφράζεται με τις μεθόδους του κοινωνικού κατακερματισμού και της διασκόρπισης, πλαίσιο το οποίο αποτελεί και έκφραση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, και το οποίο συνίσταται στην ΄΄οργάνωση ενός χωροχρόνου ταυτόχρονα ασυνεχούς, ομοιογενούς, τεμαχισμένου, κερματισμένου… δικτυωμένου και κυψελοειδούς όπου το κάθε τεμάχιο(άτομο) έχει τη θέση του, όπου το κάθε χώρημα αντιστοιχεί σ΄ένα τεμάχιο(άτομο)΄΄. Δεν υπάρχει συνεπώς πιο καθαρή μεταφορά του Πανοπτικού σχήματος το οποίο ο Πουλαντζάς αν και άμεσα το απορρίπτει ,ταυτόχρονα το οικειοποιείται. Γράφει ο Foucault: ΄΄ Ο πειθαρχικός χώρος τείνει να διαιρείται σε τόσα τεμάχια όσα είναι και τα σώματα ή τα στοιχεία που πρέπει να κατανεμηθούν΄΄. Έτσι ο έλληνας μαρξιστής προσφεύγει στο Foucault , όταν προσδιορίζει τον τρόπο που πλάθεται αυτή η ατομικότητα μέσω των ΄΄τεχνικών της γνώσης΄΄(επιστήμη) και των ΄΄πρακτικών εξουσίας΄΄ στις οποίες ο Foucault απέδωσε τον όρο ΄΄πειθαρχίες΄΄. Οι τελευταίες είναι επιμέρους μηχανισμοί που λειτουργούν σε πολλαπλά επίπεδα, ενέχουν συγκεκριμένες μορφές γνώσης, καθιερώνουν ατομικές και κοινωνικές κανονικότητες, χειρίζονται αποκλίσεις και έχουν σαν στόχο την κανονικοποίηση. Ο Foucault χρησιμοποιεί τον όρο πειθαρχία για να χαρακτηρίσει ένα συγκεκριμένο τρόπο άσκησης της εξουσίας, της οποίας απαραίτητη προϋπόθεση είναι μια νέα αντίληψη για την οργάνωση του χώρου και του χρόνου. Πρόκειται για μια ιστορικά συγκεκριμένη δράση της εξουσίας, η οποία εξασφαλίζει τον έλεγχο και την εποπτεία των ατόμων μέσω των αλλαγών στη ρύθμιση του χώρου και του χρόνου, ενός χρόνου που κι αυτός διαιρείται, εξειδικεύεται και χρησιμοποιείται με εντατικό και εξαντλητικό ρυθμό, έτσι ώστε να αποσπώνται από το άτομο οι περισσότερες ωφέλιμες δυνάμεις. Η εξουσία καθώς σπονδυλώνεται άμεσα στο χώρο και το χρόνο δημιουργεί για το Foucault το ΄΄σώμα –μηχανή΄΄ ή για τον Πουλαντζά ένα σώμα ΄΄απλό εξάρτημα της μηχανής΄΄ , απαλλοτριωμένο από τα μέσα παραγωγής στον καπιταλισμό. Αυτές οι χωροχρονικές μήτρες οι οποίες για τον Foucault είναι απαραίτητα συστατικά στοιχεία, ο σκληρός πυρήνας της ανάπτυξης των πειθαρχικών συστημάτων- τα οποία αντικατέστησαν την αρχή, ΄΄παρακράτηση-βία΄΄ με την αρχή ΄΄ηπιότητα-παραγωγή –κέρδος΄΄ - είναι για τον Πουλαντζά απαραίτητες προϋποθέσεις για τον καπιταλιστικό κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Άλλωστε, όπως τονίζει ξεκάθαρα ο Foucault, η εξουσία δεν οικοδομείται σε ένα πεδίο ανεξάρτητο από τις οικονομικές διαδικασίες και τις παραγωγικές σχέσεις ούτε θα μπορούσε να έχει νόημα έξω από αυτές.
Η θετικότητα του κράτους που δεν περιορίζεται μόνο στην καταστολή και στη φυσική βία, αλλά όπως η εξουσία ΄΄παράγει΄΄, η εννοιολογική σύνδεση κράτους και εξουσίας ως συστήματα σχέσεων, το ζεύγμα ΄΄γνώση –εξουσία΄΄ έτσι όπως αρθρώνεται από το καπιταλιστικό κράτος στη θεσμική υλικότητά του και ο θεμελιώδης ρόλος της βιοεξουσίας στην ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής, είναι όπως είδαμε τα βασικότερα σημεία συνάντησης των δυο στοχαστών.
Ανακεφαλαιώνοντας καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο Ν.Πουλαντζάς, σαφώς επηρεασμένος από τη σκέψη του M. Foucault, καταφέρνει μέσα στο πλαίσιο της μαρξιστικής του οπτικής να μετασχηματίσει τις φουκωικές έννοιες της θετικότητας, της βιοεξουσίας καθώς και τη χρήση του ζεύγματος ΄΄γνώση-εξουσία΄΄ και να εντάξει τα παραπάνω έντεχνα και χωρίς μηχανιστικό τρόπο στη δική του προβληματική. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνει ταυτόχρονα να εμπλουτίσει και την ίδια τη μαρξιστική σκέψη.
Από την άλλη όμως πλευρά πρόκειται για δυο Παραδείγματα τα οποία, ιδιαίτερα ως προς την έννοια της εξουσίας, εκτιμούμε ότι παραμένουν ασύμμετρα. Για το M.Foucault η εξουσία δεν ανήκει σε συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες ατόμων, δεν έχει ένα και μόνο γενέθλιο τόπο, δεν εντοπίζεται σε συγκεκριμένους πολιτικούς φορείς και θεσμούς, αλλά διαπερνά ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό, συνιστώντας έτσι ένα δίκτυο σχέσεων και ένα συσχετισμό δυνάμεων. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια, αλλά για πολλές εξουσίες και πιο συγκεκριμένα για σχέσεις εξουσίας. Οι σχέσεις αυτές είναι υπό διαρκή αμφισβήτηση και μόνιμη διαπραγμάτευση, αφού οι ΄΄θέσεις΄΄ των ΄΄αντιπάλων΄΄ διακυβεύονται κάθε στιγμή με το ενδεχόμενο να ανατραπούν και να υποκατασταθούν από άλλες ΄΄θέσεις΄΄ στο σύστημα των σχέσεων αυτών. Από την άλλη πλευρά για τον Πουλαντζά η μήτρα παραγωγής της εξουσίας είναι οι ίδιες οι κοινωνικές τάξεις. Αν και ο έλληνας στοχαστής δέχεται ότι υπάρχουν εξουσίες που δεν συμπίπτουν με τις ταξικές, καταλήγει ωστόσο στο συμπέρασμα ότι σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει άλλη εξουσία παρά μόνο μία, η ταξική, θεμέλιο της οποίας είναι ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας. Και είναι το Κράτος εκείνο που παρεμβαίνει σε κάθε εξουσία για να της προσδώσει ταξική σημασία. Συνεπώς η εξουσία και κάτοχο έχει, την άρχουσα τάξη σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό, αλλά και γενέθλιο τόπο: την πάλη των τάξεων και την παραγωγή της υπεραξίας. Με αυτή όμως την έννοια ο Πουλαντζάς δίνει πρωτεύοντα ρόλο στο οικονομικό στοιχείο.
Ενώ λοιπόν στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για πολλές εξουσίες ριζωμένες στον κοινωνικό καταμερισμό των δράσεων των υποκειμένων στη δεύτερη έχουμε να κάνουμε με μία ταξική εξουσία ριζωμένη στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας.
Τέλος, θα προτείναμε ένα πεδίο έρευνας που θα εξέταζε ένα –ακόμα- κοινό τόπο ενδιαφερόντων των δυο στοχαστών, λιγότερο ΄΄ορατό΄΄ αυτή τη φορά. Το πεδίο αυτό αφορά τη μελέτη των μορφών νοηματοδότησης του χώρου, έτσι όπως αυτές αρθρώνονται στις επί μέρους θεωρίες τους, για μια προβληματική που συνδέεται με τη διαδικασία συγκρότησης του έθνους-κράτους. Πρόκειται για τη σύζευξη, από την πλευρά του Foucault, του έργου του Οι λέξεις και τα πράγματα με το Επιτήρηση και Τιμωρία αναφορικά με τις χωρικές έννοιες και στη χωρική μήτρα του κράτους από την πλευρά του Ν.Πουλαντζά.
Αλλά αυτή είναι μια προβληματική που ελπίζουμε να μας απασχολήσει κάποια άλλη στιγμή, χωρίς αυτό προφανώς να σημαίνει κανενός είδους ΄΄αποκλειστικότητα΄΄. ΄΄Αποκλειστικότητες΄΄ και γόνιμος διάλογος που απαιτεί αναστοχασμό, δεν συμβαδίζουν.

Σχόλια