«Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι»
Δημήτρης Δημητριάδης
Το βδέλυγμα.
Ένα κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη για τη LIFO
Ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης γράφει για έναν λαό που δεν μαθαίνει, δεν μπορεί να μάθει από τα λάθη του και από τα λάθη των άλλων. Έναν λαό που δεν αξίζει κανέναν οίκτο.
Πηγή: www.lifo.gr
Γράφει ο Δ.Δ.
Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός είναι ένα βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και πανέτοιμος για το χειρότερο. Για το χείριστο. Δεν είναι ικανός και πανέτοιμος παρά μόνο γι' αυτό. Επειδή ο ίδιος ανήκει στο χειρότερο. Στο χείριστο. Ο ελληνικός λαός ανήκει οριστικά στο μη περαιτέρω τού χείριστου. Βρίσκεται σε πλήρη διαθεσιμότητα για να γεννάει μόνο τέρατα. Η γονιμότητά του, η μοναδική την οποία διαθέτει, είναι πλέον προγραμματισμένη γενετικώς και καθηλωμένη αποκλειστικώς στην τερατογένεση. Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα.
Πρόκειται για γενίκευση η οποία, όπως κάθε γενίκευση, θα αδικήσει κατάφωρα κάποιους που πάντα εξαιρούνται ως ελάχιστη μειονότητα, την οποία όμως επιβάλλει η ιστορική στιγμή, η ιστορική κατάσταση, η ιστορική συγκυρία: και οι τρεις αυτές συνισταμένες έχουν υποδειγματικό και καταληκτικό χαρακτήρα.
Η αποδεικτική τους δύναμη είναι πανίσχυρη, διαθέτει όλα τα αδιάσειστα πειστήρια μιας απόφανσης όπως η παραπάνω, η οποία δεν παραχωρεί κανένα ελαφρυντικό ώστε να μη θεωρηθεί αυταπόδεικτη.
Ο ελληνικός λαός είναι ένας λαός εσωτερικώς κατεστραμμένος, που όλη του η άλλοτε, χαμένη σ' ένα χαμένο παρελθόν δημιουργικότητα επιδίδεται πλέον αποκλειστικά και μόνο σε καταστροφές. Είναι ένας λαός καταστροφικός, ένας λαός καταστροφέας που, ως τέτοιος, αντιστρέφει διαστροφικά τον λόγο υπάρξεως κάθε λαού: την κατοχύρωση τής συνέχειάς του. Αυτός ο λαός όχι μόνο δεν κατοχυρώνει τη συνέχειά του αλλά προκαλεί ο ίδιος, με την αδίστακτη βαρβαρότητά του και την αυτάρεσκη ανεπάρκειά του, τη μη συνέχειά του, την οριστική διακοπή τής συνέχειάς του, την ιστορική παύση του, τον ολοκληρωτικό τερματισμό του μέσα σε ένα τοπίο από ανθρώπινα ερείπια. Έχει βγάλει ο ίδιος με τα ίδια του τα χέρια τα μάτια του. Ένας λαός αόμματος που αναπαράγει αόμματους. Λαός τυφλών όπου η τύφλωση δεν έχει αφήσει απρόσβλητη καμία γενιά, κανένα φύλο, καμία τάξη, καμιά ηλικία – διεφθαρμένη ελληνική νεολαία, απερίσκεπτη, κούφια, επιπόλαιη, το χείριστο τού χείριστου, ανακυκλώνει μόνο τα ζοφερά κουσούρια των σπορέων του, αναδεικνύει μόνο την εφιαλτική ψυχική στενότητα εκείνων, ανανεώνει με τον πιο πρωτόγονο, τον πιο κτηνώδη τρόπο –τον τρόπο μη-ανθρώπων των σπηλαίων– τα ενδημικά τους χάλια, την επιδεικτική χυδαιότητα και την πρώιμη διαφθορά τους: με το ένα χέρι κάνουν τον σταυρό τους και με το άλλο, την ίδια στιγμή, σε κλέβουν ή σε δέρνουν.
Είναι καιρός, προ πολλού είναι καιρός, να εξοβελιστούν όλες οι εύφημες διακρίσεις που ανέκαθεν τού αποδίδονται: αυτός ο λαός –μόνον λαϊκιστές, λαοπλάνοι, δημαγωγοί, κολπαδόροι και πολιτικά ψώνια - τον εκτιμούν γλείφοντάς τον στα δημόσια ουρητήρια– είναι ένας λαός αγενής –απρεπής και από κακό σόι–, επιδεκτικός μόνο για την ανάδειξη και την επιβράβευση τού κάκιστου, τού αίσχιστου, τού αποκρουστικού: πώς τα καταφέρνει και καταθέτει ο ίδιος τα αδιάψευστα πειστήρια τής αγένειάς του αναδεικνύοντας και επιβραβεύοντας το αποδεδειγμένα, εξόφθαλμα, κραυγαλέα κάκιστο, το ευτελέστερο δείγμα του ανθρώπινου είδους, όταν καλείται να εκλέξει τους ηγέτες του;
Πρόκειται για πρωτοφανές επίτευγμα: να επικροτεί, να υποστηρίζει, ένας λαός το τερατώδες, να χαρίζει τον στέφανο της νίκης με τα λάφυρα τής εξουσίας σ' εκείνους που, με τον δικό τους φενακιστικό αγοραίο τρόπο, τού απέδειξαν ότι, εκλέγοντάς τους, είναι όντως αγενής, όντως χυδαίος, «ένα ντουβάρι».
Εδώ, επιβεβαιώνεται η τερατογένεση: οι αναδεικνυόμενοι και επιβραβευμένοι είναι τέρατα εκ τεράτων, βδελυροί ηγέτες βγαλμένοι μέσα από τα βδελυρά έγκατα των βδελυρών οπαδών τους. Η απόλυτη σύμπνοια των βδελυγμάτων, τα αλληλοκαθρεφτιζόμενα εμέσματα.
Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική.
Δεν αξίζει κανέναν οίκτο, κανένα έλεος, καμία επιείκεια, καμία κατανόηση, ένας τέτοιος λαός· τού αξίζει το ακριβές αντίτιμο των επιπτώσεων που έχουν οι συνεχώς κλιμακούμενες προς την απόλυτη αηδία επιλογές τής εκτροχιασμένης και συσκοτισμένης νοοτροπίας του, και που η πιο εύγλωττη εικόνα της είναι το παρόν εφιαλτικό σύμπλεγμα ηγεσίας και λαού, σε συμπαγή ταύτιση, δύο πρόσωπα σε ένα, ο Λαοκόων σε σφικτό και φρικτό εναγκαλισμό με το Φίδι.
Πρέπει να επιβληθεί αναφανδόν αυτή η τιμωρία. Θα είναι πράξη αισχύλειας δικαιοσύνης γιατί ο λαός αυτός δεν μαθαίνει, δεν μπορεί να μάθει, από τα λάθη του και από τα λάθη των άλλων. Είναι ήδη γενεσιουργός αιτία μόνο συμφορών, διαφθοράς και ύβρεως, επείγει συνεπώς η αδήριτη ανάγκη να το πληρώσει αυτό, όχι ως χρέος σε δάνεια αλλά ως οφειλή στην ανθρωπότητα.
Η σημερινή τραγωδία διαφέρει από την αρχαία ως προς το ότι τα τραγικά πρόσωπα σ' αυτήν, αντίθετα απ' ό,τι σ' εκείνην, δεν είναι οι πρωταγωνιστές αλλά ο χορός, δηλαδή ο δήμος: αυτός είναι σήμερα το υποκείμενο και συγχρόνως το αντικείμενο τού ολέθρου – από δήμος έγινε δήμιος τού εαυτού του και άλλων. Οι ηγέτες του έχουν δευτερεύουσα σημασία, πρώτον διότι προέρχονται από αυτόν και δεν υφίστανται χωρίς αυτόν, δεύτερον διότι αυτός ο ίδιος, κυρίως όταν τον εξαπατούν και τον εμπαίζουν με τα σκουπίδια των υποσχέσεών τους, εκχωρεί σ' αυτούς την εξουσία με την οποία εν συνεχεία τον χειραγωγούν, δείχνοντάς του αυτό που αισθάνονται γι' αυτόν: περιφρόνηση, προκειμένου να τον κρατούν παντοιοτρόπως αιχμάλωτο τής δικής τους αρχομανίας.
Ο ένοχος, πλέον πασιφανέστατα, δεν είναι άλλος από τον λαό, αυτόν τον πολυκέφαλο δράστη τού οποίου τα ολέθρια λάθη –έτσι θριάμβευσε ο Χίτλερ– είναι ιστορική επιταγή να κριθούν και να καταδικαστούν, χωρίς καμία επιείκεια, με μοναδικό κριτήριο την ωμή αλήθεια – αφού ο ίδιος ο λαός μόνος του βρίσκεται σε παντελή ανικανότητα να το κάνει, τα καταφέρνει τέλεια μόνο στις κομπίνες και στη λαμογιά.
Μία δημόσια Νυρεμβέργη με τις αλαλάζουσες μάζες των πλατειών στριμωγμένες τώρα στα εδώλια των σεσημασμένων. Θα καούν, βέβαια, μαζί με τα ξερά, που είναι τα περισσότερα, και τα χλωρά, που είναι ασυγκρίτως λιγότερα, θα πάρουν τα σκάγια αδιακρίτως όλους, θα συμβεί το «μετά δικαίων και αδίκων», αλλά αυτό είναι το αναπόδραστο τίμημα που θα εξαναγκαστούν να πληρώσουν και όποιοι, εκόντες άκοντες, ανήκουν σ' αυτόν τον τόσο αφειδώς αλλά και τόσο λανθασμένα, τόσο παραπλανητικά, παινεμένο λαό. Τώρα, αυτός ο λαός, απογυμνωμένος συλλήβδην από όλα τα χιλιόχρονα μαλάματα και τάματα με τα οποία τον έχουν φορτώσει και συγκαλύψει, ακάλυπτος από όλα τα ειδυλλιακά τερτίπια και τις ιδεοληπτικές μπαρούφες, από τα παραδοσιακά ψεύδη που υπήρξαν μέχρι τώρα η δήθεν αλήθεια του, αποκαλύπτει στα μάτια και εκείνων που τον γνώριζαν απ' την καλή και εκείνων που τώρα τον ανακαλύπτουν απ' την ανάποδη, το γνήσιον της ανορθόγραφης υπογραφής του.
Απεταξάμην! "
Αυτό είναι το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη, θετρικού συγγραφέα και μεταφραστή, γεννημένου το 1944, εν μέσω Εμφυλίου -όπως και ο Διονύσης Σαββόπουλος που αναφέρεται παρακάτω από τον Ηλία Μαγκλίνη για τους "Κωλοέλληνές" του.
Διαβάζοντας ένα κείμενο -ένα οποιδήποτε κείμενο- το μυαλό προσπαθεί να ανακαλύψει που πατά και που βρίσκεται ο συγγρεφέας όταν το γράφει. Πατά και βρίσκεται εντός του κειμένου; Εκτός αυτού; Σε κάποια κορυφή; Στο βάθος του ορίζοντα; Στο ζενίθ ή στο ναδίρ της σφαίρας; Περικλείεται από το κείμενο ή έχει αποσπασθεί από αυτό;
Η απάντηση εδώ είναι σχετικά εύκολη. Ο Δ.Δ. είναι εντός του κειμένου ως χλωρός!
Το τονίζει πολλές φορές άλλωστε:
Ανήκει, προφανώς, στην ελάχιστη μειονότητα που αναφέρει:
"Πρόκειται για γενίκευση η οποία, όπως κάθε γενίκευση, θα αδικήσει κατάφωρα κάποιους που πάντα εξαιρούνται ως ελάχιστη μειονότητα"
Είναι χλωρός και δίκαιος:
"Θα καούν, βέβαια, μαζί με τα ξερά, που είναι τα περισσότερα, και τα χλωρά, που είναι ασυγκρίτως λιγότερα, θα πάρουν τα σκάγια αδιακρίτως όλους, θα συμβεί το «μετά δικαίων και αδίκων», αλλά αυτό είναι το αναπόδραστο τίμημα που θα εξαναγκαστούν να πληρώσουν και όποιοι, εκόντες άκοντες, ανήκουν σ' αυτόν τον τόσο αφειδώς αλλά και τόσο λανθασμένα, τόσο παραπλανητικά, παινεμένο λαό".
Πατάει και βρίσκεται ανάμεσα στους υπόλοιπους κατά λάθος!
Ξεχωρίζει από την πλέμπα και έτσι μπορεί να έχει την καθαρή ματιά για να δει ότι όλοι οι άλλοι γύρω του είναι πλέμπα. Είναι βδελύγματα. Κι αυτό κατά λάθος, προφανώς. Διότι ο ίδιος "φύτρωσε" χωρίς ρίζα, χωρίς κάποια σχέση, χωρίς διακλαδώσεις με τους υπόλοιπους. Κατάφερε να επιβιώσει ανάμεσά τους αλλά πολύ μακριά κι έτσι κατάφερε να μην μολυνθεί από την αγένεια και τη χυδαιότητα των "ανθρώπων των σπηλαίων" που τον περιστοιχίζουν.
Σπεύδει μάλιστα να γράψει ότι όσα γράφει είναι η αυταπόδεικτη αλήθεια ("Η αποδεικτική τους δύναμη είναι πανίσχυρη, διαθέτει όλα τα αδιάσειστα πειστήρια μιας απόφανσης όπως η παραπάνω, η οποία δεν παραχωρεί κανένα ελαφρυντικό ώστε να μη θεωρηθεί αυταπόδεικτη"). Μην πάει κανείς και του γυρέψει τίποτα αποδείξεις...
Οχι, αποδείξεις δεν πρόκειται να του γυρέψει κανείς!
Από κανέναν γκουρού δεν γυρεύεις αποδείξεις! Δεν τολμάς δηλαδή να το κάνεις όντας ο ίδιος, εσύ, ένα βδέλυγμα!
Εκείνο που είναι πιθανό να ζητήσεις είναι να σου πει που είναι το Φως το Αληθινό. Που είναι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο σωστός λαός. Εκείνος που θα πρέπει να έχουμε ως παράδειγμα εμείς τα βδελύγματα. Είναι ο γαλλικός λαός; Ο αγγλικός; Ο ρώσικος; Ή μήπως ο γερμανικός; Μήπως είναι ο κινέζικος, ο λατινομαρικάνικος, της Σουηδίας ή της Λιθουανίας;
Δεν τα λέει μέσα στο κείμενό του. Τα αφήνει να τα φανταστούμε εμείς!
Αλλο σχόλιο επί του κειμένου δεν θα κάνω. Παραθέτω τρία άρθρα που απαντούν:
Σε άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, με τίτλο "Ελληνες που μισούν Ελληνες" ο Ηλίας Μαγκλίνης γράφει:
Υπάρχουν καλοί και κακοί λαοί; Σε άρθρο του στον ιστότοπο lifo.gr, με τον τίτλο «Το βδέλυγμα», ο θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης θεωρεί πως ο ελληνικός λαός δεν είναι απλώς κακός αλλά ένα βδέλυγμα. Για όσους δεν γνωρίζουν, χρόνια πριν, ο κ. Δημητριάδης είχε προκαλέσει τον θαυμασμό κοινού και κριτικής με το θεατρικό έργο που φέρει τον εύλογο –για το πρόσφατο άρθρο– τίτλο «Πεθαίνω σαν χώρα», ενώ το έργο του συνολικά χαίρει μεγάλης εκτίμησης (και) στη Γαλλία.
«Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι», γράφει, μεταξύ άλλων, ο Δ. Δημητριάδης. «Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα. [...] Είναι... ένας λαός αγενής –απρεπής και από κακό σόι–, επιδεκτικός μόνο για την ανάδειξη και την επιβράβευση του κάκιστου, του αίσχιστου, του αποκρουστικού. [...] Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι’ αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική».
Πέραν του προσωπικού, πομπώδους ύφους του συγγραφέα, ο βασικός προβληματισμός του είναι οικείος σε όλους μας – ας ομολογήσουμε τουλάχιστον αυτό. Αν μη τι άλλο, η σχέση αγάπης και μίσους του Ελληνα με τους συμπατριώτες του, και ευρύτερα με την Ελλάδα (μια χώρα είναι πρωτίστως οι κάτοικοί της), η απότομη εναλλαγή ανάμεσα στους δύο πόλους είναι ο κανόνας, ανάλογα με τη βολή της στιγμής και τις εξάρσεις του θυμικού – στο οποίο υποκύπτει σχεδόν παθητικά κάθε Ελληνας. Και ο γράφων, και ο συγγραφέας του συγκεκριμένου άρθρου, και όλοι μας. Αν, λόγου χάρη, ο Αγγλος έχει εύκολο το φλέγμα, ο Ελληνας έχει τον θυμό, την γκρίνια. Κατά προέκταση, αν η αντίδραση του πρώτου είναι αυτή ενός ενήλικου (παίρνω απόσταση από τα πράγματα και σαρκάζω), του δεύτερου είναι εκείνη ενός παιδιού (είμαι βυθισμένος στον εαυτό μου).
Υπό ένα άλλο πρίσμα, υπάρχουν Ελληνες που αγαπούν παθιασμένα την Ελλάδα και Ελληνες που τη μισούν θανάσιμα. Υπάρχουν επίσης Ελληνες που (λένε ότι) αγαπούν την Ελλάδα και της κάνουν κακό και Ελληνες που (λένε ότι) τη μισούν αλλά της έχουν προσφέρει. Ο Δ. Δημητριάδης μάλλον ανήκει σε αυτούς που μισούν την Ελλάδα αλλά, για ορισμένους, της έχει προσφέρει με το έργο του· ο γράφων δεν ανήκει ούτε σε αυτούς που αγαπούν την Ελλάδα ούτε σε εκείνους που τη μισούν. Ας πούμε ότι κάποτε αισθάνομαι δυσφορία απέναντι στους συμπατριώτες μου, ότι η καθημερινότητα στην Ελλάδα καταντά αφόρητη ώρες ώρες και ο στίχος του Σολωμού «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα νιώσεις κάθε είδους ψυχικό μεγαλείο» ακούγεται σαν κακόγουστη φάρσα που έστησε ο εθνικός μας ποιητής...
Δεν με απασχολεί τόσο το άρθρο καθεαυτό όμως, όσο η αναγκαιότητα να προκύπτει κάθε τόσο ένα τέτοιο κείμενο στην Ελλάδα. Το ότι, από άλλη αφετηρία, ο Νίκος Δήμου έγινε διάσημος με το σατιρικό (αγγλοσαξονικής πνοής) «Η δυστυχία τού να είσαι Ελληνας» και ο Δ. Σαββόπουλος μίλησε κάποτε για «Κωλοέλληνες».
Δεν είμαι σίγουρος αν, π.χ., οι Αγγλοι και οι Γερμανοί αισθάνονται την ανάγκη να καταδικάζουν με τόσο σαρωτικό τρόπο τον λαό τους. Συνήθως, ακόμα κι αν ένας Αγγλος ή ένας Γερμανός απεχθάνεται τους συμπατριώτες του μάλλον αδιαφορεί γι’ αυτούς, τους παρωδεί, τους σαρκάζει, μολονότι θα είχε κάθε λόγο ένας Γερμανός, μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους και μια γενοκτονία, να μισεί τον λαό του με μεγάλα φωτεινά γράμματα. Συχνότατα, πάλι, οι Εβραίοι –τα θύματα του γερμανικού Ολοκαυτώματος– κατατροπώνουν τους ομόθρησκούς τους, στον βαθμό που κάποιοι συγγραφείς τους να χαρακτηρίζονται Self-hating Jews (Εβραίοι που μισούν τον εαυτό τους).
Η κρίση των τελευταίων ετών, πέρα από τα οικονομικά και τα πολιτικά, έβγαλε στην επιφάνεια ελληνικά σύνδρομα και απωθημένα όχι ετών αλλά αιώνων. Συμπλέγματα, στίγματα και συλλογικές ψυχικές εγγραφές πολιτισμικού, ανθρωπολογικού χαρακτήρα. Είναι ένα τεράστιο θέμα και εδώ ο χώρος δεν επαρκεί. Να θέσουμε απλώς, με αφορμή το εν λόγω άρθρο στη Lifo, ένα ερώτημα: αν η διαχρονική μας ανάγκη να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως σκουπίδια είναι η άλλη πλευρά της μεγαλομανίας μας, του ναρκισσισμού μας, του συνδρόμου του «περιούσιου λαού» που στο βάθος μάς διακρίνει και που συνιστά, εν τέλει, ένα διαρκές διαζύγιο από την πραγματικότητα."
Και ο Θωμάς Τσαλαπάτης γράφει στην Εφημερίδα των Συντακτών το "Πεθαίνω σαν βδέλυγμα":
Γράφει ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης σε πρόσφατο κείμενό του στη Lifo με τίτλο «Το βδέλυγμα» ανάμεσα στα άλλα: «Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός είναι ένα βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και πανέτοιμος για το χειρότερο».
Και μετά: «Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική. Δεν αξίζει κανέναν οίκτο, κανένα έλεος, καμία επιείκεια, καμία κατανόηση, ένας τέτοιος λαός»· και μετά: «Μία δημόσια Νυρεμβέργη με τις αλαλάζουσες μάζες των πλατειών στριμωγμένες τώρα στα εδώλια των σεσημασμένων».
Δεν είμαι σίγουρος για το πώς αντιμετωπίζει κανείς ένα κείμενο τέτοιου είδους. Και όταν λέω τέτοιου είδους εννοώ ένα παραληρηματικό κείμενο, το οποίο ξεπερνάει κατά πολύ τον «φασισμό» ως μεταφορικό σχήμα. Γιατί το κείμενο αυτό είναι φασιστικό στην κυριολεξία του. Και δεν υπερβάλλουμε.
Διαβαίνοντας τις γραμμές του κειμένου κάποιος θα συναντήσει την ευγονική ως αισθητική πρόταση: «Η γονιμότητά του, η μοναδική την οποία διαθέτει, είναι πλέον προγραμματισμένη γενετικώς και καθηλωμένη αποκλειστικώς στην τερατογένεση. Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα».
Το κοινωνικό σχόλιο υπάρχει εδώ χωρίς ίχνος κοινωνικής ή πολιτικής αναφοράς, αλλά ως αισθητική ανάπτυξη μιας υπόθεσης εργασίας, ως μια ανερυθρίαστη αισθητικοποίηση της πολιτικής, ως μια αφήγηση που αδιαφορεί για το περιεχόμενό της και χτενίζει το ύφος της με μια επιδεικτική απουσία κοινωνικών όρων.
Η χρήση του προβληματικού όρου «λαός» (προβληματικός γιατί χωρίς σημείο αναφοράς καταλήγει να μη σημαίνει τίποτα) εδώ μεταφράζεται ταυτόχρονα ως μάζα, πλέμπα, πλήθος αγενών και απολίτιστων, ένα σύνολο «μη ανθρώπων των σπηλαίων».
Ο λαός παίρνει ταυτότητα από τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του, ο χαρακτήρας ταυτίζεται με την επιμέρους συμπεριφορά και γίνεται χαρακτήρας ενός ομοιογενούς πλήθους.
Και ενώ απ’ όσο φαίνεται το πρόβλημα του συγγραφέα είναι ο ελληνικός λαός (λόγω των επιλογών του στις τελευταίες εκλογές), σε κάποια σημεία η διατύπωση ανοίγει στη γενίκευση. Ετσι, ο λαός είναι π.χ. αυτός που εξέλεξε τον Χίτλερ (ο λαός χωρίς χρόνο ή χώρο αλλά μάλλον ως αφηρημένη έννοια).
Στο σημείο αυτό το κείμενο μεταμορφώνεται στο σύνολό του και μοιάζει με μια αφορμή για να έρθει η διατύπωση της τιμωρίας του λαού γενικώς. Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε έναν καλβινισμό χωρίς μεταφυσική δικαιολογία, σε μια νέμεση που ακολουθεί ένα αμφίβολο έγκλημα που δεν περιγράφεται, σε μια σκηνή αποκάλυψης χωρίς ένα παραβιασμένο δόγμα.
Το κείμενο δεν επιχειρηματολογεί, δεν περιγράφει, δεν αναλύει. Απλώς καταφεύγει σε παραλλαγές πάνω στην αρχική του θέση: ο λαός είναι ένα βδέλυγμα, του αξίζει η τιμωρία. Η ανάλυση αδιαφορεί για το συμπέρασμα (όπως και ο ίδιος ο Δημήτρης Δημητριάδης αδιαφορεί για την πλειονότητα των «καλών» που θα χαθούν στην τιμωρία μαζί με τους κακούς). Ταυτιζόμενα τα δύο, αναπαράγονται σε παραλλαγές από την αρχή μέχρι το τέλος.
Αλλωστε, ο εστέτ (ο αριστοκράτης όπως προκύπτει από το ύφος και το περιεχόμενο του κειμένου) δεν χρειάζεται να αποδείξει, ούτε καν να επιχειρηματολογήσει, απλώς να εκφράσει το μέγεθος της αριστοκρατικής του απαξίωσης. Είναι ο ίδιος απόδειξη του επιχειρήματος, της γνώμης, ο ίδιος απόδειξη του ίδιου του του εαυτού.
Το παράδοξο βέβαια είναι πως στη συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά στην κοινοτοπία ως εκκεντρική πόζα. Η εποχή μας έχει χορτάσει από χαιρεκακία και μισανθρωπία. Το επιχείρημα του ένοχου λαού που ευθύνεται για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και πρέπει να πληρώσει χρησιμοποιήθηκε από τις πρώτες μνημονιακές κυβερνήσεις, από ποταμίσια σάιτ και free press, από ραμφίσματα διανοουμένων. Εχω την αίσθηση πως η συγκεκριμένη ρητορική γέρασε και πάλιωσε.
Το συγκεκριμένο κείμενο δεν αποτελεί τίποτα άλλο από κορύφωση αυτής της αντίληψης. Στο σημείο όμως της κορύφωσης μπορεί η τροχιά να αλλάξει και να βρεθούμε σε ένα τελείως νέο επίπεδο: μισανθρωπισμού, βιαιότητας και χαιρεκακίας. Και το κείμενο αυτό τα κατάφερε στην εντέλεια.
Και ο Δημήτρης Σούλτας στο "η αδιανόητη διανόηση":
Έχουμε συχνά την βεβαιότητα ότι αυτοί που ονομάζουμε “πνευματικοί άνθρωποι” είναι σοφοί, είναι ώριμοι και χαρτογραφούν με ευαισθησία και με ακρίβεια αυτό που συμβαίνει γύρω τους. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες πλάνες. Κι αυτή η πλάνη μας οδηγεί πολλές φορές στο να ζητάμε από τους «πνευματικούς ανθρώπους να μιλήσουν», βέβαιοι ότι αυτό που θα πουν θα είναι λυτρωτικό για την κοινωνία και παρηγορητικό για τους ανθρώπους.
Όχι, ένας άνθρωπος της τέχνης, ένας συγγραφέας, ένας ζωγράφος ή ένας συνθέτης δεν είναι εξ ορισμού καλύτερος από έναν άνεργο, έναν υπάλληλο, μια πωλήτρια ή έναν δάσκαλο. Δεν είναι καν πιο ώριμος, πιο πολιτικοποιημένος ή πιο διορατικός. Και δυστυχώς σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια της μεγάλης δοκιμασίας των περισσοτέρων αυτό έχει αποδειχθεί ουκ ολίγες φορές.
Παράλληλα με το ξέσπασμα της κρίσης είχαμε το «ξέσπασμα» πολλών πνευματικών ανθρώπων, κυρίως προβεβλημένων από έντυπα και κανάλια, που είχαν βρει την απάντηση. Για τα όσα ζούμε δεν φταίνε οι δανειστές, δεν υπάρχουν συμφέροντα που επιβάλλουν πολιτικές, δεν είναι η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που καταστρέφει χώρες και λαούς είναι ο …παλιοχαρακτήρας του λαού. Θα μπορούσε κανείς να κάνει μια μεγάλη συζήτηση για τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, που προφανώς υπάρχουν, πώς παρουσιάστηκαν και πώς μπορούν αντιμετωπιστούν. Αλλά η άποψη – που μοιάζει με καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου- ότι φταίει αυτός ο άθλιος λαός και καλώς πληρώνει για τα κρίματά του είναι στάση που θα την ζηλευε κάθε θεοκρατικό καθεστώς. «Είσαι αμαρτωλός και δια της τιμωρίας σου θα επέλθη η κάθαρση».
Η τελευταία δυσάρεστη έκπληξη ήταν ο συγγραφέας του εμβληματικού «Πεθαίνω σαν χώρα» Δημήτρης Δημητριάδης, ο οποίος έγραψε: «…Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι” αυτό που είναι και για όσα διαπράττει. Η τιμωρία του πρέπει να είναι ισοδύναμη με τη βδελυρότητά του: συντριπτική. Δεν αξίζει κανέναν οίκτο, κανένα έλεος, καμία επιείκεια, καμία κατανόηση, ένας τέτοιος λαός….”
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σ’ αυτό το παραλήρημα; Το ότι ένας ολόκληρος λαός ονομάζεται “βδέλυγμα”. Το ότι η μόνη λύση είναι η τιμωρία του και μάλιστα η συντριπτική; Το ότι ο συγγραφέας βάζει τον εαυτό του σκαλιά πάνω από τον “λαό” και τον κρίνει σαν θεός που είναι έτοιμος να ρίξει τους κεραυνούς του και να τον εξαφανίσει;
Δεν είναι το μόνο περιστατικό τέτοιου λόγου. Είναι πολλά τα άρθρα ανάλογης λογικής που έχει γράψει η Σώτη Τριανταφύλλου, είναι δεκάδες οι “αναλύσεις” ανάλογου ύφους. Δεν χρησιμοποιούν όλοι τόση οξύ λόγο είναι η αλήθεια, αλλά καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Κάτι ανάλογο λέει και ο Στέλιος Ράμφος, που υιοθετήθηκε απολύτως από το “Ποτάμι” του Σταύρου Θεοδωράκη και στις διαλέξεις του μιλούσε μονίμως για τον “κακό εαυτό” μας. Διαπίστωνε ότι για την κρίση φταίμε εμείς οι ίδιοι και μόνο. Προφανώς φταίμε και για το χρέος των 2 τρισ. ευρώ της Ιταλίας και των 16 τρισ. δολαρια των ΗΠΑ, καθώς εμείς είμαστε οι παλιοχαρακτήρες που δημιουργούν χρέη και οι άλλοι είναι οι “σώφρονες”
Μαζί με κάποιες γραφικότητες προβεβλημένων συγγραφέων που έλουζαν στα social media αναγνώστες τους με οχετούς υβριστικών σχολιών- μείγματα αγένειας, σεξισμού και εφηβικής ανωριμότητας- όταν διαφωνούσαν μαζί τους, το παζλ συμπληρώνεται και δεν είναι καθόλου κολακευτικό για αυτό που ονομάζουμε «πνευματικό κόσμο». Ευτυχώς αυτή η στάση δεν χαρακτηρίζει τους πάντες. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα καλλιτέχνες, συγγραφείς και διανοούμενοι που δεν αναζητούν εύκολες απαντήσεις, στάζοντας χολή για έναν λαό που υποφέρει βάναυσα.
Η ελληνική κοινωνία είναι βέβαιο ότι χρειάζεται για πολλά πράγματα να σταθεί μπροστά στον καθρέφτη και να δει τα σημάδια της ή το κακό της μακιγιάζ. Αλλά το αυτομαστίγωμα, ο στιγματισμός με όρους Ιεράς Εξέτασης, η απαξίωση της ίδιας της ύπαρξης αυτού του λαού, αποπνέει μια φασίσουζα λογική. Ή στην καλύτερη περίπτωση μια αδιανόητη ανοησία που δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που ονομάζουμε διανόηση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου