Hold my hand

Μπήκαν στο βαγόνι αμίλητοι. Την οδήγησε στις δύο άδειες θέσεις, απέναντί μου. Πήγε να πέσει. Την κράτησε. "Ξεκινάει απότομα!". Κάθησαν. Του άρπαξε το χέρι και το έσφιξε στο δικό της. Το βλέμμα της είχε μείνει έξω, στο σταθμό. Γύρω στα πενήντα. Ομορφη. Με γκριζογάλαζα μάτια. Σκούρα ρούχα. Σκούρο κουστούμι κι εκείνος και παλτό από πάνω. Μαύρη γραβάτα. Τα χέρια τους σφιχτά το ένα μέσα στο άλλο. Τους κοίταζα με φευγαλέες ματιές. Εκείνος με κοίταξε στα μάτια σαν να ήθελε να μου εξηγήσει την κατάστασή τους. Ή σαν να ήθελε να προλάβει μια ερώτηση που φυσικά δεν θα τολμούσα ποτέ να κάνω. Τι τους συμβαίνει; Τους φαντάστηκα λίγο καιρό πριν να κατεβαίνουν με το πολυτελές ΙΧ τους στο κέντρο. Το είχαν, δεν το είχαν ακόμη; Δεν ξέρω. Πάντως το μετρό τους ερχόταν λίγο άβολο, δεν φαίνονταν βετεράνοι των δημόσιων μέσων μεταφοράς. Το μαρτυρούσαν τα χέρια τους, τα ρούχα τους, ο τρόπος που κάθονταν. Μπορείς και τα ξεχωρίζεις αυτά όταν έχεις κάνει ατέλειωτα μίλια κάτω από την πόλη. Εκείνη συνέχιζε να κοιτάζει έξω από τα σκοτεινά παράθυρα. Πρέπει να είχε κλάψει πολύ τις προηγούμενες ώρες. Πάρα πολύ. Πρέπει να είχε κλάψει ποτάμια ολόκληρα και πια δεν είχε δάκρυα. Τα δάχτυλά της σφίγγονταν όλο και περισσότερο στα δικά του. Είχαν φουσκώσει οι φλέβες τους. Με το άλλο χέρι της άγγιξε το μπράτσο και την χάιδεψε απαλά. Με ξανακοίταξε στα μάτια κι ύστερα χάθηκε και το δικό του βλέμμα στα απέναντι παράθυρα. Πως να είναι να μένεις για πάντα κάτω από τη γη; Για πάντα στο σκοτάδι; Χωρίς σταθμό. Χωρίς ένα άλλο τραίνο να περνάει δίπλα σου. Μόνος. Ολομόναχος. Πως να είναι; Δύσκολη η διαδρομή τους. Αβάσταχτη. Το μαρτυρούσαν τα χέρια τους. Κάποια στιγμή γέρνει το κεφάλι του και της λέει: "Τουλάχιστον ησύχασε τώρα ο άνθρωπος. Δόξα το Θεό!". Ενα χοντρό δάκρυ -που βρέθηκε ένα ακόμη;- φάνηκε στα μάγουλά της. "Επόμενη στάση: Ευαγγελισμός". Σηκώθηκαν. Κατέβηκαν. «Χους ει και εις χουν απελεύσει». Χέρι με χέρι... Για να χαιρετήσουν... Εναν κρύο Δεκέμβριο, στην Αθήνα...

Σχόλια