Υπαρξιακή κρίση και τούρκικα...
Σε πείσμα των λογιστών της εξουσίας αυτή η κρίση είναι πρώτα από όλα κρίση πολιτισμικού μοντέλου. Δηλαδή είναι υπαρξιακή κρίση.
Δεν πα να λένε για χρέη και για ελλείμματα και κουρέματα και PSI;
Εδώ συμβαίνει κάτι που σε κανένα λογιστικό φύλλο δεν μπορεί να περιγραφεί. Γιατί τα λογιστικά φύλλα δεν αντέχουν στις αντιφάσεις. Πολύ δε περισσότερο δεν απαντούν σε υπαρξιακά ερωτήματα.
Αυτές οι αντιφάσεις εντοπίζονται στη λεπτομέρεια και όχι στη "μεγάλη εικόνα", αυτή που προβάλλουν καθημερινά τα ΜΜΕ και που κυριαρχεί στην πολιτική μας σκηνή.
Αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα δεν είναι παρά οι κρυμμένες ρωγμές που τώρα γίνονται χαράδρες.
Μια τέτοια λεπτομέρεια εντοπίζει και ερμηνεύει ο Νίκος Ξυδάκης στο χθεσινό φύλλο της Καθημερινής. Αφορά την αγάπη του τηλεοπτικού κοινού στα τουρκικά σίριαλ. Και αναδεικνύει τις ρωγμές των ατομικών και συλλογικών μας βεβαιοτήτων: "τα λαϊκά στρώματα, αυτά που τρέφονται ψυχαγωγικά με τηλεόραση, αναγνωρίζουν στις χονδροειδείς τυπολογίες των τουρκικών σίριαλ κάτι από τον χαμένο κοινωνικό εαυτό και τις παλαιές βεβαιότητες".
Και συνεχίζει ο Ν.Ξ.: "Τα τουρκικά σίριαλ εικονίζουν σχηματικά, με τη φόρμα του λαϊκού ρομάντσου και της σαπουνόπερας, έναν κόσμο ταυτοχρόνως ιδεατό και πραγματικό, μακρινό και κοντινό, ανατολικό-ασιατικό και δυτικό-ευρωπαϊκό, έναν κόσμο μεταιχμιακό. Το ελληνικό κοινό αντικρίζει τον εαυτό του ακριβώς σε αυτό το μεταίχμιο, στο πέρασμα. Οπισθοδρόμηση; Αν το δούμε τυπικά, γραμμικά, ναι, το ελληνικό κοινό «οπισθοδρομεί», ταυτιζόμενο ενδοψυχικά με την τουρκική κοινωνία των σίριαλ, την τόσο ανδροκρατική και αυταρχική, όπου κυριαρχούν η ενδοοικογενειακή τιμή και αντιπαλεύουν η ωμή δύναμη και τα σφοδρά συναισθήματα. Μπορούμε να πούμε ότι το προχωρημένο ελληνικό κοινό, ευρισκόμενο κοινωνικά-πολιτισμικά-ιστορικά σε ανώτερο στάδιο, σαγηνεύεται από τους καθυστερημένους ιδεότυπους και την προνεωτερική ηθογραφία των Τούρκων".
Καθώς διαβάζω το κομμάτι με πιάνω να αναρωτιέμαι αν ζούσε σήμερα η προγιαγιά μου, η κυρά-Λέκτρα, η Σμυρνιά, θα παρακολουθούσε αυτές τις σειρές. Η κυρά-Λέκτρα (Ηλέκτρα) που ήλθε από το Σμύρνη, 19 χρονώ, το '22 ήταν η πρώτη και η τελευταία ζώσα μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής. Και ως τέτοια, πολύ αμφιβάλλω αν θα βίωνε με την ίδια ένταση, πάθος και φόβο τη σημερινή "οικονομική" κρίση. Τι να της πει εκείνης αυτό το πράγμα; Αντε να παραπονιόταν λίγο περισσότερο για τη σύνταξή της. Αντε να έβριζε λίγο περισσότερο τους κυβερνώντες. Ομως αυτά τα έκανε σε όλη της τη ζωή μπλέκοντας κινήματα και βασιλιάδες, μπολσεβίκους και τουρκαλάδες σε έναν επιφανειακό αχταρμά που πίσω του όμως έκρυβε και γνώση και συνείδηση.
Η κυρά-Λέκτρα μπορεί να απολάμβανε χολιγουντιανές ταινίες, να τις άρεσαν τα μουσικοχορευτικά σόου τύπου "Καντσονίσιμα", να ήταν φανατική τηλεθεάτρια των σειρών που στηρίζονταν στα μυθιστορήματα του Καραγάτσι, να λάτρευε το "Λούνα Παρκ" με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, όμως, σίγουρα δεν είχε ανάγκη από ηθογραφίες. Πόσο μάλλον των "τουρκαλάδων". Κλασσικές ηθογραφίες, όπως αυτή της "Λωξάντρας", δεν τις εκλάμβανε ως τέτοιες. Οντας και η ίδια "Λωξάντρα" η ματιά της ήταν μάλλον κριτική τόσο ως προς την ερμηνεία και την εκφορά της "πολίτικης" γλώσσας όσο, ιδιαίτερως, ως προς τις συνταγές που περιγράφονται εκεί μέσα.
Εχοντας απείρως σημαντικότερα πράγματα να κάνει και προβλήματα να επιλύσει από το 1922 μέχρι και το 1993 που πέθανε, η κυρά-Λέκτρα αμφιβάλλω ότι θα σαγηνευόταν από τους "καθυστερημένους ιδεότυπους και την προνεωτερική ηθογραφία των Τούρκων" ου μην αλλά και των Ελλήνων. Λες και δεν τους έζησε και τους μεν και τους δε στα καλά τους και στα στραβά τους. Περνώντας από τα μικρασιατικά παράλια, με ένα παιδί στην αγκαλιά κι άλλο ένα στην κοιλιά, απέναντι, στην Χίο πρώτα και μετά στην Αθήνα, διέβη από την προνεωτερικότητα της Ανατολής στην κουτσή νεωτερικότητα του σύγχρονου ελληνικού κράτους για να πεθάνει, 70 χρόνια μετά με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Στο ενδιάμεσο κατάφερε να επιλύσει μια σειρά ζητημάτων με πρώτο και κύριο εκείνο της επιβίωσης της ίδιας και του παιδιού της -το μικρό πέθανε πριν καλά-καλά γεννηθεί-, της προσαρμογής της στον παλιοελλαδίτικο χώρο -στο Πολύγωνο-, να χειραφετηθεί ως γυναίκα και ως επαγγελματίας -μοδίστρα-, να μεγαλώσει και να σπουδάσει τον γιο, να αναστήσει την εγγόνα φέρνοντάς της γάλα μέσα στον άγριο Δεκέμβρη του '44, να... να... να...
Μέσα από την επίλυση -όχι χωρίς κόστος- αυτών των προβλημάτων, η κυρά-Λέκτρα από το μόνο που δεν έπασχε ήταν από υπαρξιακές κρίσεις. Κι αυτό γιατί η μόνη της στρατηγική ήταν αυτή της επιβίωσης και της διεκδίκησης. Οι εμμονές, οι ιδεοληψίες, οι φανατισμοί, οι ρομαντισμοί ακόμη κι αυτές οι ίδιες οι μνήμες από τις "χαμένες πατρίδες" και τα εθνικά παραμύθια "ήταν κολοκύθια τούμπανα!" καθώς έλεγε. Ναι μεν "σαν στη Σμύρνη πουθενά" αλλά η ζωή μετριόταν στο Πολύγωνο και στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Ναι μεν "άγγλοι, γάλλοι, γερμανοί, ρώσοι και πορτογάλοι" μας κάνανε "γης μαδιάμ, πανάθεμά τους ούλοι" αλλά τη δική της τη ζωή την όριζε η ίδια η κυρά-Λέκτρα. Και μαζί της όλη η γενιά των προσφύγων του '22.
Η εμπειρία της προσφυγιάς, πέρα από τον αρχικό τρόμο, τον πόνο του ξεριζωμού και την απόγνωση της οικονομικής εξαθλίωσης, λειτούργησε ομογενοποιητικά και εκφράστηκε δημιουργικά με πρώτο δημιούργημα μια νέα, κοινή ταυτότητα που εμπεριείχε και την Ανατολή και τη Δύση. Οχι ως εμμονή στους ιδεότυπους της πρώτης και ως ανευ όρων παράδοση στις εκσυγχρονιστικές δυνάμεις και δυνατότητες της δεύτερης. Οπως γράφει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης ("Πρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα. Πτυχές μίας δύσκολης συνύπαρξης"): "Από τη στιγμή που έφεραν την εμπειρία μιας διαφορετικά οργανωμένης κοινωνίας -οι ελληνικές κοινότητες στις οποίες ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια δεν ήταν οργανωμένες με βάση τις ταξικές αλλά τις πολιτισμικές διαφορές- όσα τους διέκριναν από τους γηγενείς απέκτησαν μεγάλη βαρύτητα για την εσωτερική τους συνοχή". Αυτά, μαζί με τη στρατηγική της επιβίωσης και της διεκδίκησης, ήταν η λύση σε κάθε δύσκολη εποχή, σε κάθε κρίση, σε κάθε κίνημα, κρίση, εισβολή, κραχ, θάνατο, ομαδικό και ατομικό... Οι πρόσφυγες ανανέωσαν τον νεοελληνικό πολιτισμό με το ίδιο τους αίμα αλλά και με μία σοφή ανάμειξη των καλύτερων υλικών της Ανατολής και της Δύσης που ήταν: ο κοσμοπολιτισμός αλλά και η δημιουργική επαφή με τους ήχους, τα χρώματα, τις γεύσεις και τις λέξεις της παράδοσης, η επικούρεια σχέση με τη τη ζωή αλλά και το μεράκι του παραγωγού, του χτίστη, του εμπόρου, του επιχειρηματία, η συντήρηση των δεσμών αλληλεγγύης με την ομάδα, την οικογένεια, την παρέα, το σινάφι αλλά και η ατομική χειραφέτηση, αυτό το βαθύ αίσθημα αυτονομίας απέναντι στο θεό ή το κράτος, η αποδοχή των κανόνων του ιδιαίτερου πολιτισμού αλλά και η διαρκής αμφισβήτηση κάθε αρχής που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην προσωπική πραγμάτωση, εν τέλει της ίδιας της ελευθερίας. Κι αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι εμφύλιοι, οι διχασμοί, οι χούντες, με όλες τους τις στρεβλώσεις και τα πισωγυρίσματα, αυτός ο πολιτισμός θα είχε θριαμβεύσει. Και δεν θα είχαμε βρεθεί ποτέ εδώ που βρεθήκαμε!
Πεθαίνοντας στα 92 της η κυρά-Λέκτρα δεν πρόλαβε να δει την πλήρη αντιστροφή, την πλήρη καταδολίευση αυτής της συνταγής με εκείνη του life-style που βρήκε την πλήρη έκφρασή της στην ελληνική τηλεοπτική παραγωγή η οποία "κατακλύστηκε από καλιαρντές καρικατούρες, στις οποίες οι άντρες εικονίζονται ως ευνούχοι ηλίθιοι, οι γυναίκες ως τραβεστί ντόμινες, και όλοι μαζί διαλέγονται ουρλιάζοντας και αλληλοκραζόμενοι". Αλλά και να την προλάβαινε δεν θα της φεινόντουσαν διόλου "πιο πειστικοί, πιο αληθοφανείς ή πιο ελκυστικοί για ταυτίσεις" οι "αδροί, συχνά χονδροειδέστατοι", χαρακτήρες των τουρκικών σειρών. Ισως να γελούσε με αυτούς, ίσως να εκνευριζόταν, μπορεί να θυμόταν και λίγο τα τουρκικά της, αλλά με τίποτα δεν θα "έπεφτε" στα τούρκικα σίριαλ. Κι αν ζούσε τα σημερινά σίγουρα θα είχε να προτείνει λύσεις. Γιατί είχε δει, τουλάχιστον μία φορά πως είναι να καίγεται ο παλιός κόσμος και να να γεννιέται ένας καινούργιος μέσα από τις στάχτες χωρίς να φέρει έναν προτεσταντικό εκσυγχρονισμό γεμάτο "διαψεύσεις, ματαιώσεις και υπερτροφικές προσδοκίες".
Και τότε, οι ρωγμές της κρίσης θα γέμιζαν με καινούργια λουλούδια σαν κι εκείνα στους μπαξέδες και στα ρέματα της Κοκκινιάς, της Καισαριανής, της Νίκαιας και της Δραπετσώνας...
Δεν το υπονοώ. Το λέω ευθέως: εκείνο που έχουμε ανάγκη είναι να μια νέα προσφυγιά. Να αισθανθούμε ξεριζωμένοι όχι από έναν γεωγραφικό χώρο αλλά από μια εποχή που πεθαίνει. Να σώσουμε τα ελάχιστα -τα ελαχιστότατα- που αξίζει να σωθούν και να πιάσουμε να παράγουμε τα καινούργια με την ίδια, παλιά στρατηγική της επιβίωσης και των διεκδικήσεων! Είτε με ευρώ είτε με δραχμή. (Τι σημασία έχει άλλωστε; "Πέντε κρίκοι ένα τάλιρο!" θα κοστίζουν πάντα, όπως έλεγε και ο κυρ-Γιώργης στο "Λούνα Πάρκ" πολλά χρόνια πριν "πέσουμε στα τούρκικα"!)
Δεν πα να λένε για χρέη και για ελλείμματα και κουρέματα και PSI;
Εδώ συμβαίνει κάτι που σε κανένα λογιστικό φύλλο δεν μπορεί να περιγραφεί. Γιατί τα λογιστικά φύλλα δεν αντέχουν στις αντιφάσεις. Πολύ δε περισσότερο δεν απαντούν σε υπαρξιακά ερωτήματα.
Αυτές οι αντιφάσεις εντοπίζονται στη λεπτομέρεια και όχι στη "μεγάλη εικόνα", αυτή που προβάλλουν καθημερινά τα ΜΜΕ και που κυριαρχεί στην πολιτική μας σκηνή.
Αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα δεν είναι παρά οι κρυμμένες ρωγμές που τώρα γίνονται χαράδρες.
Μια τέτοια λεπτομέρεια εντοπίζει και ερμηνεύει ο Νίκος Ξυδάκης στο χθεσινό φύλλο της Καθημερινής. Αφορά την αγάπη του τηλεοπτικού κοινού στα τουρκικά σίριαλ. Και αναδεικνύει τις ρωγμές των ατομικών και συλλογικών μας βεβαιοτήτων: "τα λαϊκά στρώματα, αυτά που τρέφονται ψυχαγωγικά με τηλεόραση, αναγνωρίζουν στις χονδροειδείς τυπολογίες των τουρκικών σίριαλ κάτι από τον χαμένο κοινωνικό εαυτό και τις παλαιές βεβαιότητες".
Και συνεχίζει ο Ν.Ξ.: "Τα τουρκικά σίριαλ εικονίζουν σχηματικά, με τη φόρμα του λαϊκού ρομάντσου και της σαπουνόπερας, έναν κόσμο ταυτοχρόνως ιδεατό και πραγματικό, μακρινό και κοντινό, ανατολικό-ασιατικό και δυτικό-ευρωπαϊκό, έναν κόσμο μεταιχμιακό. Το ελληνικό κοινό αντικρίζει τον εαυτό του ακριβώς σε αυτό το μεταίχμιο, στο πέρασμα. Οπισθοδρόμηση; Αν το δούμε τυπικά, γραμμικά, ναι, το ελληνικό κοινό «οπισθοδρομεί», ταυτιζόμενο ενδοψυχικά με την τουρκική κοινωνία των σίριαλ, την τόσο ανδροκρατική και αυταρχική, όπου κυριαρχούν η ενδοοικογενειακή τιμή και αντιπαλεύουν η ωμή δύναμη και τα σφοδρά συναισθήματα. Μπορούμε να πούμε ότι το προχωρημένο ελληνικό κοινό, ευρισκόμενο κοινωνικά-πολιτισμικά-ιστορικά σε ανώτερο στάδιο, σαγηνεύεται από τους καθυστερημένους ιδεότυπους και την προνεωτερική ηθογραφία των Τούρκων".
![]() |
"Λούνα-Παρκ" Μίνως Αργυράκης |
Η κυρά-Λέκτρα μπορεί να απολάμβανε χολιγουντιανές ταινίες, να τις άρεσαν τα μουσικοχορευτικά σόου τύπου "Καντσονίσιμα", να ήταν φανατική τηλεθεάτρια των σειρών που στηρίζονταν στα μυθιστορήματα του Καραγάτσι, να λάτρευε το "Λούνα Παρκ" με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, όμως, σίγουρα δεν είχε ανάγκη από ηθογραφίες. Πόσο μάλλον των "τουρκαλάδων". Κλασσικές ηθογραφίες, όπως αυτή της "Λωξάντρας", δεν τις εκλάμβανε ως τέτοιες. Οντας και η ίδια "Λωξάντρα" η ματιά της ήταν μάλλον κριτική τόσο ως προς την ερμηνεία και την εκφορά της "πολίτικης" γλώσσας όσο, ιδιαίτερως, ως προς τις συνταγές που περιγράφονται εκεί μέσα.
Εχοντας απείρως σημαντικότερα πράγματα να κάνει και προβλήματα να επιλύσει από το 1922 μέχρι και το 1993 που πέθανε, η κυρά-Λέκτρα αμφιβάλλω ότι θα σαγηνευόταν από τους "καθυστερημένους ιδεότυπους και την προνεωτερική ηθογραφία των Τούρκων" ου μην αλλά και των Ελλήνων. Λες και δεν τους έζησε και τους μεν και τους δε στα καλά τους και στα στραβά τους. Περνώντας από τα μικρασιατικά παράλια, με ένα παιδί στην αγκαλιά κι άλλο ένα στην κοιλιά, απέναντι, στην Χίο πρώτα και μετά στην Αθήνα, διέβη από την προνεωτερικότητα της Ανατολής στην κουτσή νεωτερικότητα του σύγχρονου ελληνικού κράτους για να πεθάνει, 70 χρόνια μετά με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Στο ενδιάμεσο κατάφερε να επιλύσει μια σειρά ζητημάτων με πρώτο και κύριο εκείνο της επιβίωσης της ίδιας και του παιδιού της -το μικρό πέθανε πριν καλά-καλά γεννηθεί-, της προσαρμογής της στον παλιοελλαδίτικο χώρο -στο Πολύγωνο-, να χειραφετηθεί ως γυναίκα και ως επαγγελματίας -μοδίστρα-, να μεγαλώσει και να σπουδάσει τον γιο, να αναστήσει την εγγόνα φέρνοντάς της γάλα μέσα στον άγριο Δεκέμβρη του '44, να... να... να...
Μέσα από την επίλυση -όχι χωρίς κόστος- αυτών των προβλημάτων, η κυρά-Λέκτρα από το μόνο που δεν έπασχε ήταν από υπαρξιακές κρίσεις. Κι αυτό γιατί η μόνη της στρατηγική ήταν αυτή της επιβίωσης και της διεκδίκησης. Οι εμμονές, οι ιδεοληψίες, οι φανατισμοί, οι ρομαντισμοί ακόμη κι αυτές οι ίδιες οι μνήμες από τις "χαμένες πατρίδες" και τα εθνικά παραμύθια "ήταν κολοκύθια τούμπανα!" καθώς έλεγε. Ναι μεν "σαν στη Σμύρνη πουθενά" αλλά η ζωή μετριόταν στο Πολύγωνο και στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Ναι μεν "άγγλοι, γάλλοι, γερμανοί, ρώσοι και πορτογάλοι" μας κάνανε "γης μαδιάμ, πανάθεμά τους ούλοι" αλλά τη δική της τη ζωή την όριζε η ίδια η κυρά-Λέκτρα. Και μαζί της όλη η γενιά των προσφύγων του '22.
Η εμπειρία της προσφυγιάς, πέρα από τον αρχικό τρόμο, τον πόνο του ξεριζωμού και την απόγνωση της οικονομικής εξαθλίωσης, λειτούργησε ομογενοποιητικά και εκφράστηκε δημιουργικά με πρώτο δημιούργημα μια νέα, κοινή ταυτότητα που εμπεριείχε και την Ανατολή και τη Δύση. Οχι ως εμμονή στους ιδεότυπους της πρώτης και ως ανευ όρων παράδοση στις εκσυγχρονιστικές δυνάμεις και δυνατότητες της δεύτερης. Οπως γράφει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης ("Πρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα. Πτυχές μίας δύσκολης συνύπαρξης"): "Από τη στιγμή που έφεραν την εμπειρία μιας διαφορετικά οργανωμένης κοινωνίας -οι ελληνικές κοινότητες στις οποίες ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια δεν ήταν οργανωμένες με βάση τις ταξικές αλλά τις πολιτισμικές διαφορές- όσα τους διέκριναν από τους γηγενείς απέκτησαν μεγάλη βαρύτητα για την εσωτερική τους συνοχή". Αυτά, μαζί με τη στρατηγική της επιβίωσης και της διεκδίκησης, ήταν η λύση σε κάθε δύσκολη εποχή, σε κάθε κρίση, σε κάθε κίνημα, κρίση, εισβολή, κραχ, θάνατο, ομαδικό και ατομικό... Οι πρόσφυγες ανανέωσαν τον νεοελληνικό πολιτισμό με το ίδιο τους αίμα αλλά και με μία σοφή ανάμειξη των καλύτερων υλικών της Ανατολής και της Δύσης που ήταν: ο κοσμοπολιτισμός αλλά και η δημιουργική επαφή με τους ήχους, τα χρώματα, τις γεύσεις και τις λέξεις της παράδοσης, η επικούρεια σχέση με τη τη ζωή αλλά και το μεράκι του παραγωγού, του χτίστη, του εμπόρου, του επιχειρηματία, η συντήρηση των δεσμών αλληλεγγύης με την ομάδα, την οικογένεια, την παρέα, το σινάφι αλλά και η ατομική χειραφέτηση, αυτό το βαθύ αίσθημα αυτονομίας απέναντι στο θεό ή το κράτος, η αποδοχή των κανόνων του ιδιαίτερου πολιτισμού αλλά και η διαρκής αμφισβήτηση κάθε αρχής που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην προσωπική πραγμάτωση, εν τέλει της ίδιας της ελευθερίας. Κι αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι εμφύλιοι, οι διχασμοί, οι χούντες, με όλες τους τις στρεβλώσεις και τα πισωγυρίσματα, αυτός ο πολιτισμός θα είχε θριαμβεύσει. Και δεν θα είχαμε βρεθεί ποτέ εδώ που βρεθήκαμε!
Πεθαίνοντας στα 92 της η κυρά-Λέκτρα δεν πρόλαβε να δει την πλήρη αντιστροφή, την πλήρη καταδολίευση αυτής της συνταγής με εκείνη του life-style που βρήκε την πλήρη έκφρασή της στην ελληνική τηλεοπτική παραγωγή η οποία "κατακλύστηκε από καλιαρντές καρικατούρες, στις οποίες οι άντρες εικονίζονται ως ευνούχοι ηλίθιοι, οι γυναίκες ως τραβεστί ντόμινες, και όλοι μαζί διαλέγονται ουρλιάζοντας και αλληλοκραζόμενοι". Αλλά και να την προλάβαινε δεν θα της φεινόντουσαν διόλου "πιο πειστικοί, πιο αληθοφανείς ή πιο ελκυστικοί για ταυτίσεις" οι "αδροί, συχνά χονδροειδέστατοι", χαρακτήρες των τουρκικών σειρών. Ισως να γελούσε με αυτούς, ίσως να εκνευριζόταν, μπορεί να θυμόταν και λίγο τα τουρκικά της, αλλά με τίποτα δεν θα "έπεφτε" στα τούρκικα σίριαλ. Κι αν ζούσε τα σημερινά σίγουρα θα είχε να προτείνει λύσεις. Γιατί είχε δει, τουλάχιστον μία φορά πως είναι να καίγεται ο παλιός κόσμος και να να γεννιέται ένας καινούργιος μέσα από τις στάχτες χωρίς να φέρει έναν προτεσταντικό εκσυγχρονισμό γεμάτο "διαψεύσεις, ματαιώσεις και υπερτροφικές προσδοκίες".
Και τότε, οι ρωγμές της κρίσης θα γέμιζαν με καινούργια λουλούδια σαν κι εκείνα στους μπαξέδες και στα ρέματα της Κοκκινιάς, της Καισαριανής, της Νίκαιας και της Δραπετσώνας...
Δεν το υπονοώ. Το λέω ευθέως: εκείνο που έχουμε ανάγκη είναι να μια νέα προσφυγιά. Να αισθανθούμε ξεριζωμένοι όχι από έναν γεωγραφικό χώρο αλλά από μια εποχή που πεθαίνει. Να σώσουμε τα ελάχιστα -τα ελαχιστότατα- που αξίζει να σωθούν και να πιάσουμε να παράγουμε τα καινούργια με την ίδια, παλιά στρατηγική της επιβίωσης και των διεκδικήσεων! Είτε με ευρώ είτε με δραχμή. (Τι σημασία έχει άλλωστε; "Πέντε κρίκοι ένα τάλιρο!" θα κοστίζουν πάντα, όπως έλεγε και ο κυρ-Γιώργης στο "Λούνα Πάρκ" πολλά χρόνια πριν "πέσουμε στα τούρκικα"!)
Δηλαδή κατά τη γνώμη σου βρίσκουμε μέρος του δικού μας πολιτισμού, της προσφυγικής μας κουλτούρας σε αυτά; Αν αυτό εννοείς, έχω άλλη άποψη. Κατά τη γνώμη μου οι Έλληνες στράφηκαν στα τουρκικά σίριαλ επειδή κυρίως δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι. Προ ετών τέτοιες σειρές θα έμεναν χαμηλής ακροαματικότητας μερικών θλιβερών γερόντων (βλ. Εσμεράλδα κλπ). Δεν έχει σημασία -καμία- ο τρόπος κινηματογράφησης και η ηθοπλασία των ηρώων. Η δική μας δυσπραγία μας κλειδώνει στο σπίτι και υποχρεωτικά ο μόνος "δωρεάν" τρόπος να περάσουμε την ώρα μας είναι η τηλεόραση. Παράλληλα, είναι η μόνη μας απόδραση από την ψυχολογικά βία και τον τρόμο των ειδήσεων και της σύγχρονης πολιτικής. Και κλείνοντας, τα τουρκικά έχουν ακροαματικότητα επειδή δεν υπάρχει τίποτε αξιόλογο στην ελληνική τηλεόραση. Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται ή μέσα στο βόθρο ψάχνουμε το μικρότερο σκατό...
ΑπάντησηΔιαγραφήΙσα-ίσα, επειδή έχουμε χάσει την κουλτούρα των προσφύγων έχουμε πέσει σε αυτά. Αυτό εξηγώ. Ενας πρόσφυγας ποτέ δεν θα κολλούσε με αυτά! Επειδή ακριβώς είχε κουλτούρα επιβίωσης και διεκδικήσεων, δηλαδή αντι-καναπέ! Αλλωστε για την κυρά-Λέκτρα το κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού δεν ήταν το σαλόνι με τον καναπέ αλλά η κουζίνα με το τραπέζι της δημιουργίας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγνώμη τότε παρανόησα. Κράτα μόνο τη θέση μου για τα αίτια. Νυσταλέος δεν κατάλαβα το βαθύτερο νόημα. Soryyyyyyyyyyyy
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ μου άρεσε η πρότασή σου περί νέας προσφυγιάς -όχι από γεωγραφικό τόπο, αλλά πιότερο από μία χρεοκοπημένη εποχή. Δυστυχώς η νεοελληνική καθίζηση δεν αφορά μόνο τα οικονομικά ή τα πολιτικά μας τερτίπια, αλλά κυρίως την κατάπτωση του λαϊκού μας πολιτισμού. Αυτού που θεμελιώθηκε στις βάσεις του Διαφωτισμού και της αστικής δημοκρατίας του 19ου αιώνα, μπολιάστηκε με τον κοσμοπολιτισμό των προσφύγων και μεγαλούργησε τη δεκαετία του '60 στις τέχνες και τον πολιτισμό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια την ιστορία, τα τούρκικα σήριαλς δεν είναι χειρότερα από το Καφέ της Χαράς του Ρώμα, ούτε από τη Βέρα στο Δεξί της Ακρίτα.
Πρόκειται για το κοινό που τη δεκαετία του '60 πήγαινε στις ταινίες της Ναργκίς και της Χούλια Κότσιγιτ, το κοινό που τη δεκαετία του '80 παρακολουθούσε στην τηλεόραση τις βραζιλιάνικες σειρές ("Μαλού, μια γυναίκα από τη Βραζιλία", "Η σκλάβα Ιζάουρα") και τις μεξικάνικες σαπουνόπερες της Βερόνικα Κάστρο ("Και οι πλούσιοι κλαίνε", "Αγαπημένη μου Σολεδάδ").
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάπου πίστευα ότι με το πέρασμα των ετών και την αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, θα έπαυαν να ασκούν γοητεία στη χώρα μας. Θεωρούσα πως άρεσαν στο πιο οπισθοδρομικό κομμάτι του πληθυσμού. Αποδείχτηκε ότι κοιμόμουν ύπνο βαθύ: οι απόφοιτοι των ελληνικών πανεπιστημίων -μεταξύ άλλων- πιστεύουν στο μάτιασμα, έχουν γίνει ειδικοί στην αστρολογία και ταυτίζονται με τους ήρωες αυτών των σειρών... Άλλα ούτως ή άλλως σχεδον 7 στους 10 έλληνες, απόφοιτοι πανεπιστήμιων είναι... και τελικά τι άλλαξε πολιτισμικά; :-)