Μόνο ο Τάκης συνέχισε να πίνει αμέριμνος το κρασί του και να γεύεται άλλο ένα κομμάτι μυκονιάτικης λούζας. Στην πρώτη μας συνάντηση τον άκουγα να μιλάει με κάποιους φίλους για νοσοκομεία, ασθενείς και αρρώστιες. «Είσαι γιατρός;» τον είχα ρωτήσει. «Οχι είμαι από αυτούς που αναλαμβάνουν μετά τον γιατρό» μου είχε πει χαμογελώντας. Και διακρίνοντας το μάλλον απορρημένο βλέμμα μου είχε σπεύσει να προσθέσει: «έχω γραφείο τελετών». Μισός Συριανός και μισός Πορτορικάνος. Εζησε πολλά χρόνια στη Νέα Υορκη. Γύρισε πριν καμιά δεκαετία για πάντα στο νησί. Ενας ευπατρίδης που όμως πέρασε μέσα από την άγρια ζωντάνια των γκέτο. Βίος και πολιτεία, ο Τάκης. Ή μάλλον «αποβίωση και πολιτεία» για να κάνουμε το μαύρο χιούμορ στο οποίο είναι Ο έξπερτ. «Εσένα προφανώς δεν σε απασχολεί η κρίση» σχολίασα την τροπή που είχε πάρει η κουβέντα στο συριανό μπαλκόνι. «Φυσικά και με απασχολεί αλλά δεν θα κάτσω να σκάσω κιόλας». Μου εξήγησε με λίγα λόγια πως και το δικό του επάγγελμα έχει επηρρεαστεί, όχι φυσικά από πλευράς μείωσης της ...πελατείας («αυτό είναι το μόνο που δεν μπορούμε να κόψουμε!») αλλά από πλευράς τιμών («που οι καρυδιές και τα μαόνια, μόνο σε κόντρα πλακέ δεν μας έχουν ζητήσει το φέρετρο!») και τρόπου πληρωμής («κάνουμε και κηδείες με δώδεκα άτοκες δόσεις!»). Τσουγκρίσαμε, γελώντας, τα ποτήρια μας ενώ οι άλλοι εξακολουθούσαν να βυθίζονται στις προβλέψεις για τον χειμώνα που έρχεται. Σηκωθήκαμε και αλλάξαμε τη μουσική και συνεχίσαμε να λέμε αστεία του είδους: «Και με παίρνει που λες τις προάλλες η Κατερίνα και μου λέει, Τάκη, κάνε κάτι, μου χάλασε ο εκτυπωτής. Τι να σου κάνω, μάνα μου, εγώ μόνο να το θάψω μπορώ!». Τα γέλια έγιναν μεταδοτικά. Η παρέα έκοψε τις συζητήσεις για τα δάνεια και τα χρέη και τις αναδουλειές. Ανοίξαμε άλλα δύο μπουκάλια κρασί. Η Τζίλντα έφερε ένα σαυράκι στην πεζούλα. Μαζευτήκαμε πιο κοντά. Το μπαλκόνι πλησίασε και πάλι τη Σελήνη. Μύρισε θυμάρι, σιτρονέλα και καρύδα. «Και για να κλείσω όλες τις πολιτικοοικονομικές σας απορίες» είπε ο Τάκης «ό,τι δεν διορθώνεται καλύτερα να πηγαίνει καλλιά του!». «Τη δική μου απορία δεν την έλυσες» πετάχτηκε πάλι η Αναστασία: «Που θα είμαστε, άραγε, του χρόνου;».
«Θα είμαστε ή εδώ πάνω ή εκεί κάτω» απάντησε χτυπώντας το πόδι του στη γη. «Σημασία όμως έχει, όσο θα είμαστε εδώ επάνω, να ζούμε τη ζωή μας με κέφι και να μην πεθαίνουμε από μιζέρια». Εκείνη την ώρα ακουγόταν η λατρεμένα «κακόφωνη» Μελίνα: «Αν με πίστευες λιγάκι, θα ‘σαν όλα αληθινά...».
Εγώ πιστεύω τον Τάκη και το θανατερό κέφι του για τη ζωή. Και του χρόνου, να είστε σίγουροι, θα είμαστε πάλι εδώ, στα μεγάλα μπαλκόνια του Αιγαίου! Στις γειτονιές του φεγγαριού!
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Parallaxi Σεπτεμβρίου)
Πολύ ωραίο κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφή