Η Ευρώπη σε κρίση



(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΡΕΥΜΑ - Ιούλιος 2010)


«Αναμφίβολα, όλη η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει την αλήθεια ότι ο άνθρωπος δε θα 'χε πετύχει το εφικτό αν δεν είχε ξανά και ξανά προσπαθήσει να φτάσει το ανέφικτο»
Μαξ Βέμπερ

Προσπαθώντας να εξηγήσουν τα ανεξήγητα, το σύνολο, σχεδόν, των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών αναλυτών και βέβαια η πλειονότητα των ΜΜΕ, συγκρίνουν την σημερινή κρίση με εκείνη του Μεγάλου Κραχ του 1929. Με βάση αυτή την, εκ προοιμίου, άστοχη σύγκριση, οι μεν αισιόδοξοι ευελπιστούν σε ένα νέο New Deal και μια δυναμική έξοδο από την κρίση, οι δε απαισιόδοξοι βλέπουν κάποιο είδος πολέμου που θα ξαναμοιράσει την ευρωπαϊκή τράπουλα.
Θα ήταν ευτύχημα αν η εξήγηση του παρόντος –πόσω δε μάλλον η πρόβλεψη του μέλλοντος- ήταν μια τόσο απλή υπόθεση όσο το να ανατρέξεις σε μια, φαινομενικά, παρόμοια σελίδα της ιστορίας και να την «βολέψεις» όπως-όπως μέσα σε ένα λογικοφανές πλαίσιο. Δυστυχώς ένα από τα χαρακτηριστικά της παρακμής του πολιτισμού μας είναι ακριβώς αυτή η ευκολία.
Για όσους αναζητούν «συνταγές» της Ιστορίας για τα «μαγειρία» του μέλλοντος, θα είχε, ίσως, μεγαλύτερο ενδιαφέρον να γυρίσουν όχι μερικές δεκαετίες, αλλά μερικούς αιώνες πίσω. Στον 14ο αιώνα, στην πρώτη πρώτη μεγάλη κρίση, αυτή που οδήγησε στη γέννηση της Ευρώπης όπως την ξέρουμε σήμερα: στη Μεγάλη Πείνα (1315-1322).
Η Μεγάλη Πείνα ξέσπασε ξαφνικά στην Ευρώπη μετά από μια μακρά περίοδο ευμάρειας, λόγω ενός καπρίτσιου της Φύσης, μια παρατεταμένη κακοκαιρία η οποία κατέστρεψε ολοκληρωτικά την αγροτική οικονομία της εποχής. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από την πείνα και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι από τις επιδημίες –κυρίως της πανούκλας και της χολέρας- που ακολούθησαν. Το μέγεθος του χαλασμού φαίνεται από τα εξής στοιχεία των Βρετανικών Αρχείων: το 1276 ο μέσος όρος ζωής στην Ευρώπη ήταν τα 35,28 χρόνια, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Πείνας έπεσε στα 29,84 χρόνια και στη διάρκεια του Μαύρου Θανάτου (1338–1375) έφτασε στα 17,33.
Ακολούθησαν πράγματα αδιανόητα μέχρι τότε: το Μεγάλο Σχίσμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η έλευση του Προτεσταντισμού, και αργότερα ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648) με τον οποίο κλείνει, ουσιαστικά, και η περίοδος της Αναγέννησης.
Γιατί όμως η παραπομπή σε αυτή την ιστορική περίοδο και τι κέρδος μπορούμε να έχουμε μελετώντας την;
Διότι αυτή η ανθρωπιστική και οικονομική κρίση ήταν, ουσιαστικά, η πρώτη παγκοσμιοποιημένη κρίση, δεδομένου οτι η τότε η Ευρώπη ήταν το «κέντρο του κόσμου» και βέβαια, η πρώτη που έδειξε τα όρια του δυτικού πολιτισμού, των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των θεσμών της. Βάζοντας σε δοκιμασία όρια της ίδιας της ανθρωπότητας.
Ηταν τότε που για πρώτη φορά, λίγο πριν την εξαφάνισή της από τον χάρτη, η Ευρώπη γυρίζει βίαια την σελίδα της ιστορίας, επαναπροσδιορίζοντας, όχι απλώς τα σύνορά της, αλλά και τα σύνορα της ίδιας της πραγματικότητας και της φαντασιακής θέσμισης (ας θυμηθούμε τον Κ. Καστοριάδη) της κοινωνίας.
Ηταν τότε που επανακαθορίστηκαν τα εσωτερικά και εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης αλλά και τα σύνορα της ανθρώπινης αντίληψης. Ατομικής και συλλογικής.
Ηταν τότε που μέσα από τον Προτεστατισμό γεννήθηκε το «πνεύμα του Καπιταλισμού» όπως έδειξε, τον 19ο αιώνα, ο Μαξ Βέμπερ. Για να σεισθούν οι θρόνοι Παπών και Βασιλέων. Αφού κανείς θεός δεν σπλαχνίσθηκε τους ανθρώπους στην εποχή της Μεγάλης Πείνας και του Μαύρου Θανάτου, τότε και κανείς ηγεμόνας δεν θα μπορούσε πλέον να βασιλεύει «ελέω Θεού».
Μπροστά σε όλα αυτά, το αγαπημένο παράδειγμα της εποχής μας, το Μεγάλο Κράχ του ’29, μοιάζει με μια απλή ρυτίδα στην επιφάνεια της Ιστορίας.
Και ΕΔΩ ακριβώς είναι το θέμα! Διότι τα παραδείγματα που χρησιμοποιούμε δεν είναι ουδετέρα. Αυτό που πάει να περάσει ως κυρίαρχη αντίληψη είναι οτι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμη «ρυτίδα» της ιστορίας και όχι στο τέλος ενός ολόκληρου ιστορικού κεφαλαίου. Πως η κρίση είναι μόνο οικονομική (τραπεζική, πιστωτική, δημοσιονομική, εν πάση περιπτώσει, ...λογιστική) και όχι κρίση συνολικά του πολιτισμού μας. Μπορούμε να φανταστούμε οτι το ίδιο λάθος θα έκαναν και οι αναλυτές του 14ου αιώνα όταν προσπαθούσαν να εξηγήσουν την Μεγάλη Πείνα ως κλιματολογικό φαινόμενο ή –το πιο πιθανό- ως «θεία τιμωρία» προσπαθώντας έτσι, αφ’ ενός να ισχυροποιήσουν τη θέση τους και αφ’ εταίρου να κρύψουν την αμηχανίας τους.
Παρόμοιες προσπάθειες καταβάλουν και οι οικονομικοί και πολιτικοί ηγέτες της σημερινής Ευρώπης αποφεύγοντας έτσι να απαντήσουν στο θεμελιώδες ερώτημα, έτσι όπως το διατύπωσε πρόσφατα ο Ετιέν Μπαλιμπάρ:
«Όλα όσα ζούμε είναι η αρχή του τέλους για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα οικοδόμημα που ξεκίνησε πριν από πενήντα χρόνια στη βάση μιας παλιάς ουτοπίας, αλλά τώρα αποδεικνύεται ανίκανη να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της;». (Και τολμώ να επανδιατυπώσω τη χρονική διάρκεια του οικοδομήματος από τα πενήντα στα 700 χρόνια, χωρίς αυτό να γίνεται περισσότερο ή λιγότερο αμείλικτο).
«Η απάντηση δυστυχώς είναι καταφατική» λέει ο Μπαλιμπάρ «αργά ή γρήγορα, αυτό θα είναι αναπόφευκτο, και πιθανότατα όχι χωρίς βίαιες αναταραχές. Αν δεν βρει τον δυναμισμό να επαναθεμελιωθεί σε ριζικά νέες βάσεις, η Ευρώπη θα καταστεί ένα εγχείρημα νεκρό πολιτικά. Όμως η διάλυση της Ε.Ε. αναπόφευκτα θα εξέθετε τους λαούς της στους κινδύνους της παγκοσμιοποίησης σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Δεν θα διαφέρουν πολύ από πτώματα που τα παρασύρει το ρεύμα στο ποτάμι… Αντιστρόφως, αν και μια επανίδρυση της Ευρώπης δεν εγγυάται σίγουρη επιτυχία, τουλάχιστον της δίνει τη δυνατότητα να κερδίσει κάποια γεωπολιτική ισχύ, προς το συμφέρον της και προς το συμφέρον άλλων. Με μια προϋπόθεση, βεβαίως: ότι η Ε.Ε. θα αντεπεξέλθει με θάρρος σε όλες τις προκλήσεις που εμπεριέχονται στην ιδέα μιας πρωτότυπης μορφής μεταεθνικής ομοσπονδίας, ενός νέου τύπου φεντεραλισμού. Και οι προκλήσεις αυτές θα είναι, βέβαια, τεράστιες: η δημιουργία μιας κοινής δημόσιας αρχής, που δεν θα αποτελεί ούτε κράτος ούτε απλώς «διακυβέρνηση» πολιτικών και ειδικών• η διασφάλιση γνήσιας ισότητας μεταξύ των εθνών, με την ταυτόχρονη πάλη ενάντια στον αντιδραστικό εθνικισμό, είτε αυτός βρίσκεται με τη μεριά των «ισχυρών» είτε με τη μεριά των «αδυνάτων»• και, πάνω απʼ όλα, η αναζωογόνηση της δημοκρατίας στον ευρωπαϊκό χώρο, ενάντια στην τρέχουσα διαδικασία «απο-δημοκρατικοποίησης» ή «κρατισμού χωρίς κράτος», που παράγει ο νεοφιλελευθερισμός και η αποικιοποίηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από μια γραφειοκρατική κάστα, που αποτελεί επίσης, σε μεγάλο βαθμό, την πηγή της διαφθοράς στον δημόσιο χώρο».
Κι επειδή κάποιοι θα ρωτήσουν «μα, καλά, αν οι σημερινοί ηεγεμόνες δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν την πραγματικότητα, η Αριστερά που βρίσκεται και γιατί δεν μπορεί να απαντήσει πειστικά στα ζητήματα που τίθενται;», θα ήθελα να αποπειραθώ, κλείνοντας, μια προσέγγιση:
Ο πρώτος λόγος που η Αριστερά αδυνατεί να παίξει τον πρωταγωνιστικό και ιστορικά προνομιακό της ρόλο, είναι οτι αυτή, στο σύνολό της και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, βρίσκεται ακόμη εγκλωβισμένη σε μια άλλη «ιστορική ρυτίδα», αυτή της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης είτε υπερασπιζόμενη (ένα μέρος της) αυτιστικά ακόμη και τις κακοήθειες αυτού του επαναστατικού πειράματος (τον σταλινισμό, τον κρατικό-κομματικό καπιταλισμό) είτε φέροντας, νευρωτικά, όλες τις ενοχές αυτών των στρεβλώσεων.
Ο δεύτερος, έχει να κάνει ακριβώς με το βάθος και την ένταση της συστιμικής κρίσης από την οποία δεν θα μπορούσε να ξεφύγει ούτε και η ίδια η Αριστερά, οι ιδέες, οι τακτικές και οι στρατηγικές της αφού ολόκληρο το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο έχει μεταβληθεί σε κινούμενη άμμο.
Ολα τα μεγάλα ιστορικά προβλήματα επιλύονται με δύο τρόπους: είτε, συνηθέστερα, με Πόλεμο είτε με την ανάδυση νέων κοινωνικών δυνάμεων και ρευμάτων ικανών να αλλάξουν ριζικά την ροή των πραγμάτων. Κι εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα. Για να χρησιμοποιήσω και πάλι τα λόγια του Μπαλιμπάρ: « Η αποστολή των προοδευτικών διανοούμενων, είτε θεωρούν τους εαυτούς τους ρεφορμιστές είτε επαναστάτες, είναι να συζητήσουν αυτό το θέμα και να πάρουν ρίσκα. Εάν αποτύχουν σε αυτό, τότε είναι αδικαιολόγητοι».

Δεν έχω πολλές ελπίδες!

Σχόλια

  1. είναι μερικά πράγματα που απ' όσο πιο μακριά τα κοιτάς, τόσο πιο καθάρα βλέπεις...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου