Κρίση στα ΜΜΕ; Ας ανακαλύψουμε και πάλι τη δημοσιογραφία (Μέρος Β')
Στην αρχή ήταν η επέλαση των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης. Το άνοιγμα της ελεύθερης ραδιοφωνίας αποδυνάμωσε τον Τύπο καθώς του στέρησε την πρωτιά της ενημέρωσης. Αφού μέχρι τότε όλοι μάθαιναν τα πρώτα νέα από τις πρωινές εφημερίδες. Από εκεί και πέρα άρχισαν να τα μαθαίνουν από τις πρωινές εκπομπές και την ανάγνωση σε αυτές του Τύπου.
Τότε ήταν που όλοι μάθαιναν τι γράφουμε χωρίς να μας αγοράζουν.
Υστερα η τηλεόραση και κυρίως η ιδιωτική. Εδώ τα πλήγματα ήταν πολλαπλά. Η εικόνα καθήλωσε το κοινό μπροστά στην οθόνη. Η ενημέρωση έγινε λάϊβ. Ο ελεύθερος χρόνος, μέρος του οποίου αφιερωνόταν στην ανάγνωση των εφημερίδων, έγινε ώρες τηλεθέασης. Οι νέες θέσεις εργασίας, οι νέου τύπου ενημέρωση, οι νέες αμοιβές άλλαξαν σχεδόν ολοκληρωτικά το δημοσιογραφικό τοπίο.
Παράλληλα, την ίδια περίπου εποχή, τέλη δεκαετίας ’80, αρχές δεκαετίας του ’90, ο Τύπος και αρχικά τα περιοδικά ήδη «κουρασμένα» σε μορφή και περιεχόμενο, κυριολεκτικά σαρώνονται από το κύμα του life-style. Το οποίο από τη μια βάζει νέο αίμα στη δημοσιογραφία, μια φρέσκια ματιά και μια νέα γλώσσα, περισσότερο άμεση, περισσότερο προφορική, περισσότερο νεανική, από την άλλη όμως εισάγει την έννοια της εμπορικότητας –πρώτη φορά τόσο έντονα- στη δημοσιογραφία. Ρεπορτάζ και αγορά συγχέονται και ενώνονται εις σάρκαν μία. Γράφουμε ο,τι πουλάει, «πουλάμε» μέσα από τα κείμενά μας.
Ταυτόχρονα όμως το life-style κάνει και κάτι ακόμα: καβαλάει το κύμα της κρίσης της πολιτικής και της «απολιτικοποιήσης» του κοινού και κυρίως του νεανικού. Τη δικαιώνει, τη νομιμοποιεί, την εκφράζει. Το περιοδικό ΚΛΙΚ αρχικά και στη συνέχεια όλα σχεδόν τα επόμενα, πλην εξαιρέσεων, απευθύνεται στο φοιτητή, στην κομμώτρια, στον μουσικόφιλο, στους κοσμικούς, σε όλους. Αρκεί να μην είναι «ταγάρι». Ετσι ονόμαζε τότε, ο Πέτρος Κωστόπουλος, όλους εκείνους που επέμεναν ή είχαν απομείνει να έχουν μια ιδεολογική ταυτότητα ή εν πάση περιπτώσει όσους δεν τρελαίνονταν με τη Βίση και τον Sakis.
Δεν θα μπω σε ηθικοπλαστικές, κοινωνιολογικές αξιολογήσεις και στο αν αυτό ήταν καλό ή κακό. Ηταν η ώρα του να συμβεί και συνέβη. Και η επιτυχία του Life-style μέχρι σχεδόν και τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας το αποδεικνύει.
Συνέβη όμως κάτι άλλο. Οι εφημερίδες φάνηκαν ακόμη πιο «μπαγιάτικες» μπροστά στις ιλουστρασιόν εξώφυλλα. Πιο κουρασμένες από πριν. Κι αντί να ανανεωθούν έσπευσαν να μιμηθούν το νέο ρεύμα. Να ρίξουν νέο κρασί σε παλιά βαρέλια. Το αποτέλεσμα; Εφημερίδες τούτι-φρούτι, λίγο περιοδικό, λίγη πολιτική ανάλυση, λίγο ρεπορτάζ. Χάνοντας έτσι ένα από τα βασικά τους όπλα: την ταυτότητά τους, τη δύναμή τους να παρεμβαίνουν, το κύρος τους, τη σοβαρότητά τους.
Αυτή την ταυτότητα δεν την έχασαν μόνο οι στρατευμένες πολιτικά εφημερίδες, οι πρώτες που χτυπήθηκαν από τη νέα εποχή. Την έχασαν και οι άλλες. Σιγά-σιγά έπαψε να σημαίνει κάτι το αγοράζω και κυρίως κρατώ στα χέρια μου τα ΝΕΑ, την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, την ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ.
Ετσι μέσα σε μια δεκαετία είδαμε, συνοψίζοντας, να χάνεται η πρωτιά, να χάνεται η φρεσκάδα, να χάνεται η ταυτότητα και το κύρος. Να χάνεται η συνήθεια της εφημερίδας. Να χάνονται οι αναγνώστες. Να χάνονται τα έσοδα.
Το παιχνίδι με τις τιμές των εφημερίδων δεν ωφέλησε σε τίποτα απολύτως μεσομακροπρόθεσμα. Οι αναγνώστες γύριζαν πλέον την πλάτη για τα καλά… Και έτσι άρχισε το παιχνίδι των εκπτωτικών κουπονιών, των εγκυκλοπαιδειών, των ηλεκτρικών συσκευών, των σπιτιών, των CD, των DVD. Και μαζί με αυτά ξεκινάει η κυριαρχία του Marketing έναντι της Δημοσιογραφίας στο εσωτερικό κάθε Μέσου που στις ημέρες μας έχει γίνει απόλυτη.
Και βέβαια σε όλα τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν μια σειρά άλλοι παράγοντες όπως η εξαφάνιση των παραδοσιακών εκδοτών και η εμφάνιση επιχειρηματιών που ουδεμία σχέση είχαν με το αντικείμενο και κανενός είδους μεράκι για τις εκδόσεις και τη δημοσιογραφία και μαζί τους η εξυπηρέτηση από τα παλαιά ΜΜΕ άλλου είδους συμφερόντων και δραστηριοτήτων, άσχετων με την ενημέρωση κλπ κλπ…
Το παιχνίδι για τις εφημερίδες και για εμάς τους δημοσιογράφους χάθηκε τότε. Όχι σήμερα. Απλώς τότε δεν καταλάβαμε το κακό που θα μας βρει. Μας ξεγέλασαν οι εκατοντάδες νέες θέσεις εργασίας που άνοιξαν στα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα εξασφαλίζοντας και μία και δύο και εφτά δουλειές σε πολλούς από εμάς. Οι εκατοντάδες νέες θέσεις εργασίας που έκαναν εκατοντάδες άξια και δεκάδες ανάξια παιδιά και άλλους τόσους αλεξιπτωτιστές να χρίζονται μέσα σε μια νύχτα δημοσιογράφοι παίρνοντας ένα μαρκούτσι στο χέρι και όποιον πάρει ο Χάρος.
Δεν θα είμαι ισοπεδωτικός. Μέσα από αυτή τη γενιά και αυτή την εποχή ξεπήδησαν εξαιρετικοί συνάδελφοι, εξαιρετικοί δημοσιογράφοι όπως ο Γιώργος ο Αυγερόπουλος, ο Δανέζης, ο Θεοδωράκης, ο Μπαξεβάνης, ο Κούλογλου και δεκάδες άλλοι. Φοβάμαι όμως ότι η αναλογία είναι συντριπτική έναντι των άλλων που στελέχωσαν πρωινάδικα και μεσημεριανάδικα.
Μας ξεγέλασαν οι κρατικές διαφημίσεις που μοιραζόντουσαν και συνεχίζουν να μοιράζονται από όλες τις κυβερνήσεις είτε για να εξαγοράσουν τη σιωπή μας είτε να επιβραβεύσουν την υποστήριξή μας και οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις τις οποίες πήραν χωρίς να τις αξιοποιήσουν ουσιαστικά, οι εκδότες. Μας ξεγέλασαν οι νέες εφημερίδες, τα νέα περιοδικά, τα νέα κανάλια, οι νέοι σταθμοί που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια πέρα από κάθε όριο και πέρα από κάθε αναλογία με τον πληθυσμό και το κοινό των ΜΜΕ στη χώρα μας.
Το τέλος της γιορτής μας βρήκε με τις σαμπάνιες στα χέρια.
Μακάρι να διαψευστώ. Νομίζω όμως ότι αυτή η Κρίση στα ΜΜΕ δεν θα ξεπεραστεί αλλά αντίθετα θα βαθαίνει όσο περνάει ο καιρός. Το τέλος των παραδοσιακών Μέσων, με πρώτες τις έντυπες εφημερίδες και τα περιοδικά είναι θέμα χρόνων, για να μην πω μηνών. Μπορούμε μάλιστα να δούμε και την αλληλουχία μέχρι τον επιθανάτιο ρόγχο.
Χθες μείωσαν σελίδες, σήμερα περικόπτουν προσωπικό, αύριο, δηλαδή πολύ σύντομα, θα περιοριστούν οι καθημερινές, «ασύμφορες», εκδόσεις. Τέλος, μεθαύριο, θα καταρρεύσουν και οι Κυριακάτικες μαζί με τα ράφια των περιπτέρων που δεν θα αντέξουν άλλο βάρος από CD, DVD, εγκυκλοπαίδειες και ψυγειοκαταψύκτες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου