Η Αριστερά και ο κακός Λύκος

Κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα το νέο βιβλίο του Χριστόφορου Κάσδαγλη. Πρόκειται για το μονόλογο ενός Αριστερού, που ξεκινάει να μιλήσει στο δεκάχρονο γιο του για την πολιτική και για τις αριστερές ιδέες. Γρήγορα, όμως, ο θυμός παρασύρει την αφήγηση πολύ πέρα από το αρχικό παιδαγωγικό της πλαίσιο, κι ο αφηγητής συνειδητοποιεί ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα να φορτώσει πρόωρα το παιδί του με τα πολιτικά τραύματα τριών γενεών.
Έτσι, το βιβλίο εκτρέπεται από την αρχική του κοίτη και γίνεται «Το γαμώτο ενός αριστερού».
Είναι ένα βιωματικό πολιτικό θρίλερ, χωρίς τυπικούς ήρωες και πλοκή, αλλά γεμάτο συνειρμούς. Ο συγγραφέας αντλεί παραδείγματα από την καθημερινότητά του και τα προβάλλει στο φόντο των πολιτικών του εμπειριών, για να οδηγηθεί σε συμπεράσματα άλλοτε αποκαλυπτικά και άλλοτε απλώς πικρά. Για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του μετέρχεται διαφορετικούς τρόπους αφήγησης, επιστρατεύοντας παράλληλα μερικά -εξίσου θυμωμένα- πολιτικά κείμενα που έχει δημοσιεύσει εδώ κι εκεί τα τελευταία χρόνια. Παραδόξως, πάντως, δεν μετανοεί για τις επιλογές που έκανε στην εφηβεία του – μονάχα ίσως για τον τρόπο που τις διαχειρίστηκαν ο ίδιος και ολόκληρη η γενιά του.
Όσο για τον τίτλο του βιβλίου, ο συγγραφέας εξηγεί πώς τον διάλεξε:
«Αρχικά σκέφτηκα να το ονομάσω ‘Σπλιτ!’ - χωρισμός, διαζύγιο, διαίρεση. Αλλά μου είπαν ότι ο τίτλος είναι αγκαζέ και έκανα πίσω. Έπειτα σκέφτηκα το ‘Η Αριστερά και τα τρία γουρουνάκια’. Kαλό φαινόταν κι αυτό, αλλά κάπου στο δρόμο -δεν ξέρω πώς- το ένα γουρουνάκι διαγράφηκε απ’ το κόμμα. Λίγο αργότερα, τα άλλα δύο διασπάστηκαν... Έτσι, κι αυτή η περίπτωση έμεινε στον αέρα».
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό κεφάλαιο του βιβλίου
Αριστερίτιδα
Με το γιατρό μου γνωριζόμαστε από το Ρήγα Φερραίο. Είχαμε πολλά χρόνια να συναντηθούμε, αλλά όταν βρέθηκα στην ανάγκη, ένας άλλος παλιός σύντροφος με έφερε σ’ επαφή μαζί του. Κάτι έχει μείνει ζωντανό από την παλιά αλληλεγγύη. Ο γιατρός αρνείται πεισματικά να μου πάρει λεφτά, από την πρώτη φορά που με εξέτασε.
- Μα είναι πάρα πολλοί οι παλιοί Ρηγάδες εκεί έξω, πώς θα ορθοποδήσεις;
- Μη σε νοιάζει, αγόρι μου, είναι πολλοί περισσότεροι οι άλλοι.
Θα μου πεις τώρα εσύ τι τον θέλω το γιατρό. Κάτσε και μέτρα: Διαβήτης, τενοντίτιδα, πέτρες στα νεφρά. Η αλήθεια είναι ότι δεν μ’ έχουν πάρει τα χρόνια, κατά βάθος όμως ξέρω καλά τι μου συμβαίνει κι ας μην το λένε καθαρά οι γιατροί, εγκλωβισμένοι ο καθένας στη στενή του ειδικότητα. Το πρόβλημά μου είναι συστημικό, όπως και πολλών άλλων στις μέρες μας. Ο οργανισμός μας φτιάχτηκε για να περπατάει, να τρέχει, να οργώνει τη γη, να μαζεύει καρπούς, πότε σκύβοντας και πότε σκαρφαλώνοντας. Να τρώει όταν πεινάει, και μόνο τότε, αν βρει δηλαδή κάτι να φάει, συνήθως λιτά. Να κοιμάται όταν σκοτεινιάζει και να ξυπνάει με τα κοκόρια, στο πρώτο φως, να ρίχνει κι έναν υπνάκο το μεσημέρι άμα τύχει.
Κι εγώ τι κάνω; Γράφω, διαβάζω, ξενυχτάω, καπνίζω, πίνω, κάθομαι με τις ώρες πίσω από ένα βολάν ή από μια οθόνη. Ακόμα και τις διαδηλώσεις, που ήταν μια κάποια γυμναστική, τις έχω περιορίσει από καιρό στο μίνιμουμ. Ο οργανισμός, με τη σειρά του, αντιδρά. Σχηματίζει κρυστάλλους από ασβέστιο, ή από κάποιο άλλο ιζηματικό υλικό, αρνείται να παραγάγει την απαραίτητη φυσική ινσουλίνη, κάνει τους τένοντές μου κόμπο μήπως και πάρω το μήνυμα.
Αυτό ακριβώς, γιε μου, συμβαίνει και με την Αριστερά. Συστημικό είναι κι αυτηνής το πρόβλημα. Το κομμουνιστικό κόμμα φτιάχτηκε για να εκπροσωπεί προλετάριους, εργάτες γης, φτωχούς μικροαστούς, φωτισμένους δασκαλάκους και άλλους διανοούμενους. Οργανώθηκε για να υπερασπιστεί το ψωμί και τις στοιχειώδεις ελευθερίες των λαϊκών στρωμάτων. Έστησε τους μηχανισμούς και τις άμυνές του για να αντέχει σε Ακροναυπλίες, σε φυλακές, σε εξορίες, σε δικτατορίες. Γαλουχήθηκε για να υπερασπιστεί -δεν το αξιολογώ εδώ- τη μεγάλη σοβιετική πατρίδα, αργότερα και τους δορυφόρους της, και τους δορυφόρους των δορυφόρων της. Εκπαιδεύτηκε για να στέκεται θαρραλέα μπροστά στο απόσπασμα, και αργότερα για να αποβάλλει από τις γραμμές της τα βδελυρά οπορτουνιστικά υποκείμενα, ή να αποβάλλεται απ’ αυτές με την κατηγορία του βδελυρού οπορτουνιστικού υποκειμένου. Έμαθε να χρησιμοποιεί το χωνί, κι αργότερα την ντουντούκα, να κολλάει αφίσες, να μοιράζει προκηρύξεις, να πουλάει τον κομματικό Τύπο, να οργανώνει συσσίτια, να πραγματοποιεί οικονομικές εξορμήσεις, να στρατολογεί νέα μέλη. Να φτιάχνει παράνομες γιάφκες, να οργανώνεται σε τριάδες, να μην ομολογεί, να μην υπογράφει, να μη διαφωνεί με την καθοδήγηση.
Σήμερα, όμως, η Αριστερά, καλείται να ασκήσει εντελώς άλλα καθήκοντα που δεν είναι μέσα στο DNA της. Δεν έμαθε ποτέ να διαβάζει δημοσκοπήσεις, να επικοινωνεί μέσω Ίντερνετ, να παίζει στην τηλεόραση, να επεξεργάζεται προγράμματα διαρθρωτικών αλλαγών, να ασκεί δομική αντιπολίτευση, να συμμετέχει σε διάλογο, να σχεδιάζει το αύριο κι όχι ένα μεταφυσικό σοσιαλιστικό μέλλον, να διεκδικεί ρεαλιστικές λύσεις τώρα, και όχι απλώς να αθροίζει απογοητεύσεις, έχοντας την αυταπάτη ότι κάποτε θα τις μεταπλάσει σε επαναστατική συνείδηση. Να μελετάει με επιστημονικό τρόπο κοινωνικά φαινόμενα που ήταν φύσει αδύνατον να προβλέψει και να αναλύσει ο Μαρξ, με την απόσταση εκατόν πενήντα χρόνων και με δεδομένες τις καταιγιστικές μεταλλάξεις και τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του καπιταλιστικού συστήματος.
Η αριστερά πονάει, αλλά προτιμάει να τρέχει στους γιατρούς παρά ν’ αλλάξει τους όρους της ύπαρξής της. Προτιμάει να παίρνει φάρμακα και να καταφεύγει σε περιστασιακές τακτικές κινήσεις, παρά να βρει μέσα της τη δύναμη να αναλύσει τις καταστροφικές της ρουτίνες, να τις αποτινάξει, πολύ περισσότερο να συνεχίσει το δρόμο της χωρίς νέες ρουτίνες.
Η Αριστερά, όπως κι εγώ, φοβάται κατά βάθος την αναμέτρηση με το κύμα, το αεράκι στο μάγουλό της, τον ιδρώτα της, τον ιδρώτα των άλλων, το πάθος αλλά και τον ρεαλισμό - ακόμα και τους έντιμους συμβιβασμούς, επειδή απαιτούν ξεβόλεμα και εσωτερικό ρίσκο.
Κι όταν, καμιά φορά, ξυπνάει μέσα της το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και καταλαβαίνει ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει για να επιβιώσει, και πάλι στην εύκολη λύση θα καταφύγει, κατά κανόνα. Θα προτιμήσει την πισίνα από τη θάλασσα, την επαναστατική γυμναστική από τα κινήματα (αλλά εν ονόματι, φυσικά, των κινημάτων), το διάδρομο από το πεζοδρόμιο, τη λάμπα από τον ήλιο. Θα καταφύγει με περισσή ευκολία στο μακιγιάζ, στο λίφτινγκ, στο μπότοξ, στο μασκάρεμα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι συχνά όταν πρέπει να κινηθεί μένει στάσιμη, όταν πρέπει να επιτεθεί κάθεται στ’ αυγά της, κι όταν πάλι πρέπει να κάνει μια τακτική υποχώρηση καταφεύγει στον τζούφιο μαξιμαλισμό. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, αυτά τα έκανε και στις «καλές» εποχές. Για διαφορετικούς λόγους ίσως, αλλά τα έκανε – ή, μήπως, δεν ήταν δα και τόσο διαφορετικοί;
Πολύ ενδιαφέρον φαίνεται!
ΑπάντησηΔιαγραφή