
Αν κάποτε οι χριστιανοί ή έστω εκείνοι που για μια-δύο εβδομάδες πίστευαν πως έχουν μια κάποια πίστη σε κάτι πέρα από αυτούς, λειτουργούσαν σαν την εμπροσθοφυλακή μας απέναντι σε κάτι που θα θέλαμε να είναι άγνωστο, σήμερα πια οι ίδιοι άνθρωποι φαίνεται πως έχουν υποχωρήσει στο ρομποτικό ημίφως όπου το να φτιάξεις τσουρέκια, να βάψεις αυγά, να ανάψεις ένα κερί, να σταθείς και να μυρίσεις την πασχαλιά, να συγκινηθείς από το θείο δράμα, μοιάζουν σαν μερικές ακόμη μικροεντολές ενός λειτουργικού συστήματος απολύτως ξεπερασμένου.
Οσο κι αν έψαξα, όσο κι αν το αναζήτησα, όχι με ιδιαίτερη λαχτάρα είναι αλήθεια, φέτος δεν βρήκα παρά ελάχιστα στοιχεία που να θυμίζουν Πάσχα. Κι όσα συνέλαβαν οι αισθήσεις μου ήταν τόσο ξεθυμασμένα που λες κι επιζούσαν χάρη μιας αμυδρής μνήμης που τρεμόσβηνε σαν κερί επιταφίου εν μέσω ξαφνικού κυκλώνα. Κανένα πέρασμα (=Πάσχα), πουθενά. Ο καθείς και το σταυρουδάκι του.
Η εκκλησία –αυτή που πλέον πηγαίνω όχι για μένα, αλλά για τα φουκαριάρικα τα παιδιά μου που επιμένουν να εορτάσουν- μισοάδεια. Το ίδιο και τα βλέμματα όσων ήταν εκεί. Το μυαλό τους αλλού ταξίδευε. Σε θάλασσες προσωπικής αγωνίας. Σε βαλτώδεις λιμνοθάλασσες με έντονη τη μυρωδιά της Βαρβακείου Αγοράς από «μακεδονικά» αμνοερίφια και φρεσκο-αποψυχθείσες συκωταριές. Το καταϊδρωμένο, χαραγμένο από χρόνιες δερματίτιδες και κατα συνθήκη ψεύδη, πρόσωπο του υπουργεύοντος επί των Οικονομικών, μπούλη με την ασθματική φωνή, είχε αντικαταστήσει το πρόσωπο του παθόντα (και όχι βεβαίως "πάσχοντα") θεού. Στα ψαλτήρια ο Καμπουράκης και ο Οικονομέας, ο Λυριτζής και ο Οικονόμου. Οι ύμνοι και τα τροπάρια σαφώς οικονομοκεντρικοί.
Ακόμη και οι ξένοι –οι ξένοι, ξένοι- έλειπαν φέτος. Οι Αλβανοί επέστρεψαν για λίγο ή για πάντα στη χώρα τους άλλοι για να γιορτάσουν την είσοδό τους στο ΝΑΤΟ και άλλοι επειδή δεν βρίσκουν πια δουλειά στις οικοδομές και στα χωράφια. Οι Γεωργιανοί επίσης έφυγαν να δουν αν ακόμη η πατρίδα τους βρίσκεται στο χάρτη. Οσοι έμειναν εδώ προτίμησαν να κλειστούν στο σπίτι και να δουν τον Σπύρο Παπαδόπουλο και τη Γλυκερία.
Από πουθενά να κρατηθείς. Ή να πεις: «ας κρατηθούν τουλάχιστον κάποιοι, την έσχατη στιγμή ίσως απλώσουν ένα χέρι να πιάσουν κι εμάς». Τίποτα. Ακόμη και οι γερόντισσες λες και βαρέθηκαν τις πολλές πολλές μετάνοιες και τις γονυκλισίες. Οι γέροντες από την άλλη, μετρούσαν τις συντάξεις και το δώρο στα δάχτυλα, κοιτούσαν μια το ρολόϊ τους και μια τον διπλανό τους. Μέχρι και παππάς, το βράδυ της Ανάστασης, βγήκε έξω από το ναό έχοντας ξεχάσει να πάρει μαζί του το Ευαγγέλιο. Δείγμα, για μένα, οτι το Βατοπέδι έχει κάνει "πουρέ" και τα μυαλά των πλέον ευσεβών!
Ελάχιστοι συγγενείς ήλθαν από την πόλη. Οι περισσότεροι την Κυριακή το πρωί, βαρύθυμοι και κατηφείς, έπιναν καφέ μέχρι τη μία και μετά ασχολήθηκαν λίγο με την ψησταριά, έτσι «για το καλό». Πόσο το πήρες το κιλό το κατσίκι; Εννιά ευρώ. Πάλι καλά. Ο δικός μας χασάπης το είχε στα έντεκα. Υστερα άνοιξαν τις εφημερίδες, έβγαλαν το CD με τον Παπακωνσταντίνου και τα άλλα με τη Σαμίου και τον Πετρολούκα Χαλκιά, τα έβαλαν στο στερεοφωνικό. Επαιξαν ένα δύο τραγούδια. «Δεν το χαμηλώνετε λίγο, μας πήρε τα αυτιά;». Αρνιά, κοκκορέτσια, τζατζίκια, πατζαροσαλάτες, μαρούλια, αγγουράκια, στρώθηκαν στα γρήγορα και μαζεύτηκαν ακόμη γρηγορότερα.
Τα παιδιά επέμεναν λίγο περισσότερο. Επαιξαν, τσίριξαν, άνοιξαν δώρα, ρίξαν τις πορτοκαλάδες τους, λερώθηκαν. Οι τελευταίοι των ζωντανών. Τα μικρά. Τα λίγο μεγαλύτερα κουβαλούσαν ακόμη έναν μακρινό Δεκέμβριο, καταχωνιασμένο πλέον σε κάποιες γωνιές του Facebook.
Σαν να χάθηκε ο θεός φέτος. Για τα καλά. Τουλάχιστον για εκείνους που διατηρούσαν μια κάποια πίστη στον θεό. Αυτοί όμως θα διατηρήσουν μια μηχανική ανάμνηση της τελετής. Για πέντε, άντε δέκα χρόνια θα θυμούνται ότι ο σταυρός γίνεται με το δεξί χέρι, επάνω, κάτω, δεξιά αριστερά. Κι ίσως να έχουν κάποια ελπίδα να περάσουν απέναντι.
Οι άλλοι, αυτοί που κάποτε πίστευαν στον Ανθρωπο είναι οι μεγάλοι χαμένοι. Και ούτε πλοίο έχουν πλέον ούτε και οδό. Νομίζω ότι τελειώσαμε.
Τα παιδιά επέμεναν λίγο περισσότερο. Επαιξαν, τσίριξαν, άνοιξαν δώρα, ρίξαν τις πορτοκαλάδες τους, λερώθηκαν. Οι τελευταίοι των ζωντανών. Τα μικρά. Τα λίγο μεγαλύτερα κουβαλούσαν ακόμη έναν μακρινό Δεκέμβριο, καταχωνιασμένο πλέον σε κάποιες γωνιές του Facebook.
Σαν να χάθηκε ο θεός φέτος. Για τα καλά. Τουλάχιστον για εκείνους που διατηρούσαν μια κάποια πίστη στον θεό. Αυτοί όμως θα διατηρήσουν μια μηχανική ανάμνηση της τελετής. Για πέντε, άντε δέκα χρόνια θα θυμούνται ότι ο σταυρός γίνεται με το δεξί χέρι, επάνω, κάτω, δεξιά αριστερά. Κι ίσως να έχουν κάποια ελπίδα να περάσουν απέναντι.
Οι άλλοι, αυτοί που κάποτε πίστευαν στον Ανθρωπο είναι οι μεγάλοι χαμένοι. Και ούτε πλοίο έχουν πλέον ούτε και οδό. Νομίζω ότι τελειώσαμε.
Καταρχάς χρόνια πολλά και καλά, και ας είναι έστω και έτσι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς και στην όμορφη Ζάκυνθο, που εκδράμαμε, παρέα και με άλλους bloggers, (ο νοών νοείτο..), δεν είχαμε και την καλύτερη εμπειρία από την Αναστάσιμη τελετή ακόμα και σε χωριό που πήγαμε... Θα τα γράψουμε και θα τα πούμε, τα δείγματα των καιρών...
Τουλάχιστον όμως μας δίνεται ακόμα η ευκαιρία, ακόμα να χαιρόμαστε με κάποιους ανθρώπους, κάποιους φίλους, κάποια πράγματα και καταστάσεις, μια αφορμή να βρισκόμαστε ακόμα και να ανακαλύπτουμε τόπους και μέρη. Επιμένω ακόμα, ναι και στα δύσκολα, να είμαι αισιόδοξος γιατί αυτό μας κάνει και προχωράμε και λίγο παραπάνω...
ε-ξ-α-ι-ρ-ε-τ-ι-κ-ό κείμενο my Captain! Ινχογραφία με λέξεις της βαριεστημένης κοινωνίας που κανιβαλίζει και κανιβαλίζεται διαρκώς. Αν και αγνωστικιστής δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω τη διαδικαστική προσέλευση και την επίσης διαδικαστική αποχώρηση. Λίγα πυροτεχνήματα και αυτά ξεθωριασμένα, πρόσωπα προβληματισμένα λες και κάποιος σταμάτησε το ρολόι του κόσμου. Ασπασμούς αδερφικούς καπιτάν.
ΑπάντησηΔιαγραφήεξαιρετικό κείμενο, θα διαφωνήσω όμως με την οπτική του.
ΑπάντησηΔιαγραφήκάποιοι κουβαλάνε τον όχι και τόσο μακρινό Δεκέμβρη μέσα τους με την ελπίδα της άνοιξης...
τα φολκλόρ εντέλει λίγο μας αφορούν.
Την εκκλησίαν αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της
ΑπάντησηΔιαγραφήτ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών.
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό -
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό -
ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.
Το πιο άκυρο ποίημα του Καβάφη αλλά και αυτό που κουβαλάει όλη την βυζαντινόκαυλη ψυχοπαθογένεια της φυλής μας. Άλλο πράγμα είναι η πίστη. Χρόνια πολλά κάπτεν!
η απόλαυση της ημέρας το κείμενό σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή