«Μπα-μπάϊ Θάλασσα!»
Προχθές το μεσημέρι είπα στα αγόρια μου να πάμε για ένα τελευταίο μπάνιο στη θάλασσα. Το καλοκαίρι έδινε μια ακόμη νικηφόρα μάχη με το χειμώνα πράγμα που φαινόταν και στο θερμόμετρο που είχε πιάσει τους 30 βαθμούς. Χαρά θεού δηλαδή. Ξετρελάθηκαν όταν τους το είπα. Φόρεσαν τα μαγιό τους, τα μπλουζάκια τους τα κοντομάνικα, τα πεδιλάκια τους, πήραν όλα τα χρειαζούμενα, φτυάρια, τσουγκράνες, κουβαδάκι, δύο δεινοσαυράκια, μία αρκούδα, ένα νύχι τυραννόσαυρου Ρεξ που μοιάζει με κομμάτι ξύλο, το κομμάτι ενός απολιθωμένου λιονταριού-τοτεμ που μοιάζει με κοτρώνα και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Η γνώριμη διαδρομή. Το αυτοκίνητο μυρίζει αντηλιακό. Τα παράθυρα ανοιχτά. Το ραδιόφωνο τέζες. Ουρλιάζουν, δέρνονται, τραγουδούν, τσιρίζουν, χτυπιούνται αλύπητα. Χαίρονται δηλαδή. Το τοπίο έξω φθινοπωρινό, μέσα στο αμάξι μεσιάζει ο Ιούλιος. Φτάνουμε στην παραλία. Τα μπαράκια κλειστά. Ένα-δύο αυτοκίνητα. Τρία χαλασμένα, παρατημένα μηχανάκια. Τα αγόρια πετάγονται από το αυτοκίνητο με τα «όπλα» στα χέρια. Τα ακολουθώ από μια απόσταση με τις πετσέτες στο χέρι. Νομίζω ότι μεγάλωσαν πολύ από τις αρχές Ιουνίου που πρωτοήλθαμε στην παραλία. Πάρα πολύ.Ο ήλιος καίει κι ας μην είναι πια τόσο κοντά. Το καταλαβαίνεις αυτό από την ένταση του φωτός. Τα βλέπω να κοντοστέκονται για λίγο. Πηγαίνω κοντά τους. Κάτι δεν τους «κάθεται» καλά. Ρημαγμένες ξαπλώστρες, μια δυο πεσμένες ομπρέλες, η άμμος σκαμμένη από τα νερά της βροχής των προηγούμενων ημερών, δέκα Ρώσοι μεσήλικες που παίζουν βόλεϊ, οι γυναίκες τους τούς βιντεοσκοπούν και γελάνε, κανένας έλληνας. Είμαστε οι μόνοι έλληνες σε μια παραλία της Κασπίας ή της Βαλτικής. Όχι, είμαστε στην Χαλκιδική. Απέναντί μας είναι ο Όλυμπος. Τραβάμε μερικές ξαπλώστρες, τους βγάζω τα μπλουζάκια και τα πέδιλα, τρέχουν στη θάλασσα. «Μπαμπά». Τι είναι αγόρι μου; Είναι πολύ κρύα. Το ξέρω. Μην βουτήξεις. Ο πιο μικρός ξαπλώνει στην άμμο. Μπαίνω μέχρι τα γόνατα. Είναι πραγματικά κρύα. Όπως στο πρώτο μπάνιο της χρονιάς. Σαν να βούτηξα τα πόδια μου στο Χρόνο. Ναι, αυτό είναι, η Θάλασσα ξανάγινε Χρόνος…
Εκεί, με τα γόνατα στο νερό, με τον ήλιο να μου καίει τον αριστερό ώμο, με αγκάλιασε η μοναξιά… Για λίγο… «Μπαμπάαααα! Ένα κοχύλι!»… Και με άφησε πάλι… «Πάμε μια βόλτα…». Περπατούσαμε για ώρα με το ένα πόδι στη βρεγμένη και με το άλλο στη στεγνή άμμο. Μέχρι την άλλη άκρη της παραλίας. Μαζέψαμε δαγκάνες από καβούρια, σπασμένες πεταλίδες, μικρά κομμάτια ξύλου, πλατιά βότσαλα. Όταν γυρίσαμε οι Ρώσοι έπιναν βότκα από το μπουκάλι και γελούσαν.
Εκανα ένα μακροβούτι…
Κι άλλο… Κι άλλο… Με τα μάτια ανοιχτά…
Τα αγόρια έπαιζαν όταν ξαναβγήκα. Ετοίμαζαν γεύμα «για τον Γίγαντα». Κάθισα δίπλα τους, άναψα τσιγάρο, έκανα σκέψεις που τις είχα κάνει ξανά, πως κάπου αλλού η θάλασσα θα αρχίσει τώρα να ζεσταίνεται, πως κάπου αλλού ένας πατέρας με τα αγόρια του θα κατεβαίνουν για το πρώτο μπάνιο τους στην παραλία, πως τα μεγαλύτερα ταξίδια μας είναι αυτά και όχι άλλα…
Ντυθήκαμε!
Μαζέψαμε τα πράγματα!
«Μπα-μπάϊ Θάλασσα!», ο μικρός της κουνούσε το χέρι και την χαιρετούσε σαν να ήταν η φίλη του, η Ελλη… Το κοριτσάκι που τον Αύγουστο καθόταν με τους γονείς του στη διπλανή ομπρέλα…
Ο μεγάλος άρχισε να της μιλάει: «Θα ξαναγυρίσουμε, του χρόνου! Εντάξει; Όταν τελειώσουν τα σχολεία! Γειά σου θάλασσα!»
Πάμε;
Της πρόσφεραν δώρα. Τα παράχωσαν στην άμμο. Το «νύχι του τυραννόσαυρου-Ρεξ», μερικά ακόμη «κόκκαλα πειρατών», «δόντια από πούμα»…
Σηκώθηκαν!
Κάτι αλμυρό κύλησε στο μάγουλό μου… Τα μαλλιά μου δεν είχαν στεγνώσει ακόμη, φαίνεται…
«Α, μπαμπά! Ψέματα! Θα ξαναρθούμε τότε που ο παπάς θα πετάξει μέσα το Σταυρό!». Το θυμόταν από πέρσι!
«Σωστός!»
Εφυγαν μπροστά, προς το αυτοκίνητο.
Εμεινα και πάλι λίγο πίσω!
«Μπα-μπάϊ Θάλασσα!»
Υποκλίνομαι βαθειά σε ένα υπέροχο κείμενο. Μου έφτιαξες τη μέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ υποκλίνομαι στα παιδιά. Όχι μόνο τα δικά μου. Σε όλα τα παιδιά που δεν έχουν «γονατίσει» μπροστά στην τηλεόραση και που έχουν μέσα τους πράγματα που ποτέ δεν τους διδάξαμε. Που τα βρήκαν; Πως τα διασώζουν; Πως ΜΑΣ διασώζουν; Και ΤΙ ΣΤΗΝ ΕΥΧΗ (πρέπει) να κάνουμε για μην γίνουν σαν τα μούτρα μας;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροτείνω στους απεργούς Δασκάλους, όσο θα κρατάει η απεργία τους να μην πηγαίνουν στα σχολεία αλλά να παίρνουν τα παιδιά μας και να πηγαίνουν (τέτοιες, αν είναι δυνατόν) βόλτες!
Θα τους προσφέρουν πολλά! Θα προσφέρουν πολλά και στους εαυτούς τους ΚΑΙ στον αγώνα τους για καλύτερη παιδεία...
«Μπα-μπάϊ Θάλασσα!» κι από μένα, κι ας μην τη χάρηκα πολύ φέτος. Νομίζω ότι η θάλασσα "γράφει" τον άνθρωπο πιό πολύ απ' τα άλλα στοιχεία κι όλη η νοσταλγία μας είναι γι' αυτό, κι όχι για τις διακοπές που τελειώνουν. Την άλλη φορά που θα τη δούμε (δε χρειάζεται καν εμβύθιση) θα μας θυμίσει πάλι πως ήμασταν και πως αλλάξαμε (ή μείναμε στάσιμοι), και μαζί μας ο κόσμος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα πιτσιρίκια είναι απίστευτα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπα-μπάι θάλασσα κι απο μένα.
Όνειρε, συμφωνούμε απόλυτα.
Τις καλημέρες μου.
Κι εμείς το ίδιο κάναμε, πήραμε την 40 ημερών μπαμπίνα μας και πήγαμε για το "μπάι, μπάι θάλασσα".
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν όπως το περιγράφεις κι ας ήταν 500 χιλιόμετρα πιο νότια.
Και του χρόνου.
Tα πιτσιρίκια είναι πάντα απίθανα και το κείμενο ιδιαίτερα τρυφερό! Και εμένα μκου έφτιαξε το κέφι σήμερα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι του Χρόνου, μπαμπάδες και μαμάδες! Και πιο σοφοί! Ολοι μας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέτοια ακούω και γίνεται η καρδιά μου περιβόλι :). Τα πιτσιρίκια είναι ευτυχία. Να χαίρεστε όλοι τα αγγελούδια σας..Σας ζηλεύω...Είμαι μικρός ακόμα για μπαμπάς...Άνεμε αυτό που λες για τους δασκάλους είναι τόσο μα τόσο σωστό...Τα παιδιά θα ήταν πολύ καλύτερα αν γινόταν αυτό...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπάι Μπάι Θάλασσα
Μάριε, αν μπορείς κι αν θέλεις, γίνε μπαμπάς όσο είσαι ακόμη μικρός και έχεις ακόμη μεγάλα αποθέματα ενέργειας! Στο λέω διότι εγώ την πάτησα!
ΑπάντησηΔιαγραφή