Η πικρή γεύση της Ιστορίας
«Ομπίντα» στα ρωσικά σημαίνει πίκρα. Σημαίνει επίσης και κακοκάρδισμα.
Η παράσταση ««ΟΜΠΙΝΤΑ» Οι τελευταίες ώρες του Νίκου Ζαχαριάδη» σε κείμενο και σκηνοθεσία του Γιώργου Κοτανίδη, δικαιώνει την πρώτη ερμηνεία της λέξης. Αφήνει μια πικρή γεύση που δεν την απαλύνει η μαγεία της θεατρικής πράξης, αντίθετα, την μεγεθύνει.
Η αλήθεια είναι ότι στριμώχτηκα πολύ στη θεατρική αίθουσα του Ιδρύματος Κακογιάννης παρακολουθώντας τη συντριβή ενός ήρωα ανάμεσα σε τρεις μυλόπετρες: της Ζωής, της Ιστορίας και της Πολιτικής. Και η τρεις του «προσφέρουν» την Υβρη και την Τιμωρία. Καμιά δεν του χαρίζει την Κάθαρση…
Ο Νίκος Ζαχαριάδης παραμένει σιδεροδέσμιος στα βράχια της Ιστορίας με τους «αετούς» της Πολιτικής να του τρώνε τα σπλάχνα. Κι όταν ακόμη περνάει στην «άλλη μεριά», όταν αυτοκτονεί, τελειώνει μόνο το φυσικό του μαρτύριο. Οχι το ιστορικό. Πως θα μπορούσε άλλωστε αφού η Ιστορία γράφεται από τους νικητές;
Με το «Ομπίντα» ο Κοτανίδης δεν απελευθερώνει από τα προμηθεϊκά δεσμά του τον Ζαχαριάδη, δεν τον αγιογραφεί, δεν τον δικαιώνει ούτε βέβαια τον καταδικάζει. Τον αφήνει να κρέμεται από τη θηλιά που ο ίδιος επέλεξε, σαν ανοιχτή πληγή, σαν ανεξόφλητος λογαριασμός με την Ιστορία. Μας θυμίζει, ότι σαρανταπέντε χρόνια μετά, η ζωή και ο θάνατος του μεγαλύτερου ηγέτη που ανάδειξε το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, χάσκει σαν μια μεγάλη ρωγμή που δεν την κλείνει ο χρόνος.

Εκείνο που κάνει ο Κοτανίδης είναι να φωτίσει, για πρώτη φορά, αυτή τη ρωγμή με τον προβολέα της Τέχνης κι αυτό το φως μας φέρνει αντιμέτωπους με τις πιο ένδοξες αλλά και τις πιο σκοτεινές πλευρές της Ιστορίας, με τις πιο θαρραλέες αλλά και τις πιο μικρόψυχες στιγμές της Πολιτικής. Με αυτή την έννοια, παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο που το μοιράζεται με τους θεατές που θα δουν την παράσταση: να ξύσει πληγές. Να ανασύρει μνήμες. Να αμφισβητήσει βεβαιότητες. Εν τέλει να δείξει ότι ο χρόνος δεν γιατρεύει τα πάντα για πάντα…
Θα μπορούσε να διαλέξει έναν πιο εύκολο δρόμο: να αφηγηθεί ένα παραμύθι. «Τι θα γινόταν εάν…».
Τι θα γινόταν εάν ο Ζαχαριάδης δεν στήριζε την αποχή στις εκλογές του 1946 και ερχόταν σε ρίξη με τους Σοβιετικούς. Τι θα γινόταν εάν ο Αρης Βελουχιώτης δεν ξαναέπαιρνε τα όπλα. Τι θα γινόταν εάν το ΚΚΕ στήριζε την πολιτική των «δύο πόλων». Τι θα γινόταν εάν, χρόνια αργότερα, ο Ζαχαριάδης, εκεί στην εξορία, δεχόταν τους όρους του ΚΚΕ και «μετάνιωνε» για τα «λάθη» του.
Ο Γιώργος Κοτανίδης δεν το κάνει αυτό. Σέβεται το ότι η Ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις. Ταυτόχρονα, ως πολιτικό ον, ξέρει καλά ότι η Πολιτική είναι ένα δυναμικό και όχι στατικό σύστημα στις αποχρώσεις του «μαύρου» και του «άσπρου». Δεν προδίδει παραβιάζει τους ιστορικούς και πολιτικούς κανόνες κι ας το μπορούσε. Κι ας το επέτρεπε η Τέχνη που υπηρετεί με πάθος και αξιοσύνη. Γι αυτό και μετά το τέλος της κάθε παράστασης ανοίγει συζήτηση με καλεσμένους και θεατές. Οπως έκανε και στην παράσταση που παρακολούθησα, με καλεσμένο τον Αγγελο Τσέκερη, διευθυντή της «ΑΥΓΗΣ» και συγγραφέα του βιβλίου «ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΑΛΛΙΩΣ… Ο Ν. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ, Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΤΑΣΚΕΝΔΗΣ«.

Το «Ομπίντα» δεν είναι ένα παραμύθι. Είναι η πίκρα που ένιωσε ο Νίκος Ζαχαριάδης και μαζί το απόσταγμα της πίκρας χιλιάδων αγωνιστών για τις χαμένες μάχες, τις χαμένες ευκαιρίες, τις χαμένες ζωές, τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν χωρίς δικαίωση. Η Κάθαρση που δεν ήλθε ποτέ. Τουλάχιστον όχι για όλους αλλά μόνο για λίγους…
Γι αυτό και αφήνει μία πικρή γεύση…
Ισως αν δεν ήξερα τίποτα ή αν ήξερα έστω λίγα μόνο για τον ιστορικό ηγέτη του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, να μην είχα την ίδια αίσθηση. Σίγουρα θα είχα περισσότερο αφεθεί στη μαγεία της θεατρικής πράξης απολαμβάνοντας την ερμηνεία του Γιώργου Κοτανίδη. Ισως η συγκίνηση της Τέχνης να είχε νικήσει την πίκρα της πολιτικής…
Ισως όμως είναι γι’ αυτό ακριβώς το λόγο που η παράσταση δικαιώνεται. Με τον ίδιο τρόπο που δικαιώνεται το πικρό ποίημα «Μ΄ όλη μου τη φωνή» του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι:
Μεις, με τη δόξα, θα λογαριαστούμε αλλιώς –
δικιά μας δα κι αυτή έχει λάχει –
ας γίνει για όλους μας ένα μνημείο κοινό
ο σοσιαλισμός
που εδραιώσαμε στη μάχη.
Απόγονοι,
ελέγξετε καλά τα λεξικά σας :
μες απ’ τη Λήθη
θ’ αναδυθούν
φάσματα λέξεις σαν αυτές :
«πορνεία»,
«φυματίωση»,
«αποκλεισμός», όχι άλλες.
Για σας,
τους σβέλτους
και γερούς, για δες,
ο ποιητής
έγλειψε με τη γλώσσα των πλακάτ
τις φθισικές ροχάλες.
Όσο μακραίνει
των χρόνων η ουρά,
τόσο θα μοιάζω
με τ’ απολιθωμένα εκείνα τέρατα.
Άντε, λοιπόν, συντρόφι,
να τη διαβούμε πιο γοργά
όση ζωή μας μένει
με πεντάχρονα.
Τα γραφτά μου
κέρδος δε μου’φεραν
ούτε ένα ρούβλι για μισό,
ούτε, βεβαίως, από μαόνι
έπιπλα λεία,
κι εξόν από φρεσκοπλυμένο
ένα πουκάμισο,
λόγω τιμής
δεν έχω τίποτ’ άλλο χρεία.
Όταν θα παρουσιαστώ
στου φωτεινού σας
μέλλοντος
την κεντρική επιτροπή
θα’ ρθω, πάνω απ’ τη συμμορία της ποίησης
των πλεονεχτών και σαλταδόρων,
σείων
σα μπολσεβίκικη ταυτότητα
κομματική,
τους εκατό τόμους μαζί
όλως μου των
κομματικών βιβλίων.
δικιά μας δα κι αυτή έχει λάχει –
ας γίνει για όλους μας ένα μνημείο κοινό
ο σοσιαλισμός
που εδραιώσαμε στη μάχη.
Απόγονοι,
ελέγξετε καλά τα λεξικά σας :
μες απ’ τη Λήθη
θ’ αναδυθούν
φάσματα λέξεις σαν αυτές :
«πορνεία»,
«φυματίωση»,
«αποκλεισμός», όχι άλλες.
Για σας,
τους σβέλτους
και γερούς, για δες,
ο ποιητής
έγλειψε με τη γλώσσα των πλακάτ
τις φθισικές ροχάλες.
Όσο μακραίνει
των χρόνων η ουρά,
τόσο θα μοιάζω
με τ’ απολιθωμένα εκείνα τέρατα.
Άντε, λοιπόν, συντρόφι,
να τη διαβούμε πιο γοργά
όση ζωή μας μένει
με πεντάχρονα.
Τα γραφτά μου
κέρδος δε μου’φεραν
ούτε ένα ρούβλι για μισό,
ούτε, βεβαίως, από μαόνι
έπιπλα λεία,
κι εξόν από φρεσκοπλυμένο
ένα πουκάμισο,
λόγω τιμής
δεν έχω τίποτ’ άλλο χρεία.
Όταν θα παρουσιαστώ
στου φωτεινού σας
μέλλοντος
την κεντρική επιτροπή
θα’ ρθω, πάνω απ’ τη συμμορία της ποίησης
των πλεονεχτών και σαλταδόρων,
σείων
σα μπολσεβίκικη ταυτότητα
κομματική,
τους εκατό τόμους μαζί
όλως μου των
κομματικών βιβλίων.
(Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι)

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου