Η θλίψη μετά τα μνημόνια

"-Θεέ μου. Δώσ’ μου την αρρώστια μου"
Η «Σκιά» θεατρικό έργο του Ντάριο Νικοντέμι


Ο άνθρωπος βασανιζόταν εδώ και δέκα χρόνια από μία χρόνια πάθηση με υφέσεις και άγριες εξάρσεις. Μισή ζωή ζούσε. Δύσκολα ως αδύνατα τα ταξίδια, οι μακρινοί περίπατοι, τα ξενύχτια με φίλους, οι έντονες γεύσεις, το ντύσιμο με τα ρούχα που προτιμούσε. Ολα μετρημένα, όλα μέχρι ένα όριο, τις περισσότερες φορές κάτω από αυτό. Κάθε χρόνο, κάθε μήνα, κάθε μέρα και χειρότερα. "Μπορούμε να το λύσουμε" του έλεγαν οι γιατροί και να τα φάρμακα και οι ειδικές αγωγές, όλα με περικοπές στο επίπεδο της ζωής του. Κάποια στιγμή η χειρουργική επέμβαση έγινε μονόδρομος. Την ανέβαλε όσο μπορούσε. Του έλεγαν ότι θα θεραπεύσει την ασθένεια αλλά θα είναι ιδιαίτερα επώδυνη ίσως και επικίνδυνη. Πιο πολύ τον τρόμαζε η ιδέα του να μην είναι όρθιος για ένα διάστημα ή και για πάντα. Αυτό. Ούτε ο πόνος ούτε κάτι άλλο. Είδε κι απόειδε, το έπεισε ο γιατρός, την έκανε. Κι ήταν αφόρητος ο πόνος, αφόρητη η ταλαιπωρία που έλεγε πως δεν θα τελειώσει ποτέ. Κι όμως! Τελείωσε! Κι έγινε καλά. Πέρασαν όλα. Πέρασαν όμως και οι μήνες και την ξέχασε την επέμβαση αλλά και όλα σχεδόν όσα περνούσε πριν την κάνει. Εφυγαν ως δια μαγείας από το μυαλό του. Το μόνο που έμεινε ήταν τα ταξίδια που δεν έκανε, οι δρόμοι που δεν περπάτησε, οι φίλοι που έφυγαν, οι γεύσεις που έχασε. Και τα ήθελε όλα πίσω. Εστω και ως υπόσχεση, σαν όνειρο, σαν προοπτική. Να γυρίσει πίσω και να τα κερδίσει για τότε και για τώρα. Σαν να μην είχε μεσολαβήσει η αρρώστια. Αυτό ήθελε. Να γυρίσει πίσω και ξέροντας ότι δεν μπορεί έπεφτε σε θλίψη μεγάλη. Τώρα περίμενε τη νέα υπόσχεση αυτή που κανένας γιατρός δεν μπορούσε να του δώσει γιατί δεν είναι δουλειά του.
Να μείνει όρθιος δεν του έφτανε πια. Ηθελε να προχωρήσει. Προς τα που όμως;



Σχόλια