Μικρή βαλίτσα
Και πού να πας και πού να `ρθείς
και πού να επιστρέψεις,
που `ναι τα ξένα μακρινά
κι ειν’ τα δικά μας ξένα
και πού να επιστρέψεις.
Ξημερώματα μιας Κυριακής του
Απριλίου, στο «Κύτταρο». Σκοτάδι στη
σκηνή κι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης , πάνω εκεί, αφού έχει ξεδιπλώσει επί τρεις ώρες
όλα τα τραγούδια του, όλους τους μουσικούς δρόμους που έχει μέχρι σήμερα
διαβεί, βάζει τον πόνο, την αγωνία, τα τρύπια παπούτσια, τις κομμένες ανάσες,
τα κουρέλια της ψυχής ΜΑΣ, σε μια μικρή βαλίτσα. Τραγουδάει a cappella, χωρίς
μικρόφωνο, μία φωνή, χίλιες σιωπές, με έναν προβολέα κόντρα. Η σκιά του
μπερδεύεται με τις σκιές αρχαγγέλων: Του Μπιθικώτση, του Παπάζογλου, του
Μητροπάνου. Ακούς τους στίχους έναν-έναν
σαν να μετράς σφυγμούς . …Ή πορτοκαλί
σωσίβια. Οι μνήμες ανακατεύονται με τις εικόνες του σήμερα και ξεχύνονται σαν
δάκρυα πάνω στα γεμάτα τασάκια. Τα κεφαλάς κλίνομεν.
Μικρή βαλίτσα και βαριά,
γεμάτη πέτρα κι ήλιο,
είναι το εμπρός ανήλιαγο
κι είναι σκληρό το πίσω
και πού να σ’ ακουμπήσω.
Και που να επιστρέψεις; Σε ποιους
να επιστρέψεις;
Χαλέπι, Δαμασκός, Χίος, Λέσβος, Συκαμιά,
Πειραιάς, Ειδομένη… Αϊβαλί, Σμύρνη, Χίος, Λέσβος, Πειραιάς, Πολύγωνο και
Καισαριανή... Χίλια, μύρια, κύματα. Χίλιοι, μύριοι πρόσφυγες. Και να
που ξάφνου «δίπλα» μου ο παππούς μου. Εννιά χρονών προσφυγάκι πέρασε απέναντι
με τη βάρκα μαζί με τη μάνα του την Ηλέκτρα, οι δυό τους κι ένα μωρό στην
κοιλιά. Στα εικοσιπέντε γύρισε στη Χίο, καλοκαίρι και κοιτάζοντας τα παράλια
της χαμένης πατρίδας έπαθε διαβητικό σοκ πίνοντας σερμπέτια και σουμάδες.
Εκτοτε, κάθε βελονιά ινσουλίνης τον πήγαινε πίσω στη Σμύρνη. Του κρατάω το χέρι
κι ακούμε τον Αλκίνοο καπνίζοντας. Για σένα, τόχει γράψει παππού. Για σένα και
για όλους, ακούς;
Τρίτης γενιάς πρόσφυγας είμαι. Από
τρεις παππούδες και γιαγιάδες. Όχι μόνο εξ’ αίματος αλλά, ΚΥΡΙΩΣ, εκ της Ιστορίας που μου αφηγήθηκαν. Από τις γεύσεις
των φαγητών τους. Από τις μουσικές τους. Από τις φωνές τους…
Ακούει, ακούμε, ακούω. Όπως άκουγα
από την κυρα-Ηλέκτρα, την προγιαγιά, το «στο ‘πα και στο ξαναλέω στο γιαλό μην
κατεβείς» παιδάκι όταν ήμουν, πριν κοιμηθώ. «Ο γιαλός έχει φουρτούνα και σε πάρει και
χαθείς». Αυτή ήταν η δικιά μου προσευχή μαζί με το «Χάρτινο το Φεγγαράκι». Και τον
«Κεμάλ». Τα κουβάλησα, χρόνια πολλά, και μ’ αυτά νανούρισα και τους γιούς μου.
Να έρχονται σαν καράβια τα όνειρά τους να τους παίρνουν και να τους ταξιδεύουν,
να μαθαίνουν πως κρατάμε από πρόσφυγες κι εμείς. Τέταρτης γενιάς προσφυγόπουλα.
Μικρή βαλίτσα κι αδειανή
κι ας μου `κοψε τα χέρια,
δε βρίσκω τόπο να σταθώ,
ματώνω να σ’ αφήσω,
λυγώ να σε κρατήσω.
Ξημερώματα Κυριακής στο
«Κύτταρο». Εχω αποχαιρετήσει πολλούς δικούς
μου για να τα πάω καλά με τα μοιρολόγια. Και τις προσευχές ποτέ δεν τις συμπάθησα
γιατί μιλούν αόριστα για αμαρτίες που δεν κάναμε, για όνειρα και ελπίδες που
ποτέ δεν πιστέψαμε παρακαλώντας να μας φερθεί, από αύριο, καλά Εκείνος που Δεν
είναι αλλά Είναι…
Και πού να πάω και πού να `ρθώ
και πού να επιστρέψω,
που `ναι τα ξένα μακρινά
κι είν’ τα δικά μου ξένα
και πού να επιστρέψω.
Οδός Ηπείρου. Απρίλιος του 2016.
Οδός του Κόσμου. Βγαίνουμε από το «Κύτταρο» με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι.
Εμείς, οι τυχεροί, γυρίζουμε σπίτι. Όχι λιγότερο χαμένοι…
Ολη μας τη ζωή με μια βαλίτσα στο
χέρι. Καταλαβαινόμαστε…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου