Η προχθεσινή επίθεση στο αστυνομικό τμήμα της Αγ. Παρασκευής ήταν πέρα για πέρα αναμενόμενη. Οσοι ασχολούνται σοβαρά με την πολιτική σκέψη το είχαν προβλέψει τη στιγμή που ο Γ. Παπανδρέου ανακοίνωνε ως υπουργό των σωμάτων ασφαλείας τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Ο Μιχ. Χρυσοχοΐδης είναι, ίσως, το πιο κόκκινο πανί για τους ένοπλους του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου, εξαιτίας της πολιτικής του στη σύλληψη μελών της «17 Νοέμβρη». Η πολιτική αυτή, που περιλάμβανε τη χρήση κάθε ανθρώπινου και απάνθρωπου μέσου, καθώς και την αμεσότερη εμπλοκή του αμερικανικού παράγοντα, οξύνει τα αντανακλαστικά όλων των ομάδων, που δρουν στο περιθώριο αυτού, που πολλοί αποκαλούν αντάρτικο πόλεων.
Ο χρόνος είναι σημαδιακός. Η προχθεσινή επίθεση δεν είναι ένα πολιτικό μήνυμα ένοπλων ομάδων προς το λαό για ανατροπή του συστήματος. Είναι ένα μήνυμα στη νέα κυβέρνηση Παπανδρέου και, κυρίως, στη φραστική επίδειξη πυγμής, που επαναλαμβάνει εδώ και 20 μέρες ο Μιχ. Χρυσοχοΐδης.
Πρόκειται, έτσι, περισσότερο για μία βεντέτα, που έχει στο νου της την ερχόμενη επέτειο του Πολυτεχνείου και, κυρίως, τον Δεκέμβριο, που είναι η πρώτη επέτειος της δολοφονίας Γρηγορόπουλου και της επίθεσης της νεολαίας, που ακολούθησε.
Μ' αυτή τη σκοπιά, η επιλογή του Μιχ. Χρυσοχοΐδη για τη θέση του υπουργού νόμου και τάξης δεν ήταν η πιο ενδεδειγμένη για να εφαρμόσει ο Γ. Παπανδρέου μια πολιτική κατευνασμού των παθών και συμφιλίωσης -όσο γίνεται- των αντιθέσεων. Το αντίθετα μάλιστα.
Αν δεν είναι μια καθαρά άστοχη προς αυτή την κατεύθυνση επιλογή, μπορεί να εκληφθεί από πολλούς ως επιλογή στενότερης συνεργασίας των αμερικανικών και ελληνικών υπηρεσιών δίωξης προς πάσα κατεύθυνση.
Είναι ανόητο να συμπεραίνει κανείς μ' αυτή τη συλλογιστική ότι ο Μιχ. Χρυσοχοΐδης ευθύνεται για το αιματηρό χτύπημα στην Αγ. Παρασκευή! Στην πολιτική δεν υπάρχουν πρόσωπα, αλλά πολιτικές. Και τις πολιτικές τις καθορίζουν τα κόμματα και οι επικεφαλής τους.
Οποιος, επομένως, σχεδιάζει πολιτικές σφοδρότερης σύγκρουσης την έχει ήδη κερδίσει στο τσεπάκι. Οπως πέρυσι, όπως τώρα.
Εκείνοι που ασχολούνται με την τρομοκρατία -με τη λενινιστική έννοια του όρου- θα έπρεπε να ξέρουν ότι ο πόλεμος δεν χάθηκε ποτέ για τις αναρχικές και αριστερές ομάδες στο πεδίο της μάχης. Χάθηκε στο πεδίο της ιδεολογίας και της πρακτικής. Εκεί που μέχρι σήμερα -με εξαίρεση μια μεγάλη περίοδο της «17 Νοέμβρη»- αυτή η μορφή αγώνα δεν βρήκε ανταπόρκιση σ' αυτό που η ίδια χρησιμοποιεί σαν αιτούμενο: Στο λαό.
Οι αιτίες είναι πολλές και δεν αρκούν σελίδες επί σελίδων. Το συμπέρασμα, όμως, είναι το ίδιο κι εδώ, και στην Ιταλία, και στη Γαλλία, και στη Γερμανία, όπου αναπτύχθηκαν τέτοιες ομάδες ένοπλης δράσης:
Οπως η τυφλή βία δεν εξυπηρετεί την ιδεολογία και τον αγώνα των ένοπλων αριστερών και αναρχικών ομάδων, έτσι και ο ιεραποστολικός τσαμπουκάς του κράτους δεν ωφελεί την πολιτική προστασίας των συμφερόντων κεφαλαιούχων και νοικοκυραίων. Αντίθετα, βλάπτονται όλοι.
Το κρίσιμο ερώτημα για το συμφέρον του μεγάλου πλήθους, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο, παραμένει: Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να ζήσει μια ζωή αξιοπρεπέστερη; Ο τρόπος της λαϊκής συμμετοχής. Οχι μια φορά κάθε τρία-τέσσερα χρόνια σε μια κατ' ευφημισμό δημοκρατία. Κάθε μέρα. Σε όργανα διαχείρισης της καθημερινής ζωής από το επίπεδο της γειτονιάς μέχρι το επίπεδο της -όποιας- επικράτειας.
Αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να χτιστεί ούτε με το μίσος του αίματος, ούτε με τον τσαμπουκά των μυστικών και φανερών υπηρεσιών, ούτε με τις κυβερνήσεις-υπηρέτες τραπεζών, εργοδοτών και αεριτζήδων. Χτίζεται από αυτοοργανωνόμενους πολίτες. Που πληθαίνουν και κερδίζουν μικρές καθημερινές μάχες. Με στόχο τη συνανθρωπιά. Μέχρι να κερδίσουν τη μεγαλύτερη μάχη.