Tου Παντελή Μπουκάλα
19 ος αιώνας. Αντιγράφω από κείμενο του 1843: «Θα ήταν εύκολο να σας περιγράψω τους ανθρώπους του Τύπου και τα ήθη τους, να σας τους παρουσιάσω κατά την άσκηση του υποτιθέμενου λειτουργήματός τους· όμως τα πράγματα φάνηκαν πιο περίεργα από τους ανθρώπους. Σήμερα αυτή η χρόνια ασθένεια της Γαλλίας έχει εξαπλωθεί στα πάντα. Εχει υποτάξει στους νόμους της τη Δικαιοσύνη, έχει τρομοκρατήσει τον νομοθέτη, ο οποίος, ίσως, θα είχε δει τη δημοσιότητα σαν ένα μαρτύριο πιο σκληρό απ’ όλες τις ποινικές επινοήσεις του. Εχει υποτάξει τη
βασιλεία, την ιδιωτική πρωτοβουλία, την οικογένεια, τα συμφέροντα· τέλος, έχει κάνει ολόκληρη τη Γαλλία μια μικρή πόλη όπου νοιάζεται κανείς περισσότερο για ό,τι θα πει ο κόσμος παρά για τα συμφέροντα της χώρας. Ο αριθμός των Λευιτών αυτής της μοντέρνας θεότητας δεν υπερβαίνει τη χιλιάδα. (…) Οι συνδρομητές βλέπουν τις εφημερίδες τους να αλλάζουν εχθρούς, γεμάτες συμπάθεια για εκείνους τους πολιτικούς άνδρες εναντίον των οποίων έβαλλαν κάθε μέρα, να δοξάζουν σήμερα ό,τι εξευτέλιζαν χθες, να συμμαχούν με εκείνους τους
συναδέλφους τους που χτυπούσαν την παραμονή ή τον περασμένο χρόνο, να υπερασπίζουν παράλογες θέσεις».
Ποιος καταγγέλλει, ποιος μαστιγώνει μάλλον, τη «μοντέρνα θεότητα», τον Τύπο, με μια ρητορική που τα μοτίβα της αναπαράγονται έκτοτε παντού όπου χειραγωγείται από τη μεντιοκρατία η δημοκρατία, αυτή έστω η αντιπροσωπευτική δημοκρατία που μπορεί να σκαρφίζεται δεκάδες τρόπους για να μετατρέπει την αντιπροσώπευση σε εμπαιγμό, μέχρι στιγμής πάντως παραμένει το μοναδικό πολίτευμα που και τα στοιχειώδη επιτρέπει και δεν απαγορεύει τα όνειρα για κάτι βαθύτερο, ουσιαστικότερο, πληρέστερο, που μπορεί να έρθει από τις οδούς και με
τις μεθόδους της δημοκρατίας πάντοτε; Οχι, δεν πρόκειται για κάποιον αυτοδιορισμένο θεό που αποφασίζει να εναντιωθεί στη «μοντέρνα θεότητα» με τα πιστόλια του, εξουσιοδοτημένος από την ιδεοληψία του και μόνον, και μόνο στην ικανοποίηση της ιδεοληψίας του αποσκοπώντας. Για τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ πρόκειται (αντλώ το κείμενό του από τον συλλογικό τόμο «Το μήνυμα του μέσου», επιμ. Κώστας Λιβιεράτος, Τάκης Φραγκούλης, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1989). Για τον Μπαλζάκ που όπλιζε την πένα του κι όχι κουμπούρια, και σίγουρα θα πίστευε ότι οι
λέξεις του, οι λέξεις όλων των ανθρώπων που οργίζονται, καταγγέλλουν και απαιτούν στο φως της μέρας, με την υπογραφή τους και με το πρόσωπό τους φανερό, αξίζουν απείρως περισσότερο από τις σφαίρες. Για τον Μπαλζάκ που θα ανατρίχιαζε μεταθανατίως αν μάθαινε ότι κάποια στιγμή τον τσιτάρισε η «17 Ν» για να δώσει φιλολογική προϊστορία και ηθικό κύρος στο φονικό της παραλήρημα.
Αλλά ας συνεχίσω την αντιγραφή, αυτή τη φορά από κείμενο του 20ού αιώνα, ένα επίσης δριμύ κατηγορητήριο εναντίον του Τύπου, όταν αυτός διαστρέφει τη λειτουργία του και καταχράται τη δύναμή του: «Η ίδια η βιαιότητα μιας επανάστασης μπορεί να αναδείξει στιγμιαία το κοινό σε όλο το μεγαλείο και τη σπουδαιότητά του. Στάθηκε όμως μοιραία η μέρα κατά την οποία το κοινό αναγνώρισε ότι η πένα μπορεί να ’ναι ισχυρότερο όπλο από τις πλάκες του λιθόστρωτου και πολύ πιο επιθετική από ένα κομμάτι πέτρας. Αμέσως αναζήτησαν τους
δημοσιογράφους, τους ανέδειξαν και τους έκαναν επινοητικούς και καλοπληρωμένους υπηρέτες τους. Το γεγονός είναι αξιοθρήνητο και για τους μεν και για τους δε. Πίσω από τα οδοφράγματα μιας επανάστασης ίσως να υπάρχει υψηλοφροσύνη κι ηρωισμός. Τι άλλο υπάρχει όμως σε ένα κύριο άρθρο πέρα από προκατάληψη, ηλιθιότητα, υποκρισία και μωρολογία; Και όταν αυτά τα τέσσερα ενωθούν, συνιστούν μια τρομερή δύναμη και συγκροτούν τη νέα εξουσία. Τον παλιό καιρό, οι άνθρωποι είχαν τα βασανιστήρια. Τώρα έχουν τον Τύπο. Αυτό είναι σίγουρα μια
βελτίωση. Και πάλι όμως είναι κάτι πολύ κακό, λανθασμένο και διεφθαρμένο. Κάποιος –ήταν άραγε ο Edmund Burke;– αποκάλεσε τη δημοσιογραφία τέταρτη εξουσία. Αυτό ήταν, χωρίς αμφιβολία, αληθινό για την εποχή εκείνη. Αλλά στη σημερινή εποχή, αυτού του είδους η δημοσιογραφία είναι στην πραγματικότητα η μοναδική εξουσία. Κατασπάραξε τις άλλες τρεις. (…) Μας κυβερνά η δημοσιογραφία».
Και πάλι, δεν πρόκειται για προκήρυξη υπογεγραμμένη με σφαίρες, όπως η πρόσφατη της «Σέχτας», αλλά για το κείμενο ενός λογοτέχνη, του Οσκαρ Ουάιλντ, που τιτλοφορείται «Η ψυχή του ανθρώπου κάτω από τον σοσιαλισμό» (συμπεριλαμβάνεται στον τόμο «Στοχασμοί», μτφρ. Γιάννης Κωνσταντίνου, εκδ. Γκοβόστη, 2003). Γενικεύει και υπερβάλλει με κατεδαφιστικό οίστρο ο Ουάιλντ; Πιθανόν. Το βέβαιο πάντως είναι ότι τα μόνα εκρηκτικά, τα μόνα όπλα που θα διάλεγε, είναι οι λέξεις. Γιατί, ευφυής καθώς ήταν, δεν είχε καμιά δυσκολία να κατανοήσει ότι το
πρόβλημα με τις εξουσίες δεν είναι οι άνθρωποι (ή τα ανθρωπάρια) που περιστασιακά τις ενσαρκώνουν αλλά η βαθιά δομή τους, οι αόρατοι μηχανισμοί τους, ιδεολογικοί ή άλλοι. Αλλά ας κλείσω την αντιγραφή με μια δήλωση του 21ου αιώνα, και συγκεκριμένα του 2006: «Ο επόμενος Χίτλερ δεν θα φοράει μαύρο πουκάμισο αλλά θα μοιάζει σε κάποιον τηλεστάρ». Το γεγονός ότι η πρόβλεψη έγινε από συγγραφέα που συναριθμείται στους ανανεωτές της επιστημονικής φαντασίας, τον Τζέιμς Γκράχαμ Μπάλαρντ, δεν σημαίνει πως είναι προϊόν ενός ευφάνταστου
μυαλού που δεν συνυπολογίζει την πραγματικότητα. Προς την ίδια αποτρόπαιη κατεύθυνση έδειχνε άλλωστε πριν από τον Μπάλαρντ ένας φιλόσοφος, ο Καρλ Πόπερ (βλ. το βιβλίο «Τηλεόραση – Κίνδυνος για τη δημοκρατία» του Πόπερ και του Jhon Condry, μτφρ. Αγγελος Φιλιππάτος, εκδ. Λιβάνη 1995): «Η τηλεόραση έχει γίνει σήμερα κολοσσιαία δύναμη· μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι είναι δυνητικά η πιο σημαντική από όλες τις εξουσίες, σαν να έχει αντικαταστήσει τη φωνή του Θεού. Και θα συνεχίσει να είναι για όσο καιρό ανεχόμαστε τις καταχρήσεις της. Η
τηλεόραση απέκτησε ευρεία εξουσία στους κόλπους της δημοκρατίας. Καμία δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει, αν δεν δώσουμε ένα τέλος σε αυτήν την παντοδυναμία. (…) Η τηλεόραση δεν υπήρχε την εποχή του Χίτλερ, έστω και αν η προπαγάνδα του οργανώθηκε συστηματικά, αποκτώντας σχεδόν εφάμιλλη δύναμη. Ενας καινούργιος Χίτλερ θα είχε στη διάθεσή του, μέσω αυτής, απεριόριστη εξουσία».
Τις καταχρήσεις των μίντια που καταγγέλλει (και) ο Πόπερ, χωρίς και αυτός να τρέξει στο πρώτο οπλοπωλείο, δεν τις ανέχονται πολλοί, πάρα πολλοί (να θυμίσω τα σκουπίδια που έχουν αφήσει έξω από τηλεοπτικούς σταθμούς βαθύτατα ενοχλημένοι πολίτες ή το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι»;), κι ανάμεσά τους και άνθρωποι που δουλεύουν στα Μέσα. Οσοι δημοσιογράφοι, ωστόσο, θεωρούν μη απαλλοτριώσιμο το δικαίωμά τους (την υποχρέωσή τους μάλλον) να κρίνουν τα του οίκου τους και να επικρίνουν τη μεντιοκρατία που νοθεύει και
απειλεί τη δημοκρατία, κατακρίνονται από υπερεπώνυμους του χώρου τους, σεσημασμένους τεταρτοεξουσιαστές, ότι «στοχοποιούν» τη δημοσιογραφία (οπότε στους «στοχοποιητές» πρέπει να συγκαταλέξουμε τον Μπαλζάκ, τον Ουάιλντ, τον Μπάλαρντ, τον Πόπερ…). Ιδού λοιπόν η πρώτη απαίτηση (αυτο)λογοκρισίας: μη μιλάτε, γιατί… Ταυτόχρονα, οι κριτικοί δημοσιογράφοι που δεν ανέχονται τη βία, ένοπλη (κατά πάντων) ή μη (κατά πανεπιστημιακών λ.χ., όπως ο Γιάννης Πανούσης), ως μέθοδο επίλυσης κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών προβλημάτων και
καταγγέλλουν την τρομοκρατία, νιώθουν ότι αυτοστοχοποιούνται. Ιδού και η δεύτερη απαίτηση (αυτο)λογοκρισίας: μη μιλάτε, γιατί… Οπότε, θα συνεχίσουμε να μιλάμε. Αλλιώς θα επιβληθούν οι κάθε λογής λογοκριτές και λογοκτόνοι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου