Σαν καμένο φιλμ από τα «Ελληνικά Γεγονότα»



Αυτό το θλιμμένο ύφος (διάβαζε αργά αυτές τις αράδες), αυτό το κατωσάγονο που τρέμει ελαφρώς σαν να προσπαθεί να συγκρατήσει μια σταγόνα σαμπάνιας πριν πέσει στο μπούστο, αυτό το δάκρυ που με τα χίλια ζόρια δημιουργήθηκε και που σκάλωσε στην άκρη της ψεύτικης βλεφαρίδας, τα κρεμασμένα χέρια με τα λιτά, πλατινένια βραχιόλια, ούτε λίγα (ε, δεν πτωχεύσαμε, δα!) ούτε πολλά (μην προκαλέσουμε κιόλας!), όσα πρέπει, και το μονόπετρο όσο πρέπει κι αυτό σε μέγεθος, και το μαντίλι να ανεμίζει ελαφρά από τη μια, από την άλλη να καλύπτει τις γερασμένες μασχάλες, κι όλα αυτά να αποκαλύπτουν τον πλούτο των συναισθημάτων, τις λεπτές ευαισθησίες, ίσως και κάποιον πόνο πιο προσωπικό, ένα παλιό παιδικό τραύμα, μια ξανάστροφη από τον πατέρα-αφέντη, εκείνο το αγόρι του χωριού που ακόμη αγαπά και που το σκεφτόταν την ώρα του γάμου με τον «μεγάλο» και που ποτέ δεν ξέχασε, τώρα εκεί, την βλέπω να στέκει στη μέση, στο καμένο χωριό, τόσο συντετριμμένη, τόσο έξω από τα νερά της, με μια αύρα αρχαγγέλου σχολικής παράστασης σε ένα μέρος που ποτέ πριν δεν είχε σκεφτεί να επισκεφτεί, ένα μέρος εντός των ορίων της επικράτειάς της, γνωστό-άγνωστο, εκτός δρόμου και ούτε που θα το επισκεφτεί και πάλι την ημέρα των αποκαλυπτηρίων της μαρμαρένιας πλάκας με το όνομά της εάν βεβαίως δεν την έχει σκεπάσει μέχρι τότε μια άλλη πλάκα, σαφώς πολυτελέστερη και μεγαλύτερη. Και είναι σαν το καμένο τοπίο να συναντιέται με το καμένο μαλλί, το καμένο δέρμα, το καμένο μυαλό, την καμένη ψυχή. Ένα καμένο φιλεύσπλαχνο και ελεήμον σετάκι, φούστα-μπλούζα-γόβα.

Εκεί δίπλα, πίσω από τις κάμερες τρέχουν πιτσιρίκια με μαυρισμένα χέρια και γόνατα, παίζουν μπάλα, γελάνε με τα συνεργεία της τηλεόρασης, φτύνουν σε μια άκρη τα κρουασάν που τους έχουν προσφέρει οι επίσημοι, κι ούτε που θα ξαναφάνε ποτέ κρουασάν στη ζωή τους. Ενας γέρος φεύγει έντρομος προς την άλλη πλευρά του χωριού. Είναι πάνω από 80 χρονών. Την προηγούμενη φορά που είχε καεί το σπίτι του είχαν και πάλι έλθει οι επίσημοι από την Κομαντατούρα, η σύζυγος του υποδιοικητή του είχε χαϊδέψει, τότε, τα μαλλιά, ένα κοριτσάκι της είχε προσφέρει λουλούδια. Υστερα έφυγαν. Την άλλη μέρα, θυμάται, ήλθαν και πάλι, με καμιόνια και μοτοσικλέτες με καλάθι. Πήραν δέκα άντρες, τον μεγάλο του αδελφό και τον πατέρα του. Και ούτε που τους ξαναείδε…

Πόσο δύσκολο είναι να είσαι φιλάνθρωπος!!!



...

Έκπτωση φόρου και για τις δωρεές στο Δημόσιο υπέρ των πυροπλήκτων




Σχόλια

  1. Κύριε Άνεμε το ίδιο έχει γράψει κι ο Κελαινός.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. απίστευτο ποστ Καπ!

    Σπύρο λινκ το έκανα δεν το έγραψα εγώ (αν και θα το ήθελα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Σαν να τη βλέπεις μπροστά σου την φιλάνθρωπο, ε; (χαχαχαχαχαχαχα!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου