"Χαρακτηριστική η ασάφεια ανάμεσα σε έθνος και κράτος. Η διηνεκής διάσταση έθνους και κράτους μέσα στη νεοελληνική ιστορία, ήτοι η αδυνατότητα σύμπτωσής τους με τη μορφή του εθνικού κράτους αποτελεί αυτή καθ΄ αυτή σημείο της ελλιπούς ανάπτυξης του αστικού στοιχείου. Τ
Το κράτος συγκροτήθηκε σε προαστική, ήτοι πατριαρχική κοινωνική βάση / το άλυτο εθνικό πρόβλημα επέδρασε ανασχετικά τόσο στην κοινωνική όσο και στην ιδεολογική εκδίπλωση του αστικού στοιχείου / (τότε) το έθνος είναι πρωτίστως έννοια πατριαρχική, στηρίζεται δηλαδή σε πραγματικούς ή φανταστικούς φυλετικούς και πολιτισμικούς παράγοντες (γλώσσα, θρησκεία), ενώ η έποψη της οικονομικής του βάσης, της κοινωνικής του υφής και της θεσμικής του οργάνωσης περνά στο περιθώριο.
Οι προαστικές – πατριαρχικές δυνάμεις ούτε υπήρξαν οι αρχικοί ιδεολογικοί δημιουργοί της έννοιας του έθνους στην α ή τη β εκδοχή της ούτε και ταυτίστηκαν εξαρχής μαζί της. Την προσεταιρίστηκαν (και την τροποποίησαν) για να την παρουσιάσουν ως έρεισμα και επίρρωση του ηγετικού τους ρόλου. Περίπτωση πλείστων προυχόντων και οπλαρχηγών & περίπτωση της Εκκλησίας.
Αυτή (η Εκκλησία) σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ποτέ δεν κατανόησε τον εαυτό της ως κεφαλή και πρόμαχο ενός υπόδουλου έθνους, παρά ως ποιμένα και ταγό χριστιανικών πληθυσμών αναγκασμένων να ζουν κάτω από αλλόθρησκο ηγεμόνα.
(Ήταν) θεσμός ξένος προς το έθνος, θεσμός πολυεθνικός και επομένως μη εθνικός, στα μάτια του οποίου η ομολογία πίστεως μετρούσε περισσότερο από τη φυλή ή ακόμα και τη γλώσσα: ο ορθόδοξος Ρώσος ήταν αδελφός, ο Έλληνας που φράγκεψε όχι. Η δημιουργία ενός εθνικού κράτους θα διασπούσε το πλήρωμά της (…) και έτσι θα μείωνε την επιρροή της (…) αφού μόνη αυτή μπορούσε να απαιτεί από τους Χριστιανούς υποταγή, νομιμοφροσύνη και φόρους.
Η Εκκλησία οικειώνεται το έθνος, όταν πια η δυναμική των γεγονότων το είχε θέσει σε ημερήσια διάταξη (…) τότε θυμάται ότι η θρησκεία επιτελούσε εξ αντικειμένου λειτουργία εθνικής συσπείρωσης, αποσιωπά όμως ότι αυτή η λειτουργία μπορούσε αν θεωρηθεί ως εθνική συσπείρωση μόνο και μόνο επειδή κάποιοι άλλοι εκ των υστέρων ανακάλυψαν και πρόβαλαν το έθνος. (Τότε) σηκώνει συχνά το εθνικό λάβαρο και ζητά να ποδηγετήσει τόσο την εθνική ιδεολογία, όσο και τους αγώνες των αλύτρωτων, προκειμένου να μην αφήσει κενά για τις εκκοσμικευτικές ή και αντιθρησκευτικές δυνάμεις.
Αυτό το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό, σε τόσο μεγάλο μάλιστα ώστε όχι μονάχα μπόρεσε να διατηρήσει ίσαμε σήμερα ζωντανή τη σύνδεση της έννοιας του έθνους με την προαστική μυθολογία και μεταφυσική, αλλά και (…) να αντιμετωπίζει ες αεί τον συνεπή χωρισμό κοινωνίας και κράτους.
Το έθνος και το κράτος έμειναν πάντοτε ασύμμετρα μεγέθη (…) το έθνος αποτέλεσε τον ίδιο τον μύθο που χρησίμευσε ως άξονας της νεοελληνικής ιδεολογίας. (Ο μύθος) είναι προϊόν της ιστορικής και ιδεολογικής κατίσχυσης ενός εννοιολογικά ασαφούς έθνους και ονομάζεται «ελληνοκεντρισμός».
Ο αστικός εθνικισμός απορροφήθηκε από τον ελληνοκεντρισμό και στο πλαίσιό του αναμίχθηκε και συμβιβάστηκε με προαστικές αντιλήψεις περί έθνους, φυλής κτλ, χωρίς να μπορέσει παράλληλα να επιβάλλει τα ειδοποιά του γνωρίσματα / διαμορφώθηκε η πολυσημία του ελληνοκεντρισμού, η οποία του επέτρεψε να εκπληρώσει τη λειτουργία της κατ΄ εξοχήν νεοελληνικής ιδεολογίας, εφ΄ όσον στην ασαφή και κυμαινόμενη γλώσσα του μπορούσαν να αρθρωθούν πολλές και ποικίλες τάσεις (…) αποτέλεσε ταυτόχρονα και πεδίο μάχης, στο οποίο έπρεπε να κυριαρχήσει όποιος ήθελε να εγείρει αξιώσεις πολιτικής ή ιδεολογικής κυριαρχίας στο ελληνικό περιβάλλον.
(Οι) αριστερές μειοψηφίες, στήριζαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο δεν μπόρεσαν να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή – κι όποτε την άσκησαν αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα.
Σήμερα πάντως η αριστερά, η οποία επί δεκαετίες είχε το σθένος να λέει ότι το ελληνικό έθνος είναι φυλετικό και πολιτισμικό προϊόν των τελευταίων αιώνων και ότι η ιστορία του δε νοείται έξω από τις συνυφάνσεις της με την ιστορία των υπόλοιπων βαλκανικών εθνοτήτων, έχει ενστερνιστεί στο σύνολό της, ρητά ή σιωπηρά, τις ελληνοκεντρικές θέσεις και σταμάτησε εντελώς κάθε ιδεολογική πολεμική στα θέματα του περιούσιου λαού και της τρισχιλιετούς ιστορίας, κάνοντας έτσι μια άμεση ή έμμεση αναδίπλωση σ’ ένα κρίσιμο σημείο.
Ποικιλίες ελληνοκεντρισμού
Η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού ήταν αναπότρεπτη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες (…) γιατί μπορούσε χάρις στην ασάφειά του να γεφυρώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος, οι οποίες ήταν παράλληλα ενεργές, κι έτσι
• να συνενώνει προς τα έξω δυνάμεις ετερογενείς προς τα έσω
• να νομιμοποιεί και να κάνει ηθικά ενδιαφέρουσες για τη διεθνή κοινή γνώμη τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις
να δώσει τα απαραίτητα ψυχολογικά και εκλογικευτικά αντισταθμίσματα σε ένα αδύναμο έθνος
(Το ελληνικό έθνος) δεν πρόσφερε τίποτε ούτε στη θεωρητική σκέψη ούτε στον τεχνικό πολιτισμό.
Πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού: κλασσικισμός (η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα ως πηγή άντλησης ουσιωδών κοσμοθεωρητικών και βιοπρακτικών απόψεων – και ως πρότυπο, η δημιουργική μίμηση του οποίου φαινόταν ο καλύτερος δρόμος για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους). Άμεση καταγωγή από τους φορείς του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Πρωτοεμφανίστηκε και γνώρισε την πρώτη θεωρητική του επεξεργασία στα προεπαναστατικά παροικιακά κέντρα της δυτικής Ευρώπης, ιδιαίτερα σε κύκλους εμπόρων διατεθειμένων να ανοιχθούν ιδεολογικά προς τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και να παρακάμψουν τον ακοσμικό βυζαντινισμό της Εκκλησίας για να ανασυνδεθούν με την εγκοσμιολατρία της αρχαιότητας.
[Μίμηση: η ελληνολατρία αποτέλεσε από την Αναγέννηση και μετά τυπικό όπλο ενάντια στον παραδοσιακό Χριστιανισμό και ενάντια στην εποχή της ιδεολογικής του κυριαρχίας, τον Μεσαίωνα].
Η αρχαία Ελλάδα – ως σύμβολο μιας συγκροτημένης πολιτισμικής αντίληψης με ειδοποιά γνωρίσματα και όχι απλώς ως μνήμη και χρήση ορισμένων κειμένων – ανακαλύφτηκε λοιπόν (ή εφευρέθηκε) στη δυτική Ευρώπη και από δυτικοευρωπαίους στοχαστές για να εισαχθεί από κει στον ελληνόφωνο χώρο, αρχικά ως αστική, και μάλιστα αστικοεθνική, ιδεολογία από αστικούς ή οιονεί αστικούς φορείς. Ο ελληνικός αρχαιολατρικός ελληνοκεντρισμός δεν θα πρόβαλε ποτέ τις ιδεολογικές του αξιώσεις – και είναι αμφίβολο αν θα σχηματιζόταν καν – αν το κλασσικό και ανθρωπιστικό ιδεώδες δεν είχε αναφανεί και διαδοθεί στη δυτική Ευρώπη (…)
Το τετελεσμένο γεγονός (…) έδωσε στους Νεοέλληνες ελληνοκεντρικούς αρχαιολάτρες τη δυνατότητα να ισχυρισθούν ότι ο τόπος τους είναι η κοιτίδα του πολιτισμού κλπ και επομένως ότι και η σημερινή Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα από την πολιτισμένη ανθρωπότητα. Όμως ο ισχυρισμός αυτός θα προκαλούσε τόση θυμηδία όση και ένας αντίστοιχος ισχυρισμός των Κιργιζίων ή των Εσκιμώων λχ, αν η πρωτοπορία της «πολιτισμένης ανθρωπότητας» δεν είχε ανακαλύψει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό (δηλαδή μιαν ιδεολογικά χρήσιμη εκδοχή του) προτού καν υπάρξουν Νεοέλληνες.
Άλλωστε (…) από τη νεότερη Ελλάδα δεν εκπορεύτηκε καμιά συνολική θεώρηση και ερμηνεία του αρχαίου πολιτισμού, ικανή να εμψυχώσει και να ενεργοποιήσει πρακτικά το κλασσικό – ανθρωπιστικό ιδεώδες σε διεθνή κλίμακα.
Ο αρχαιολατρικός ελληνοκεντρισμός (…) δεν μπόρεσε να διαμορφωθεί αυτόνομα και να επικρατήσει στην αμιγή του μορφή, εφ όσον οι φορείς του ούτε μεταφυτεύθηκαν αυτούσιοι στο ελεύθερο κράτος, ούτε και προσδιόρισαν την ιδεολογία του. Η εθνική ιδέα υιοθετήθηκε από κοινωνικά στρώματα αρχικά ξένα προς αυτή, για να ερμηνευθεί τώρα με κριτήρια προαστικά – πατριαρχικά.
Αντίστοιχες τροποποιήσεις υπέστη και ο ελληνοκεντρισμός. Η πατριαρχική του μεθερμηνεία απαιτούσε τη διεύρυνσή του / τη σύναψή του με χριστιανικές αξίες και ιδεώδη (ικανοποίηση της Εκκλησίας). Ο ευρύτερος αυτός ελληνοκεντρισμός (…) κωδικοποιήθηκε με την ιστορική κατασκευή της αδιάσπαστης τρισχιλιετούς ιστορίας των Ελλήνων, ήτοι αφ ενός της φυλετικής τους συνέχειας και αφ’ ετέρου της ουσιώδους ενότητας ελληνικού και χριστιανικού πνεύματος. Η κατασκευή αυτή έκανε δυνατή την οργανική συμπερίληψη του Βυζαντίου, του πρωταρχικού ενσαρκωτή των χριστιανικών ιδεών και αξιών στην ελληνική ιστορία και έτσι αποκαθιστούσε όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και ιστορικά την Εκκλησία.
[οι Διαφωτιστές] ερμήνευαν τον Χριστιανισμό νεωτερικά και εγκοσμιοκεντρικά, για να δείξουν ότι η Εκκλησία παραποιεί το «αληθινό» του πνεύμα / ενώ ο διαφωτισμός αποκρούει τόσο τη δεισιδαιμονία όσο και τη στείρα άρνηση των εγκοσμίων. Όμως αυτή την (πεφωτισμένη) θρησκεία λίγα πράγματα τη χώριζαν από τον (μετριοπαθή) παγανισμό.
Εντελώς διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο παίρνει η προσέγγιση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στο πλαίσιο της ιστορικής κατασκευής της τρισχιλιετούς φυλετικής και πνευματικής συνέχειας του ελληνικού έθνους. Δεν εξαίρονται τώρα τα παγανιστικά και εγκοσμιολατρικά στοιχεία, αλλά οι ιδεοκρατικές και πνευματοκρατικές εκείνες επόψεις, οι οποίες ερμηνεύονται ως προπαρασκευαστικές μορφές και προπομποί των χριστιανικών αληθειών.
Η Εκκλησία συγκατανεύει βλέποντας ότι το ελεύθερο ελληνικό κράτος αποτελεί πραγματικότητα και ότι η ίδια χρειάζεται την υποστήριξή του. Ως ένας από τους κεντρικούς στύλους της εθνικής ιδεολογίας, ο θεολογικά χροιασμένος αυτός ελληνοκεντρισμός συγκεντρώνει στο εξής τα πολεμικά του πυρά εναντίον κάθε είδους «υλισμού», «δαρβινισμού» κλπ
Έτσι ο ελληνοχριστιανικός ελληνοκεντρισμός, στηριζόμενος στην κατασκευή της ιστορικής συνέχειας του έθνους, υπερφαλάγγισε τον αρχαιολατρικό ελληνοκεντρισμό, ο οποίος παραμέριζε το Βυζάντιο και τις συναφείς αξίες. (…) Η προσέγγιση Ελληνισμού και Χριστιανισμού επιχειρήθηκε σε ευρεία έκταση κατά την εποχή της Παλινόρθωσης (…) Αλλά και στον εικοστό αιώνα οι Έλληνες ιδεολόγοι του ελληνοχριστιανισμού βρήκαν στηρίγματα σε αντίστοιχες ευρωπαϊκές τάσεις, οι οποίες εμφανίστηκαν όταν η αστική ιδεολογία, μπροστά στον σοσιαλιστικό κίνδυνο αναδιπλώθηκε και ήρθε κοντά στον Χριστιανισμό, αντιπαραθέτοντας το «ελληνοχριστιανικό πνεύμα της Δύσης» στον «ασιατικό μπολσεβικισμό».
Με την επίκληση του αρχαίου Ελληνισμού στην εκάστοτε κατάλληλη ερμηνεία του, εκφράστηκαν τόσο συμπάθειες αυταρχικές και δικτατορικές (εξύμνηση της αρχαίας Σπάρτης ή Μακεδονίας) όσο και προτιμήσεις δημοκρατικές (εξιδανίκευση της αρχαίας Αθήνας) τόσο δόγματα φυλετικά και φιλοφασιστικά (ιδιαίτερα με αντισλαβική αιχμή) όσο και συνηγορίες υπέρ του σοσιαλισμού (ο σοσιαλισμός ως αίτημα της ηθικής Ιδέας κλπ).
Εξίσου πολύμορφη υπήρξε η επίκληση του χριστιανικού στοιχείου / άλλοτε η επιστράτευση των χριστιανικών αξιών αντιτάσσεται σε μεταβολές των φρονημάτων και των ηθών αντίθετες προς την πατριαρχική κοινωνική αντίληψη των «νοικοκυραίων» / άλλοτε ώστε να αρθρώνουν την ηθική διαμαρτυρία μικροαστών διανοουμένων εναντίον του αλλοτριωτικού υλισμού και του απάνθρωπου ανηθικισμού μιας κοινωνίας κυριαρχούμενης από την επιδίωξη της κατανάλωσης και του κέρδους. Τέτοιοι χριστιανορθόδοξοι ελληνοκεντρισμοί (…) στην ουσία ανανεώνουν και παραλλάσουν τα θεμελιώδη μοτίβα των σλαβοφίλων και πανσλαβιστών από τις αρχές του 19ου αι, αντιπαρατάσσοντας στην «πνευματική» Ανατολή την «υλιστική» Δύση και στην «αγάπη» ή στις «δωρεές της χάριτος» τη στεγνή νοησιαρχία των φιλοσοφικών και θρησκευτικών μεταφυσικών δογμάτων. (…) η επίδραση Ρώσσων θεολόγων και φιλοσόφων είναι καθοριστική, αν και συχνά ανομολόγητη.
(…) παρακολουθώντας τη διαμόρφωση των θέσεων του ελληνοκεντρισμού και αναλύοντας τη διαδικασία και τις φάσεις του διαφορισμού του, θα μπορούσε να καταρτιστεί ένα πλήρες σχεδόν ευρετήριο της νεοεληνικής ιδεολογίας. Απουσία ιστορίας κλπ: α. ελλειπής εποπτεία της ποικιλίας των ρευμάτων -->εσπευσμένη σχηματοποίηση --> απόδοση σε φανταστικές «τάξεις». β. η ταύτιση της σκοπιάς των μελετητών με την ιδέα που έχουν οι διάφορες ανταγωνιστικές παρατάξεις για τον εαυτό τους. Πχ, διαμάχη για τη γλώσσα. Τάχα είχε να κάνει με θεμελιώδεις εθνικές και κοινωνικοπολιτικές επιλογές --> εσφαλμένη κοινωνιολογική αποτίμηση τάσεων και προσώπων με βάση την τοποθέτησή τους απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα. Παράλειψη πολυμέρειας πραγματικών δεδομένων --> μονοσήμαντες αναγωγές.
Η προάσπιση της καθαρεύουσας δεν αποτελούσε παντού και πάντα «αντιδραστική» στάση, αλλά εν μέρει υπαγορευόταν από πρακτικές ανάγκες και εν μέρει εμπνεόταν από γνήσια πίστη στη ζωογόνο δύναμη των κλασσικών προτύπων. Ο δημοτικισμός συνδέθηκε με παρατάξεις κατά τα άλλα διαφορετικές έως εχθρικές μεταξύ τους.
Σοσιαλιστές: δημοτική γλώσσα + λαϊκή παράδοση = στοιχεία της ταξικής συνειδητότητας των καταπιεζόμενων στρωμάτων και συνάμα ουσιώδεις συνιστώσες ενός νέου πολιτισμού μετά τη λαϊκή απελευθέρωση. Μετριοπαθείς εκπαιδευτικοί δημοτικιστές: αποκοπή από έναν σχολαστικισμό αντίθετο προς τις εκσυγχρονιστικές τάξεις. (εδώ ο λαός, το σύνολο των φιλοπρόοδων, φιλόπονων και φιλήσυχων γεωργών, εργατών και τεχνιτών).
Τρίτη αντίληψη για το λαό: προσέγγιζε τον ευρωπαϊκό συντηρητικό ρομαντισμό, έβλεπε τη λαϊκή κοινότητα ως σύνολο πατριαρχικά διαρθρωμένο, σύνολο συμπαγές και ομόψυχο χάρη στην εμμονή του στις παραδόσεις του, συσπειρωμένο πίσω από τον ύψιστο πατριάρχη (τον βασιλέα), πάνω από πολιτικάντηδες, απάτριδες πλουτοκράτες και φραγκομαθημένους.
Το κράτος συγκροτήθηκε σε προαστική, ήτοι πατριαρχική κοινωνική βάση / το άλυτο εθνικό πρόβλημα επέδρασε ανασχετικά τόσο στην κοινωνική όσο και στην ιδεολογική εκδίπλωση του αστικού στοιχείου / (τότε) το έθνος είναι πρωτίστως έννοια πατριαρχική, στηρίζεται δηλαδή σε πραγματικούς ή φανταστικούς φυλετικούς και πολιτισμικούς παράγοντες (γλώσσα, θρησκεία), ενώ η έποψη της οικονομικής του βάσης, της κοινωνικής του υφής και της θεσμικής του οργάνωσης περνά στο περιθώριο.
Οι προαστικές – πατριαρχικές δυνάμεις ούτε υπήρξαν οι αρχικοί ιδεολογικοί δημιουργοί της έννοιας του έθνους στην α ή τη β εκδοχή της ούτε και ταυτίστηκαν εξαρχής μαζί της. Την προσεταιρίστηκαν (και την τροποποίησαν) για να την παρουσιάσουν ως έρεισμα και επίρρωση του ηγετικού τους ρόλου. Περίπτωση πλείστων προυχόντων και οπλαρχηγών & περίπτωση της Εκκλησίας.
Αυτή (η Εκκλησία) σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ποτέ δεν κατανόησε τον εαυτό της ως κεφαλή και πρόμαχο ενός υπόδουλου έθνους, παρά ως ποιμένα και ταγό χριστιανικών πληθυσμών αναγκασμένων να ζουν κάτω από αλλόθρησκο ηγεμόνα.
(Ήταν) θεσμός ξένος προς το έθνος, θεσμός πολυεθνικός και επομένως μη εθνικός, στα μάτια του οποίου η ομολογία πίστεως μετρούσε περισσότερο από τη φυλή ή ακόμα και τη γλώσσα: ο ορθόδοξος Ρώσος ήταν αδελφός, ο Έλληνας που φράγκεψε όχι. Η δημιουργία ενός εθνικού κράτους θα διασπούσε το πλήρωμά της (…) και έτσι θα μείωνε την επιρροή της (…) αφού μόνη αυτή μπορούσε να απαιτεί από τους Χριστιανούς υποταγή, νομιμοφροσύνη και φόρους.
Η Εκκλησία οικειώνεται το έθνος, όταν πια η δυναμική των γεγονότων το είχε θέσει σε ημερήσια διάταξη (…) τότε θυμάται ότι η θρησκεία επιτελούσε εξ αντικειμένου λειτουργία εθνικής συσπείρωσης, αποσιωπά όμως ότι αυτή η λειτουργία μπορούσε αν θεωρηθεί ως εθνική συσπείρωση μόνο και μόνο επειδή κάποιοι άλλοι εκ των υστέρων ανακάλυψαν και πρόβαλαν το έθνος. (Τότε) σηκώνει συχνά το εθνικό λάβαρο και ζητά να ποδηγετήσει τόσο την εθνική ιδεολογία, όσο και τους αγώνες των αλύτρωτων, προκειμένου να μην αφήσει κενά για τις εκκοσμικευτικές ή και αντιθρησκευτικές δυνάμεις.
Αυτό το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό, σε τόσο μεγάλο μάλιστα ώστε όχι μονάχα μπόρεσε να διατηρήσει ίσαμε σήμερα ζωντανή τη σύνδεση της έννοιας του έθνους με την προαστική μυθολογία και μεταφυσική, αλλά και (…) να αντιμετωπίζει ες αεί τον συνεπή χωρισμό κοινωνίας και κράτους.
Το έθνος και το κράτος έμειναν πάντοτε ασύμμετρα μεγέθη (…) το έθνος αποτέλεσε τον ίδιο τον μύθο που χρησίμευσε ως άξονας της νεοελληνικής ιδεολογίας. (Ο μύθος) είναι προϊόν της ιστορικής και ιδεολογικής κατίσχυσης ενός εννοιολογικά ασαφούς έθνους και ονομάζεται «ελληνοκεντρισμός».
Ο αστικός εθνικισμός απορροφήθηκε από τον ελληνοκεντρισμό και στο πλαίσιό του αναμίχθηκε και συμβιβάστηκε με προαστικές αντιλήψεις περί έθνους, φυλής κτλ, χωρίς να μπορέσει παράλληλα να επιβάλλει τα ειδοποιά του γνωρίσματα / διαμορφώθηκε η πολυσημία του ελληνοκεντρισμού, η οποία του επέτρεψε να εκπληρώσει τη λειτουργία της κατ΄ εξοχήν νεοελληνικής ιδεολογίας, εφ΄ όσον στην ασαφή και κυμαινόμενη γλώσσα του μπορούσαν να αρθρωθούν πολλές και ποικίλες τάσεις (…) αποτέλεσε ταυτόχρονα και πεδίο μάχης, στο οποίο έπρεπε να κυριαρχήσει όποιος ήθελε να εγείρει αξιώσεις πολιτικής ή ιδεολογικής κυριαρχίας στο ελληνικό περιβάλλον.
(Οι) αριστερές μειοψηφίες, στήριζαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο δεν μπόρεσαν να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή – κι όποτε την άσκησαν αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα.
Σήμερα πάντως η αριστερά, η οποία επί δεκαετίες είχε το σθένος να λέει ότι το ελληνικό έθνος είναι φυλετικό και πολιτισμικό προϊόν των τελευταίων αιώνων και ότι η ιστορία του δε νοείται έξω από τις συνυφάνσεις της με την ιστορία των υπόλοιπων βαλκανικών εθνοτήτων, έχει ενστερνιστεί στο σύνολό της, ρητά ή σιωπηρά, τις ελληνοκεντρικές θέσεις και σταμάτησε εντελώς κάθε ιδεολογική πολεμική στα θέματα του περιούσιου λαού και της τρισχιλιετούς ιστορίας, κάνοντας έτσι μια άμεση ή έμμεση αναδίπλωση σ’ ένα κρίσιμο σημείο.
Ποικιλίες ελληνοκεντρισμού
Η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού ήταν αναπότρεπτη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες (…) γιατί μπορούσε χάρις στην ασάφειά του να γεφυρώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος, οι οποίες ήταν παράλληλα ενεργές, κι έτσι
• να συνενώνει προς τα έξω δυνάμεις ετερογενείς προς τα έσω
• να νομιμοποιεί και να κάνει ηθικά ενδιαφέρουσες για τη διεθνή κοινή γνώμη τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις
να δώσει τα απαραίτητα ψυχολογικά και εκλογικευτικά αντισταθμίσματα σε ένα αδύναμο έθνος
(Το ελληνικό έθνος) δεν πρόσφερε τίποτε ούτε στη θεωρητική σκέψη ούτε στον τεχνικό πολιτισμό.
Πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού: κλασσικισμός (η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα ως πηγή άντλησης ουσιωδών κοσμοθεωρητικών και βιοπρακτικών απόψεων – και ως πρότυπο, η δημιουργική μίμηση του οποίου φαινόταν ο καλύτερος δρόμος για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους). Άμεση καταγωγή από τους φορείς του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Πρωτοεμφανίστηκε και γνώρισε την πρώτη θεωρητική του επεξεργασία στα προεπαναστατικά παροικιακά κέντρα της δυτικής Ευρώπης, ιδιαίτερα σε κύκλους εμπόρων διατεθειμένων να ανοιχθούν ιδεολογικά προς τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και να παρακάμψουν τον ακοσμικό βυζαντινισμό της Εκκλησίας για να ανασυνδεθούν με την εγκοσμιολατρία της αρχαιότητας.
[Μίμηση: η ελληνολατρία αποτέλεσε από την Αναγέννηση και μετά τυπικό όπλο ενάντια στον παραδοσιακό Χριστιανισμό και ενάντια στην εποχή της ιδεολογικής του κυριαρχίας, τον Μεσαίωνα].
Η αρχαία Ελλάδα – ως σύμβολο μιας συγκροτημένης πολιτισμικής αντίληψης με ειδοποιά γνωρίσματα και όχι απλώς ως μνήμη και χρήση ορισμένων κειμένων – ανακαλύφτηκε λοιπόν (ή εφευρέθηκε) στη δυτική Ευρώπη και από δυτικοευρωπαίους στοχαστές για να εισαχθεί από κει στον ελληνόφωνο χώρο, αρχικά ως αστική, και μάλιστα αστικοεθνική, ιδεολογία από αστικούς ή οιονεί αστικούς φορείς. Ο ελληνικός αρχαιολατρικός ελληνοκεντρισμός δεν θα πρόβαλε ποτέ τις ιδεολογικές του αξιώσεις – και είναι αμφίβολο αν θα σχηματιζόταν καν – αν το κλασσικό και ανθρωπιστικό ιδεώδες δεν είχε αναφανεί και διαδοθεί στη δυτική Ευρώπη (…)
Το τετελεσμένο γεγονός (…) έδωσε στους Νεοέλληνες ελληνοκεντρικούς αρχαιολάτρες τη δυνατότητα να ισχυρισθούν ότι ο τόπος τους είναι η κοιτίδα του πολιτισμού κλπ και επομένως ότι και η σημερινή Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα από την πολιτισμένη ανθρωπότητα. Όμως ο ισχυρισμός αυτός θα προκαλούσε τόση θυμηδία όση και ένας αντίστοιχος ισχυρισμός των Κιργιζίων ή των Εσκιμώων λχ, αν η πρωτοπορία της «πολιτισμένης ανθρωπότητας» δεν είχε ανακαλύψει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό (δηλαδή μιαν ιδεολογικά χρήσιμη εκδοχή του) προτού καν υπάρξουν Νεοέλληνες.
Άλλωστε (…) από τη νεότερη Ελλάδα δεν εκπορεύτηκε καμιά συνολική θεώρηση και ερμηνεία του αρχαίου πολιτισμού, ικανή να εμψυχώσει και να ενεργοποιήσει πρακτικά το κλασσικό – ανθρωπιστικό ιδεώδες σε διεθνή κλίμακα.
Ο αρχαιολατρικός ελληνοκεντρισμός (…) δεν μπόρεσε να διαμορφωθεί αυτόνομα και να επικρατήσει στην αμιγή του μορφή, εφ όσον οι φορείς του ούτε μεταφυτεύθηκαν αυτούσιοι στο ελεύθερο κράτος, ούτε και προσδιόρισαν την ιδεολογία του. Η εθνική ιδέα υιοθετήθηκε από κοινωνικά στρώματα αρχικά ξένα προς αυτή, για να ερμηνευθεί τώρα με κριτήρια προαστικά – πατριαρχικά.
Αντίστοιχες τροποποιήσεις υπέστη και ο ελληνοκεντρισμός. Η πατριαρχική του μεθερμηνεία απαιτούσε τη διεύρυνσή του / τη σύναψή του με χριστιανικές αξίες και ιδεώδη (ικανοποίηση της Εκκλησίας). Ο ευρύτερος αυτός ελληνοκεντρισμός (…) κωδικοποιήθηκε με την ιστορική κατασκευή της αδιάσπαστης τρισχιλιετούς ιστορίας των Ελλήνων, ήτοι αφ ενός της φυλετικής τους συνέχειας και αφ’ ετέρου της ουσιώδους ενότητας ελληνικού και χριστιανικού πνεύματος. Η κατασκευή αυτή έκανε δυνατή την οργανική συμπερίληψη του Βυζαντίου, του πρωταρχικού ενσαρκωτή των χριστιανικών ιδεών και αξιών στην ελληνική ιστορία και έτσι αποκαθιστούσε όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και ιστορικά την Εκκλησία.
[οι Διαφωτιστές] ερμήνευαν τον Χριστιανισμό νεωτερικά και εγκοσμιοκεντρικά, για να δείξουν ότι η Εκκλησία παραποιεί το «αληθινό» του πνεύμα / ενώ ο διαφωτισμός αποκρούει τόσο τη δεισιδαιμονία όσο και τη στείρα άρνηση των εγκοσμίων. Όμως αυτή την (πεφωτισμένη) θρησκεία λίγα πράγματα τη χώριζαν από τον (μετριοπαθή) παγανισμό.
Εντελώς διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο παίρνει η προσέγγιση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στο πλαίσιο της ιστορικής κατασκευής της τρισχιλιετούς φυλετικής και πνευματικής συνέχειας του ελληνικού έθνους. Δεν εξαίρονται τώρα τα παγανιστικά και εγκοσμιολατρικά στοιχεία, αλλά οι ιδεοκρατικές και πνευματοκρατικές εκείνες επόψεις, οι οποίες ερμηνεύονται ως προπαρασκευαστικές μορφές και προπομποί των χριστιανικών αληθειών.
Η Εκκλησία συγκατανεύει βλέποντας ότι το ελεύθερο ελληνικό κράτος αποτελεί πραγματικότητα και ότι η ίδια χρειάζεται την υποστήριξή του. Ως ένας από τους κεντρικούς στύλους της εθνικής ιδεολογίας, ο θεολογικά χροιασμένος αυτός ελληνοκεντρισμός συγκεντρώνει στο εξής τα πολεμικά του πυρά εναντίον κάθε είδους «υλισμού», «δαρβινισμού» κλπ
Έτσι ο ελληνοχριστιανικός ελληνοκεντρισμός, στηριζόμενος στην κατασκευή της ιστορικής συνέχειας του έθνους, υπερφαλάγγισε τον αρχαιολατρικό ελληνοκεντρισμό, ο οποίος παραμέριζε το Βυζάντιο και τις συναφείς αξίες. (…) Η προσέγγιση Ελληνισμού και Χριστιανισμού επιχειρήθηκε σε ευρεία έκταση κατά την εποχή της Παλινόρθωσης (…) Αλλά και στον εικοστό αιώνα οι Έλληνες ιδεολόγοι του ελληνοχριστιανισμού βρήκαν στηρίγματα σε αντίστοιχες ευρωπαϊκές τάσεις, οι οποίες εμφανίστηκαν όταν η αστική ιδεολογία, μπροστά στον σοσιαλιστικό κίνδυνο αναδιπλώθηκε και ήρθε κοντά στον Χριστιανισμό, αντιπαραθέτοντας το «ελληνοχριστιανικό πνεύμα της Δύσης» στον «ασιατικό μπολσεβικισμό».
Με την επίκληση του αρχαίου Ελληνισμού στην εκάστοτε κατάλληλη ερμηνεία του, εκφράστηκαν τόσο συμπάθειες αυταρχικές και δικτατορικές (εξύμνηση της αρχαίας Σπάρτης ή Μακεδονίας) όσο και προτιμήσεις δημοκρατικές (εξιδανίκευση της αρχαίας Αθήνας) τόσο δόγματα φυλετικά και φιλοφασιστικά (ιδιαίτερα με αντισλαβική αιχμή) όσο και συνηγορίες υπέρ του σοσιαλισμού (ο σοσιαλισμός ως αίτημα της ηθικής Ιδέας κλπ).
Εξίσου πολύμορφη υπήρξε η επίκληση του χριστιανικού στοιχείου / άλλοτε η επιστράτευση των χριστιανικών αξιών αντιτάσσεται σε μεταβολές των φρονημάτων και των ηθών αντίθετες προς την πατριαρχική κοινωνική αντίληψη των «νοικοκυραίων» / άλλοτε ώστε να αρθρώνουν την ηθική διαμαρτυρία μικροαστών διανοουμένων εναντίον του αλλοτριωτικού υλισμού και του απάνθρωπου ανηθικισμού μιας κοινωνίας κυριαρχούμενης από την επιδίωξη της κατανάλωσης και του κέρδους. Τέτοιοι χριστιανορθόδοξοι ελληνοκεντρισμοί (…) στην ουσία ανανεώνουν και παραλλάσουν τα θεμελιώδη μοτίβα των σλαβοφίλων και πανσλαβιστών από τις αρχές του 19ου αι, αντιπαρατάσσοντας στην «πνευματική» Ανατολή την «υλιστική» Δύση και στην «αγάπη» ή στις «δωρεές της χάριτος» τη στεγνή νοησιαρχία των φιλοσοφικών και θρησκευτικών μεταφυσικών δογμάτων. (…) η επίδραση Ρώσσων θεολόγων και φιλοσόφων είναι καθοριστική, αν και συχνά ανομολόγητη.
(…) παρακολουθώντας τη διαμόρφωση των θέσεων του ελληνοκεντρισμού και αναλύοντας τη διαδικασία και τις φάσεις του διαφορισμού του, θα μπορούσε να καταρτιστεί ένα πλήρες σχεδόν ευρετήριο της νεοεληνικής ιδεολογίας. Απουσία ιστορίας κλπ: α. ελλειπής εποπτεία της ποικιλίας των ρευμάτων -->εσπευσμένη σχηματοποίηση --> απόδοση σε φανταστικές «τάξεις». β. η ταύτιση της σκοπιάς των μελετητών με την ιδέα που έχουν οι διάφορες ανταγωνιστικές παρατάξεις για τον εαυτό τους. Πχ, διαμάχη για τη γλώσσα. Τάχα είχε να κάνει με θεμελιώδεις εθνικές και κοινωνικοπολιτικές επιλογές --> εσφαλμένη κοινωνιολογική αποτίμηση τάσεων και προσώπων με βάση την τοποθέτησή τους απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα. Παράλειψη πολυμέρειας πραγματικών δεδομένων --> μονοσήμαντες αναγωγές.
Η προάσπιση της καθαρεύουσας δεν αποτελούσε παντού και πάντα «αντιδραστική» στάση, αλλά εν μέρει υπαγορευόταν από πρακτικές ανάγκες και εν μέρει εμπνεόταν από γνήσια πίστη στη ζωογόνο δύναμη των κλασσικών προτύπων. Ο δημοτικισμός συνδέθηκε με παρατάξεις κατά τα άλλα διαφορετικές έως εχθρικές μεταξύ τους.
Σοσιαλιστές: δημοτική γλώσσα + λαϊκή παράδοση = στοιχεία της ταξικής συνειδητότητας των καταπιεζόμενων στρωμάτων και συνάμα ουσιώδεις συνιστώσες ενός νέου πολιτισμού μετά τη λαϊκή απελευθέρωση. Μετριοπαθείς εκπαιδευτικοί δημοτικιστές: αποκοπή από έναν σχολαστικισμό αντίθετο προς τις εκσυγχρονιστικές τάξεις. (εδώ ο λαός, το σύνολο των φιλοπρόοδων, φιλόπονων και φιλήσυχων γεωργών, εργατών και τεχνιτών).
Τρίτη αντίληψη για το λαό: προσέγγιζε τον ευρωπαϊκό συντηρητικό ρομαντισμό, έβλεπε τη λαϊκή κοινότητα ως σύνολο πατριαρχικά διαρθρωμένο, σύνολο συμπαγές και ομόψυχο χάρη στην εμμονή του στις παραδόσεις του, συσπειρωμένο πίσω από τον ύψιστο πατριάρχη (τον βασιλέα), πάνω από πολιτικάντηδες, απάτριδες πλουτοκράτες και φραγκομαθημένους.
Παναγιώτη Κονδύλη Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ
(Πάνο Ζέρβα, σ' ευχαριστώ για τις σημειώσεις σου:Ήταν ο Παναγιώτης Κονδύλης Έλληνας;)
(Πάνο Ζέρβα, σ' ευχαριστώ για τις σημειώσεις σου:Ήταν ο Παναγιώτης Κονδύλης Έλληνας;)
Ανάθεμα κι αν κατάλαβα τι λέει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠες τα εξάκρινε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως σχετικά με το βιβλίο, να πω τα κάτωθι:
Να πάνε να παίξουνε proevolution τα μούλικα, που θέλουν να μάθουν ότι δεν υπήρξε κρυφό σχολειό, ότι η εκκλησία δεν ήτο στυλοβάτης της Επανάστασης του 21, ότι οι Τούρκοι δεν είναι ένας πολεμοχαρής λαός διψασμένος για αίμα που φυσικά δεν ευρίσκετο σε κατάσταση άμυνας κατά την Ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία.
Όχι.
Τα παιδιά να συνεχίσουν να μαθαίνουν αυτά που μάθαιναν οι Έλληνες τόσα χρόνια, να γαλουχηθούν στον πατριωτισμό στο ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία που ελεύθερα θα πρέπει να επιδεικνύουν κάθε φορά που απειλούνται τα εθνικά μας συμφέροντα ή όποτε τους κάνει κεφι. (πχ αν αλλοδαπός τους πάρει τη θέση του πάρκινγκ.)
Και για το όνομα του Χρυσού και της Παραλίας, στα καινούργια βιβλία να μπει κάτι (έστω μια παραγραφούλα...) που να γεννά μίσος και απέχθεια για τους Σκοπιανούς καθώς πασίδηλον εστί οτι αποτελούν την μεγαλύτερη σύγχρονη απειλή για το περήφανο αδούλωτο και ανάδελφο Έθνος μας με τα τερτίπια που κάμουν.
Το βιβλίο ήταν η αρχή της αφύπνισής μας πατριώτες.
Ας βγούμε όλοιμε το φραπέ στο χέρι, στους δρόμους, στις πλατείες κι ας κάψουμε, ας βροντοφωνάξουμε, ας τραγουδήσουμε τον ύμνο τον Εθνικό, ας βγούμε από τους καναπέδες μας μπας και ξυπνήσει τούτη η έρμη η χώρα.
Να θυμηθούμε ότι ο Κονδύλης χαρακτηριζόταν εθνικιστής πολεμοκάπηλος;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ τύπος δεν πρόκειται ΠΟΤΕ να τύχει της παραμικρής αποδοχής στην Ελλάδα, γιατί θίγει τα ζωτικά ψεύδη ΟΛΩΝ, και τα δικά μου και τα δικά σου άνεμε. Πατριδολάγνοι και ευρωλιγούρηδες, αριστεροί και δεξιοί, όλοι στο χορό του Ζαλόγγου.
Μιας και δεν καταλαβαίνουμε τι λέει, μας άφησε και αναπαύτηκε ανακουφισμένος.
Γιατί, πιστεύει κανείς πως ΟΛΟΙ αυτοί που ζητούσαν την απόσυρση του βιβλίου (αλλά και πολλοί από εκείνους που το υπερασπίζονται) έχουν διαβάσει μισό βιβλίο ιστορίας;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕχουμε και την απαίτηση να καταλάβουν Π. Κονδύλη;
Ανιστόρητοι ζούμε (;) και πεθαίνουμε!
Επαναλαμβάνω:
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιά η σχέση των ανοησιών που έγραψε ο Ραφαηλίδης, με τα παραπάνω; Κάνεις κακό να τους εξισώνεις.
Δεν τους εξίσωσα αγαπητέ μου, μάθετε να διαβάζετε χωρίς να ερμηνεύετε ο,τι σας καπνίσει. Την έλλειψή τους σημείωσα, στη θέση ενός εκάστου. Ως φωνές που λείπουν και όχι ως ισοδύναμους ή ομότιμους. Ισως αν πρόσθετα τον Μάνο Χατζιδάκι π.χ. να σας διαφώτιζα περισσότερο…
ΑπάντησηΔιαγραφήΤις εξισώσεις άλλοι τις κάνουν!
Εσείς αγαπητέ δεν γράψατε:
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως έχουμε μείνει ορφανοί και άοπλοι δίχως τον Ραφαηλίδη, τον Παναγιώτη Κονδύλη, τον Νίκο Πουλατζά, τον Κορνήλιο Καστοριάδη…
αφού παραθέσατε το απόσπασμα του Ραφαηλίδη; Τί εντύπωση δίνετε στον αναγνώστη; Ότι και οι άλλοι τα ίδια έγραφαν. Ότι όλοι συμμερίζονται την Ρεπούσεια κουρελαρία. Τα ίδια λέει ο Κονδύλης; Να τα πιάσουμε πρόταση πρόταση;
Θέλετε να σας στείλω επιπλέον (αν και ο "καλύβας" ή ο Χοιροβοσκός που τα έχει δημοσιεύσει κι' όλας τα έχουν και μπορούν να σας διευκολύνουν) τα "κατευναστικά" και "συμφιλιωτικά" μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων κείμενα του Κονδύλη; Φοβάμαι οτι θα τα εκμεταλλευθούν οι πολεμοκάπηλοι...
Όσο για τα καθ' ημάς τα ίσα εξισώνονται. Δεν είναι ταμπού όπως μάλλον θα επιθυμούσατε...