Η παρέα των οκτώ ατόμων είχε καταλάβει το μισό κατάστρωμα. Τσάντες, τσαντούλες, θήκες με βιντεοκάμερες και ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές τελευταίας γενιάς, σακούλες με χαλβαδόπιτες, λουκούμια και βαζάκια με κάππαρη, λιαστές ντομάτες και αγκινάρες τουρσί, άλλες σακούλες με περιοδικά, πατατάκια, γαριδάκια, μπισκοτάκια, μπίρες και αναψυκτικά, πολλά αναψυκτικά, πάρα πολλά αναψυκτικά. Και φωνές. Πολλές φωνές.
Οι άντρες φώναζαν ο ένας στον άλλον ανοίγοντας τη μία μπίρα μετά την άλλη. Οι γυναίκες φώναζαν στα παιδιά τους που δεν τις άφηναν να απαγγείλουν (φωνάζοντας!) τα ζώδια, το κινέζικο ωροσκόπιο, τους βιορυθμούς και τις λεπτομέρειες για τη ρινοπλαστική επέμβαση γνωστής τραγουδίστριας. Τα παιδιά φώναζαν -όταν δε μασουλούσαν τα πατατογαριδάκια τους- άνευ λόγου και αιτίας ή μάλλον επειδή ακριβώς φώναζαν και οι γονείς τους.
Ηθελες, δεν ήθελες άκουγες τι έλεγαν -πιο σωστά, τι φώναζαν-, ακόμη κι αν είχες μείνει κλεισμένος μέσα στο αυτοκίνητό σου, στο αμπάρι του πλοίου που επέστρεφε από τις Κυκλάδες. Δε χρειαζόταν να γίνεις αδιάκριτος, για να πληροφορηθείς ότι οι δύο πολυμελείς οικογένειες είχαν μόλις ολοκληρώσει την τουρνέ τους στα νησιά του Αιγαίου ή μάλλον σε όλες τις ταβέρνες, ψαροταβέρνες, ουζάδικα, ακριβά φαγάδικα, φαστφουντάδικα, κρεπερί και πιτσαρίες των νησιών του Αιγαίου. Διότι αυτό ήταν το 80% των «συζητήσεών» τους: τι έφαγαν και τι ήπιαν. Κι όσο μιλούσαν για φαγητά και «ασύλληπτες αστακομακαρονάδες», τόσο τους άνοιγε η όρεξη, τόσο τους έπιανε η δίψα. Εφαγαν όλες τις προμήθειες και έκαναν άλλες πέντε φορές επανεφοδιασμό από το κυλικείο. Στο τέλος ούτε το βαζάκι με τις λιαστές ντομάτες δε γλίτωσε.
Χόρτασαν. Και μαζί τους χόρτασαν και τα ψάρια και οι γλάροι με άδεια σακουλάκια, άδεια κουτάκια, άδεια ποτηράκια, καλαμάκια, λερωμένα χαρτομάντιλα και ό,τι άλλο άδειο ή γεμάτο πέταξαν τα «βλαστάρια» στο πέλαγος. Οι μεγάλοι δεν έδιναν σημασία, κι ας ήταν δυο βήματα παρακάτω ο κάδος απορριμμάτων. Μόνο όταν το πιο μικρό λέρωσε την μπλούζα του με παγωτό, έφαγε μια ξανάστροφη από τη μάνα του, η οποία ήταν έξαλλη για «τα δέκα πλυντήρια που πρέπει να βάλω μόλις φτάσουμε». Για τα σκουπίδια, κουβέντα!
Ενα τέταρτο πριν πιάσουμε λιμάνι η παρέα είχε εξαφανιστεί. Είχαν κιόλας κατέβει στο γκαράζ, για να βγουν πρώτοι έξω. Η τελευταία κουβέντα που άκουσα να λένε ήταν: «Υπάρχει τίποτα σπίτι για φαγητό ή να βγούμε έξω να φάμε;».
Το κατάστρωμα γαλήνεψε. Χάζεψα λίγο τη θάλασσα και μετά άρχισα να μαζεύω τα πράγματα, για να κατεβούμε κι εμείς. Τα «Ελληνικά νησιά» του Λόρενς Ντάρελ (εκδ. «Μεταίχμιο»), που είχα σκοπό να τελειώσω σ’ αυτό το ταξίδι της επιστροφής, είχαν μείνει ανοιχτά στη σελίδα 437:
«Επιστρέφεις στην ηπειρωτική Ελλάδα από τα ελληνικά νησιά όχι τόσο λυπημένος, όσο με την αίσθηση ότι άγγιξες τις παρυφές ενός μυστηρίου. Ισως ποτέ να μη μάθουμε ποιοι ήταν, ή είναι, πραγματικά οι Ελληνες· και κάθε σύντομη ιστορία του αρχαίου κόσμου απλώς εντείνει το μυστήριο. […] Δοκίμασαν κάθε είδους πολιτικού συστήματος, από τον αριστοκρατικό φασισμό της Σπάρτης ως τη δημοκρατία που πλάστηκε στην αρχαία Αθήνα και διατυπώθηκε τόσο όμορφα στο λόγο που αποδίδεται από τον Θουκυδίδη στον Περικλή. Βασιλιάδες. Οπλαρχηγοί, κοινοβούλια. Δεν αρκέστηκαν όμως να δοκιμάσουν συστήματα κοινωνικής διακυβέρνησης στα οποία ο πολιτικός άνθρωπος θα μπορούσε να υπάρξει δίκαια και αρμονικά με τους συνανθρώπους του· επιθυμούσαν επίσης διακαώς να ανακαλύψουν τη θέση του ανθρώπου στη φύση και αδημονούσαν εξίσου να μάθουν τι σε τελική ανάλυση είναι η ίδια η φύση».
Εμένα μου λες;
Οι άντρες φώναζαν ο ένας στον άλλον ανοίγοντας τη μία μπίρα μετά την άλλη. Οι γυναίκες φώναζαν στα παιδιά τους που δεν τις άφηναν να απαγγείλουν (φωνάζοντας!) τα ζώδια, το κινέζικο ωροσκόπιο, τους βιορυθμούς και τις λεπτομέρειες για τη ρινοπλαστική επέμβαση γνωστής τραγουδίστριας. Τα παιδιά φώναζαν -όταν δε μασουλούσαν τα πατατογαριδάκια τους- άνευ λόγου και αιτίας ή μάλλον επειδή ακριβώς φώναζαν και οι γονείς τους.
Ηθελες, δεν ήθελες άκουγες τι έλεγαν -πιο σωστά, τι φώναζαν-, ακόμη κι αν είχες μείνει κλεισμένος μέσα στο αυτοκίνητό σου, στο αμπάρι του πλοίου που επέστρεφε από τις Κυκλάδες. Δε χρειαζόταν να γίνεις αδιάκριτος, για να πληροφορηθείς ότι οι δύο πολυμελείς οικογένειες είχαν μόλις ολοκληρώσει την τουρνέ τους στα νησιά του Αιγαίου ή μάλλον σε όλες τις ταβέρνες, ψαροταβέρνες, ουζάδικα, ακριβά φαγάδικα, φαστφουντάδικα, κρεπερί και πιτσαρίες των νησιών του Αιγαίου. Διότι αυτό ήταν το 80% των «συζητήσεών» τους: τι έφαγαν και τι ήπιαν. Κι όσο μιλούσαν για φαγητά και «ασύλληπτες αστακομακαρονάδες», τόσο τους άνοιγε η όρεξη, τόσο τους έπιανε η δίψα. Εφαγαν όλες τις προμήθειες και έκαναν άλλες πέντε φορές επανεφοδιασμό από το κυλικείο. Στο τέλος ούτε το βαζάκι με τις λιαστές ντομάτες δε γλίτωσε.
Χόρτασαν. Και μαζί τους χόρτασαν και τα ψάρια και οι γλάροι με άδεια σακουλάκια, άδεια κουτάκια, άδεια ποτηράκια, καλαμάκια, λερωμένα χαρτομάντιλα και ό,τι άλλο άδειο ή γεμάτο πέταξαν τα «βλαστάρια» στο πέλαγος. Οι μεγάλοι δεν έδιναν σημασία, κι ας ήταν δυο βήματα παρακάτω ο κάδος απορριμμάτων. Μόνο όταν το πιο μικρό λέρωσε την μπλούζα του με παγωτό, έφαγε μια ξανάστροφη από τη μάνα του, η οποία ήταν έξαλλη για «τα δέκα πλυντήρια που πρέπει να βάλω μόλις φτάσουμε». Για τα σκουπίδια, κουβέντα!
Ενα τέταρτο πριν πιάσουμε λιμάνι η παρέα είχε εξαφανιστεί. Είχαν κιόλας κατέβει στο γκαράζ, για να βγουν πρώτοι έξω. Η τελευταία κουβέντα που άκουσα να λένε ήταν: «Υπάρχει τίποτα σπίτι για φαγητό ή να βγούμε έξω να φάμε;».
Το κατάστρωμα γαλήνεψε. Χάζεψα λίγο τη θάλασσα και μετά άρχισα να μαζεύω τα πράγματα, για να κατεβούμε κι εμείς. Τα «Ελληνικά νησιά» του Λόρενς Ντάρελ (εκδ. «Μεταίχμιο»), που είχα σκοπό να τελειώσω σ’ αυτό το ταξίδι της επιστροφής, είχαν μείνει ανοιχτά στη σελίδα 437:
«Επιστρέφεις στην ηπειρωτική Ελλάδα από τα ελληνικά νησιά όχι τόσο λυπημένος, όσο με την αίσθηση ότι άγγιξες τις παρυφές ενός μυστηρίου. Ισως ποτέ να μη μάθουμε ποιοι ήταν, ή είναι, πραγματικά οι Ελληνες· και κάθε σύντομη ιστορία του αρχαίου κόσμου απλώς εντείνει το μυστήριο. […] Δοκίμασαν κάθε είδους πολιτικού συστήματος, από τον αριστοκρατικό φασισμό της Σπάρτης ως τη δημοκρατία που πλάστηκε στην αρχαία Αθήνα και διατυπώθηκε τόσο όμορφα στο λόγο που αποδίδεται από τον Θουκυδίδη στον Περικλή. Βασιλιάδες. Οπλαρχηγοί, κοινοβούλια. Δεν αρκέστηκαν όμως να δοκιμάσουν συστήματα κοινωνικής διακυβέρνησης στα οποία ο πολιτικός άνθρωπος θα μπορούσε να υπάρξει δίκαια και αρμονικά με τους συνανθρώπους του· επιθυμούσαν επίσης διακαώς να ανακαλύψουν τη θέση του ανθρώπου στη φύση και αδημονούσαν εξίσου να μάθουν τι σε τελική ανάλυση είναι η ίδια η φύση».
Εμένα μου λες;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου