«Ξύπνησα πολύ νωρίς, αξημέρωτα, βγήκα στην ταράτσα και ήταν εκεί η Αφροδίτη, έλαμπε με θέρμη στο ημίφως της αυγής. Πήγα στο δωμάτιο των παιδιών, ξύπνησα την Ανελορέν, που θα ήταν τότε πέντε ή έξι χρονών, την πήγα στην ταράτσα, της έδειξα την Αφροδίτη και της είπα: “Αυτό γίνεται κάθε μέρα, τη μία μετά την άλλη, πρώτα η Αφροδίτη και μετά ο Ηλιος. Αυτό είναι αιώνιο. Καθετί σημαντικό, τα σημαντικότερα πράγματα έχουν διάρκεια. Και ξέρεις ότι είναι εκεί και μπορούμε να τα απολαμβάνουμε”».
Τη θυμάσαι, μαμά, εκείνη την εκδρομή που είχαμε πάει στην Πάρνηθα, κάτω στην Αθήνα; Χιόνιζε εκείνο το Σαββατοκύριακο και νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα χιόνι. Φωτογραφηθήκαμε ανάμεσα στα έλατα από ένα φωτογράφο που είχε κι έναν βοηθό ντυμένο αρκούδα. Την έχω ακόμη εκείνη τη φωτογραφία, ήταν μια «πολαρόιντ», από εκείνες που έβγαιναν αυτόματα. Είναι μία από τις ελάχιστες φωτογραφίες, μαμά, που έχω κρατήσει από εσένα. Τώρα, 36 χρόνια μετά, μόνο εγώ έχω απομείνει από εκείνη την εικόνα. Την επόμενη χρονιά «έφυγες». Ηταν ο τελευταίος σου χειμώνας δίπλα μου. Φέτος το καλοκαίρι «έφυγε» και η Πάρνηθα.
Και ξέρεις κάτι; Φοβάμαι ότι τώρα φεύγεις κι εσύ μαζί της, οριστικά. Γιατί τότε -παιδάκι 6 χρονών ήμουν- δεν είχα δεχτεί ότι πήγες «ψηλά στον ουρανό», όπως μου έλεγαν οι μεγάλοι, για να με παρηγορήσουν. Εγώ τότε σε έβαλα να ζεις γύρω μου, παντού. Στα σπίτια που είχαμε ζήσει, στους τόπους που προλάβαμε και ταξιδέψαμε, στα ακρογιάλια που βουτήξαμε μαζί, αγκαλιά, στα δέντρα που υπήρχαν πριν από εμένα και που μεγάλωναν μαζί μου. Σε ό,τι πίστευα πως θα διαρκέσει για πάντα, πως δε θα φύγει πριν να το χορτάσω, όπως δε χόρτασα εσένα. Πως θα το έδειχνα κάποτε στα παιδιά μου και θα τους έλεγα: «Να, εδώ με φέρνανε και οι δικοί μου γονείς» κι εκείνα θα σε «έβλεπαν» ανάμεσά τους, σαν σκιά να τους χαμογελάς, σαν αεράκι να τους χαϊδεύεις τα μαλλιά, σαν μυρωδιά πεύκου να τους φιλάς τη μύτη.
Προσπάθησα όλα αυτά τα χρόνια να σε κρατήσω πάνω και μέσα σε όλα εκείνα που θεωρούσα αιώνια, για να σε σώσω, να σώσω τη μνήμη μου, για να σωθώ από την απουσία, το κενό, την έλλειψη. Πιστεύοντας πως «καθετί σημαντικό, τα σημαντικότερα πράγματα έχουν διάρκεια. Και ξέρεις ότι είναι εκεί και μπορούμε να τα απολαμβάνουμε», όπως γράφει ο Γκουτιέρες. Κι όμως, τώρα συνειδητοποιώ ότι δεν είναι έτσι. Μαζί με τα δάση που καίγονται, καίγεται και η ανάσα μας, καίγεται και η μνήμη μας. Πήλιο, Κορινθία, Αίγιο, Φλώρινα, Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά, πέρσι η Κασσάνδρα. Ολα τα μέρη που αγαπήσατε εσύ και ο μπαμπάς (αν είναι δίπλα σου, να του το πεις με τρόπο) έχουν καεί. Και τούτη τη στιγμή που σου γράφω, τρέμει το φυλλοκάρδι μου για τη Χαλκιδική. Αύριο, λέει, θα πεθάνουν και οι θάλασσές μας, τα ελάχιστα ποτάμια και οι λίμνες που μας απέμειναν. Τυφώνες θα σαρώνουν τις παραλίες και τα νησιά μας. Το αλμυρό νερό θα φτάσει μέχρι και δέκα χιλιόμετρα μέσα στη στεριά. Μονάχα ο ήλιος θα συνεχίσει να βγαίνει από την ανατολή και να πηγαίνει στη δύση, αλλά και γι’ αυτό δεν παίρνω όρκο…
Ισως σ’ αφήσω τώρα να πετάξεις ψηλά στον ουρανό. Μήπως έτσι σωθείς τουλάχιστον εσύ. Αλλο τίποτα δεν μπορώ να σκεφτώ. Αλλο τίποτα δεν μπορώ να κάνω. Σύμφωνα με το προσδόκιμο ζωής, αυτά τα μέρη που κάηκαν φέτος δε θα προλάβω να τα δω και πάλι πράσινα, όπως ήταν. Παρά μόνο σε παλιές φωτογραφίες, όπως εκείνη η «πολαρόιντ» στην οποία ήμασταν μαζί. Τότε που ζούσαμε…
Υ.Γ. Ζητώ συγνώμη που αυτό το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου μαυρίζω την καρδιά σας. Ομως, αυτό το μαύρο καλοκαίρι δεν έχω τη δύναμη -ίσως ούτε και το ταλέντο- να είμαι «πέρα βρέχει».
ΠΕΔΡΟ ΧΟΥΑΝ ΓΚΟΥΤΙΕΡΕΣ
«Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας»
(εκδ. «Μεταίχμιο»)
«Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας»
(εκδ. «Μεταίχμιο»)
Τη θυμάσαι, μαμά, εκείνη την εκδρομή που είχαμε πάει στην Πάρνηθα, κάτω στην Αθήνα; Χιόνιζε εκείνο το Σαββατοκύριακο και νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα χιόνι. Φωτογραφηθήκαμε ανάμεσα στα έλατα από ένα φωτογράφο που είχε κι έναν βοηθό ντυμένο αρκούδα. Την έχω ακόμη εκείνη τη φωτογραφία, ήταν μια «πολαρόιντ», από εκείνες που έβγαιναν αυτόματα. Είναι μία από τις ελάχιστες φωτογραφίες, μαμά, που έχω κρατήσει από εσένα. Τώρα, 36 χρόνια μετά, μόνο εγώ έχω απομείνει από εκείνη την εικόνα. Την επόμενη χρονιά «έφυγες». Ηταν ο τελευταίος σου χειμώνας δίπλα μου. Φέτος το καλοκαίρι «έφυγε» και η Πάρνηθα.
Και ξέρεις κάτι; Φοβάμαι ότι τώρα φεύγεις κι εσύ μαζί της, οριστικά. Γιατί τότε -παιδάκι 6 χρονών ήμουν- δεν είχα δεχτεί ότι πήγες «ψηλά στον ουρανό», όπως μου έλεγαν οι μεγάλοι, για να με παρηγορήσουν. Εγώ τότε σε έβαλα να ζεις γύρω μου, παντού. Στα σπίτια που είχαμε ζήσει, στους τόπους που προλάβαμε και ταξιδέψαμε, στα ακρογιάλια που βουτήξαμε μαζί, αγκαλιά, στα δέντρα που υπήρχαν πριν από εμένα και που μεγάλωναν μαζί μου. Σε ό,τι πίστευα πως θα διαρκέσει για πάντα, πως δε θα φύγει πριν να το χορτάσω, όπως δε χόρτασα εσένα. Πως θα το έδειχνα κάποτε στα παιδιά μου και θα τους έλεγα: «Να, εδώ με φέρνανε και οι δικοί μου γονείς» κι εκείνα θα σε «έβλεπαν» ανάμεσά τους, σαν σκιά να τους χαμογελάς, σαν αεράκι να τους χαϊδεύεις τα μαλλιά, σαν μυρωδιά πεύκου να τους φιλάς τη μύτη.
Προσπάθησα όλα αυτά τα χρόνια να σε κρατήσω πάνω και μέσα σε όλα εκείνα που θεωρούσα αιώνια, για να σε σώσω, να σώσω τη μνήμη μου, για να σωθώ από την απουσία, το κενό, την έλλειψη. Πιστεύοντας πως «καθετί σημαντικό, τα σημαντικότερα πράγματα έχουν διάρκεια. Και ξέρεις ότι είναι εκεί και μπορούμε να τα απολαμβάνουμε», όπως γράφει ο Γκουτιέρες. Κι όμως, τώρα συνειδητοποιώ ότι δεν είναι έτσι. Μαζί με τα δάση που καίγονται, καίγεται και η ανάσα μας, καίγεται και η μνήμη μας. Πήλιο, Κορινθία, Αίγιο, Φλώρινα, Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά, πέρσι η Κασσάνδρα. Ολα τα μέρη που αγαπήσατε εσύ και ο μπαμπάς (αν είναι δίπλα σου, να του το πεις με τρόπο) έχουν καεί. Και τούτη τη στιγμή που σου γράφω, τρέμει το φυλλοκάρδι μου για τη Χαλκιδική. Αύριο, λέει, θα πεθάνουν και οι θάλασσές μας, τα ελάχιστα ποτάμια και οι λίμνες που μας απέμειναν. Τυφώνες θα σαρώνουν τις παραλίες και τα νησιά μας. Το αλμυρό νερό θα φτάσει μέχρι και δέκα χιλιόμετρα μέσα στη στεριά. Μονάχα ο ήλιος θα συνεχίσει να βγαίνει από την ανατολή και να πηγαίνει στη δύση, αλλά και γι’ αυτό δεν παίρνω όρκο…
Ισως σ’ αφήσω τώρα να πετάξεις ψηλά στον ουρανό. Μήπως έτσι σωθείς τουλάχιστον εσύ. Αλλο τίποτα δεν μπορώ να σκεφτώ. Αλλο τίποτα δεν μπορώ να κάνω. Σύμφωνα με το προσδόκιμο ζωής, αυτά τα μέρη που κάηκαν φέτος δε θα προλάβω να τα δω και πάλι πράσινα, όπως ήταν. Παρά μόνο σε παλιές φωτογραφίες, όπως εκείνη η «πολαρόιντ» στην οποία ήμασταν μαζί. Τότε που ζούσαμε…
Υ.Γ. Ζητώ συγνώμη που αυτό το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου μαυρίζω την καρδιά σας. Ομως, αυτό το μαύρο καλοκαίρι δεν έχω τη δύναμη -ίσως ούτε και το ταλέντο- να είμαι «πέρα βρέχει».
Και όταν αποφασίζεις να γράψεις -πέρα από τις ειδήσεις- πραγματικά ζωγραφίζεις. Μαύρες οι σελίδες της ελληνικής πυρασφάλειας είναι ούτως ή άλλως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε άγγιξες βαθιά. Αυτό μόνο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι καλά που σε ξαναβρίσκω, εδώ στα χαμηλά, στα ψηλά Άνεμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή@ο δείμος του πολίτη >>>Καλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Η ΔΑΝΑΗ >>> Χαίρομαι που γνωρίζω μαθήτρια μεγάλου Δασκάλου!
@ NIEMANDSROSE >>> Καλώς μας ήλθες και πάλι!
Το σημαντικό είναι ότι η μάνα σου βρίσκεται ακόμα μέσα σου, όπως θα βρίσκεται πάντα. Οι δυό τους είναι καλά εκεί πάνω, εμείς δεν είμαστε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΑνεμε, στην πραγματικότητα η Ελλάδα «καίγεται» από το ’60 και δώθε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρώτα από την αστυφιλία και το κέρδος των εργολάβων και μετά από τον τουρισμό και το κέρδος των εμπόρων.
Αν μου επιτρέπεις μια μικρή παρέμβαση στα λόγια σου, «τα σπίτια που είχαμε ζήσει, κουκουλώθηκαν από ορόφους, οι τόποι που προλάβαμε και ταξιδέψαμε, τα ακρογιάλια (....) κατελήφθησαν από τουρίστες, τα δέντρα που υπήρχαν πριν από εμένα και που μεγάλωναν μαζί μου έπεσαν για να υψωθούν εμπορικά κέντρα. Ο,τι πίστευα πως θα διαρκέσει για πάντα, πως δε θα φύγει πριν να το χορτάσω (...) πως θα το έδειχνα κάποτε στα παιδιά μου και θα τους έλεγα: «Να, εδώ με φέρνανε και οι δικοί μου γονείς» (....) χάθηκε ΓΙΑΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΣΕΒΕΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΩΝ ΤΌΠΩΝ.
Και ακόμα...
«καθετί σημαντικό, τα σημαντικότερα πράγματα έχουν διάρκεια. Και ξέρεις ότι είναι εκεί και μπορούμε να τα απολαμβάνουμε». Μιλά ο Γκουτιέρες για ένα αστέρι. Είναι πράγματι πολύ μακρινό για να το αφαιρέσει το ανθρώπινο χέρι από το στερέωμα και να πάψει να είναι το σημείο αναφοράς μας. Ομως για πόσο ακόμα;
Μετά από τα σπίτια, τις αλάνες, τις ακρογιαλιές είναι τα δάση. Κλιμακώνεται η πυρκαγιά των σταθερών σημείων.