Μετά από μια δεκαετία ταξίδεψα και πάλι στη Μύκονο. Ηταν ένα ταξίδι που δεν μπορούσα άλλο να το αποφύγω. Ηθελα να δουν τα παιδιά μου το νησί της γιαγιάς τους. Είχαν ακούσει πολλά γι αυτό και ρωτάούσαν συνέχεια. Εστω και για μία μόνο ημέρα. Δεν τους είχα πει ότι η Μύκονος δεν υπάρχει πια. Δεν θα καταλάβαιναν. Την βλέπουν στον χάρτη. Την βλέπουν στην τηλεόραση. Την βλέπουν στις παλιές μου φωτογραφίες. Ξέρουν ότι η γιαγιά μένει εκεί. Πως δηλαδή δεν υπάρχει;
Παίρνουμε το «γρήγορο» από την Τήνο όπου μένουμε εδώ και μια εβδομάδα. Μόλις έχουν αποβιβαστεί οι επιβάτες «με προορισμό Τήνο», τα καθαρά πρόσωπα, όσοι έχουν αντιληφθεί τον πόνο και ελπίζουν ακόμη σε ένα θαύμα ή έστω σε μια υποψία ελπίδας. Είναι οι απλοί άνθρωποι, εκείνοι που άθελά τους ίσως διέπραξαν την ύβρη και τώρα αναζητούν την κάθαρση. Εκείνοι που επιμένουν να πιστεύουν στο γαλάζιο, στο λευκό, στη μυρωδιά του θυμαριού, του γλυκάνισου, της σμύρνας, της λεβάντας. Θα μείνουν μία, το πολύ δύο ημέρες. Τόσο θα μείνουμε κι εμείς, απέναντι, στο άλλο «προσκύνημα»…
Οι επιβάτες του «γρήγορου» φαίνονται πολύ ανακουφισμένοι που ξεφόρτωσε το «πόπολο», ο «λαουτζίκος». Ακουμπούν τις Λουί-Βουιτόν στο διπλανό κάθισμα, παραγγέλνουν τον τρίτο «φρέντο», μιλούν χαλαρά στο μπλου-τουθ που κρέμεται από το αυτί τους: «Ελα χρυσό μου σε είκοσι λεπτά φτάνουμε στο νησί. Μεγάαααλη ταλαιπωρία. Ναι, θα τα πούμε στο Κατρίν το βράδυ». Ανάμεσά τους κάποιοι ανθυποεπώνυμοι που δεν ξέρεις αν τους έχεις δει σε κάποιο ριάλιτι ή αν είναι κόπι-πέιστ κάποιων άλλων ανθυποκοσμικών.
Ενας παιδοβούβαλος με βερμούδες και δερμάτινη σαγιονάρα εκλιπαρεί τον αντιπλοίαρχο να του βρει μια πρίζα να βάλει τον φορτιστή του. «Μπορείτε να το βάλετε εδώ, πίσω από το μπαρ» του λέει ευγενικότατα. «Α! Όχι! Δεν μπορώ εκεί, θέλω να μιλάω ταυτόχρονα». Σηκώνουν ένα ζευγάρι Ιταλών για να βολευτεί ο παιδοβούβαλος με τον φορτιστή του. Σκέφτομαι ότι κάποτε, μέχρι και τη δεκαετία του ’80, οι Κυκλάδες, η Ιος, η Σαντορίνη και κυρίως η Μύκονος ήταν οι «φορτιστές» μας. Μέχρι να τα ανακαλύψει η άρχουσα τάξη: Οι πελάτισσες και οι πελάτες όλων των εν Ελλάδι κομμωτηρίων μαζί με τις κομμώτριες και τις μανικιουρίστρες, οι απόφοιτοι των αμερικάνικων κολεγίων με πατέρα πρώην μανάβη και νυν χρηματιστή, οι τηλεαστέρες που μέχρι το ’90 δεν θα τους έδιναν να κάνουν ούτε τη στήλη των φαρμακείων, οι άνθρωποι που ουδέποτε αντιλήφθηκαν τον πόνο και που το μόνο θαύμα που προσμένουν να δουν στα Ματογιάννια είναι η κόρη της Αντζελας Δημητρίου άντε, το πολύ πολύ την Ανίτα Πάνια.
Φτάσαμε. Το 24ωρο πέρασε γρήγορα ευτυχώς. Σαν μικρός εφιάλτης που έσβησε στο πλοίο του γυρισμού για την Τήνο αφήνοντας μόνο στα ρουθούνια μια αφόρητη μυρωδιά από σκουπίδια που καίγονται, από πλημμυρισμένες τουαλέτες, καμένη μερέντα στις κρεπερί, πηγμένα λάδια από τα γυράδικα, άπλυτους κοσμικούς και ακαθαρσίες σκύλων.
Μόνο εκεί, ψηλά, στους ανεμόμυλους καθίσαμε με τους γιους μου και τους είπα μυκονιάτικες ιστορίες σαν κι αυτές που είχα ακούσει κάποτε κι εγώ από τους ντόπιους, σαν κι αυτές που υπάρχουν στο «Ορτσα α’λα μπάντα», το βιβλίο που είχε κάποτε εκδώσει ο Παναγιώτης Κουσοθανάς με τον Δήμο Μυκονίων. Υστερα μπήκαμε στα στενά –ευτυχώς τα θυμάμαι ακόμη-, κατεβήκαμε πάλι στο Γιαλό, φάγαμε ψαράκι με την γιαγιά των παιδιών, μας είπε για τον πολιτιστικό σύλλογο, για τον Μουσικό Εσπερινό που θα γίνει στη Δήλο, τον Πολιτιστικό Οργανισμό "Γ. Αξιώτη", την πινακοθήκη, πήραμε ανάσες. Θυμηθήκαμε την Μύκονο στην …Μύκονο.
Η επιστροφή στην Τήνο με παρηγόρησε για τον τόπο της νεανικής μου ηλικίας που χάθηκε.
Νομίζω ότι δεν θα ξαναπάμε. Τουλάχιστον όχι καλοκαίρι.
Υ.Γ. Το βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι είχα ξαναπάει, λέει, στη Μύκονο που ήταν ίδια και απαράλλαχτη, με τα μαγαζιά και τα σπίτια απείραχτα, μόνο που δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπου. Λες και όλοι, μόνιμοι και περαστικοί, Ελληνες και ξένοι να την είχαν εγκαταλείψει μέσα σε μια ημέρα. Όπως οι λεπροί την Σπιναλόγκα. Οι φωτιές από τη χωματερή είχαν σβήσει. Οι άδειες πισίνες, «ολυμπιακών διαστάσεων» είχαν γεμίσει καπαριές και θυμάρια. Οι βουκαμβίλες είχαν σκεπάσει τις ταμπέλες των κοσμηματοπωλείων. Τα αποτσίγαρα, τα αντηλιακά, τα χρωμοσαμπουάν και τα λάδια από τα σουβλάκια είχαν ξεπλυθεί. Μόνο στις εκκλησίες τρεμόπαιζαν ακόμη τα καντήλια και κανά δυό κεράκια στα μανουάλια. Το μελτέμι και η αλμύρα καθάριζαν το καταραμένο νησί και το ξανάκαναν το ομορφότερο των Κυκλάδων. Και, όχι, αυτό ΔΕΝ ήταν εφιάλτης! Ηταν ένα γαλάζιο όνειρο!

...
Μια άλλη ματιά:
...
Παίρνουμε το «γρήγορο» από την Τήνο όπου μένουμε εδώ και μια εβδομάδα. Μόλις έχουν αποβιβαστεί οι επιβάτες «με προορισμό Τήνο», τα καθαρά πρόσωπα, όσοι έχουν αντιληφθεί τον πόνο και ελπίζουν ακόμη σε ένα θαύμα ή έστω σε μια υποψία ελπίδας. Είναι οι απλοί άνθρωποι, εκείνοι που άθελά τους ίσως διέπραξαν την ύβρη και τώρα αναζητούν την κάθαρση. Εκείνοι που επιμένουν να πιστεύουν στο γαλάζιο, στο λευκό, στη μυρωδιά του θυμαριού, του γλυκάνισου, της σμύρνας, της λεβάντας. Θα μείνουν μία, το πολύ δύο ημέρες. Τόσο θα μείνουμε κι εμείς, απέναντι, στο άλλο «προσκύνημα»…
Οι επιβάτες του «γρήγορου» φαίνονται πολύ ανακουφισμένοι που ξεφόρτωσε το «πόπολο», ο «λαουτζίκος». Ακουμπούν τις Λουί-Βουιτόν στο διπλανό κάθισμα, παραγγέλνουν τον τρίτο «φρέντο», μιλούν χαλαρά στο μπλου-τουθ που κρέμεται από το αυτί τους: «Ελα χρυσό μου σε είκοσι λεπτά φτάνουμε στο νησί. Μεγάαααλη ταλαιπωρία. Ναι, θα τα πούμε στο Κατρίν το βράδυ». Ανάμεσά τους κάποιοι ανθυποεπώνυμοι που δεν ξέρεις αν τους έχεις δει σε κάποιο ριάλιτι ή αν είναι κόπι-πέιστ κάποιων άλλων ανθυποκοσμικών.
Ενας παιδοβούβαλος με βερμούδες και δερμάτινη σαγιονάρα εκλιπαρεί τον αντιπλοίαρχο να του βρει μια πρίζα να βάλει τον φορτιστή του. «Μπορείτε να το βάλετε εδώ, πίσω από το μπαρ» του λέει ευγενικότατα. «Α! Όχι! Δεν μπορώ εκεί, θέλω να μιλάω ταυτόχρονα». Σηκώνουν ένα ζευγάρι Ιταλών για να βολευτεί ο παιδοβούβαλος με τον φορτιστή του. Σκέφτομαι ότι κάποτε, μέχρι και τη δεκαετία του ’80, οι Κυκλάδες, η Ιος, η Σαντορίνη και κυρίως η Μύκονος ήταν οι «φορτιστές» μας. Μέχρι να τα ανακαλύψει η άρχουσα τάξη: Οι πελάτισσες και οι πελάτες όλων των εν Ελλάδι κομμωτηρίων μαζί με τις κομμώτριες και τις μανικιουρίστρες, οι απόφοιτοι των αμερικάνικων κολεγίων με πατέρα πρώην μανάβη και νυν χρηματιστή, οι τηλεαστέρες που μέχρι το ’90 δεν θα τους έδιναν να κάνουν ούτε τη στήλη των φαρμακείων, οι άνθρωποι που ουδέποτε αντιλήφθηκαν τον πόνο και που το μόνο θαύμα που προσμένουν να δουν στα Ματογιάννια είναι η κόρη της Αντζελας Δημητρίου άντε, το πολύ πολύ την Ανίτα Πάνια.
Φτάσαμε. Το 24ωρο πέρασε γρήγορα ευτυχώς. Σαν μικρός εφιάλτης που έσβησε στο πλοίο του γυρισμού για την Τήνο αφήνοντας μόνο στα ρουθούνια μια αφόρητη μυρωδιά από σκουπίδια που καίγονται, από πλημμυρισμένες τουαλέτες, καμένη μερέντα στις κρεπερί, πηγμένα λάδια από τα γυράδικα, άπλυτους κοσμικούς και ακαθαρσίες σκύλων.
Μόνο εκεί, ψηλά, στους ανεμόμυλους καθίσαμε με τους γιους μου και τους είπα μυκονιάτικες ιστορίες σαν κι αυτές που είχα ακούσει κάποτε κι εγώ από τους ντόπιους, σαν κι αυτές που υπάρχουν στο «Ορτσα α’λα μπάντα», το βιβλίο που είχε κάποτε εκδώσει ο Παναγιώτης Κουσοθανάς με τον Δήμο Μυκονίων. Υστερα μπήκαμε στα στενά –ευτυχώς τα θυμάμαι ακόμη-, κατεβήκαμε πάλι στο Γιαλό, φάγαμε ψαράκι με την γιαγιά των παιδιών, μας είπε για τον πολιτιστικό σύλλογο, για τον Μουσικό Εσπερινό που θα γίνει στη Δήλο, τον Πολιτιστικό Οργανισμό "Γ. Αξιώτη", την πινακοθήκη, πήραμε ανάσες. Θυμηθήκαμε την Μύκονο στην …Μύκονο.
Η επιστροφή στην Τήνο με παρηγόρησε για τον τόπο της νεανικής μου ηλικίας που χάθηκε.
Νομίζω ότι δεν θα ξαναπάμε. Τουλάχιστον όχι καλοκαίρι.
Υ.Γ. Το βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι είχα ξαναπάει, λέει, στη Μύκονο που ήταν ίδια και απαράλλαχτη, με τα μαγαζιά και τα σπίτια απείραχτα, μόνο που δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπου. Λες και όλοι, μόνιμοι και περαστικοί, Ελληνες και ξένοι να την είχαν εγκαταλείψει μέσα σε μια ημέρα. Όπως οι λεπροί την Σπιναλόγκα. Οι φωτιές από τη χωματερή είχαν σβήσει. Οι άδειες πισίνες, «ολυμπιακών διαστάσεων» είχαν γεμίσει καπαριές και θυμάρια. Οι βουκαμβίλες είχαν σκεπάσει τις ταμπέλες των κοσμηματοπωλείων. Τα αποτσίγαρα, τα αντηλιακά, τα χρωμοσαμπουάν και τα λάδια από τα σουβλάκια είχαν ξεπλυθεί. Μόνο στις εκκλησίες τρεμόπαιζαν ακόμη τα καντήλια και κανά δυό κεράκια στα μανουάλια. Το μελτέμι και η αλμύρα καθάριζαν το καταραμένο νησί και το ξανάκαναν το ομορφότερο των Κυκλάδων. Και, όχι, αυτό ΔΕΝ ήταν εφιάλτης! Ηταν ένα γαλάζιο όνειρο!
...
...
Μια άλλη ματιά:
Η ΑΛΛΗ MYKONOS
...
Καλωσόρισες, φίλε!Εμένα πάλι μου αρέσει η Μύκονος γιατί είναι ένα νησί που δεν κοιμάται ποτέ!Από την δεκαετία του 1980 διατηρεί το ρεκόρ αϋπνίας.Στην πεντηκονταετία θα καταγραφεί το ρεκόρ στο ογκώδες βιβλίο Γκίνες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΛυπάμαι μερικούς από τους ντόπιους που έχουν άλλα όνειρα για το νησί τους...
Διαφωνώ κάθετα, οριζόντια και πλάγια με την προσπάθεια "εξωραϊσμού" των πιστών που καταφθάνουν στην Τήνο. Είναι οι ίδιοι οι υποστηρικτές των Ψωμιάδηδων αυτού του τόπου, καπ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ: Καλώς τον!
:)))
Απλώς θεωρώ τον κόσμο της Μυκόνου πολύ πιο επικίνδυνο. Το ελληνικό βαθύ κράτος!
ΑπάντησηΔιαγραφή...και η Μύκονος χρειάζεται να συντηρεί το γνωστό σύστημα: πρωτευουσιάνικες μπίζνες για επαρχιώτικα και μικροαστικά όνειρα.Μπορείς να συμμετέχεις σ'αυτό όσο θες, όποτε θες. Καλά που υπάρχουν και οι υπόλοιπες Μικρές-μεγάλες Κυκλάδες...εκεί να δεις ξενύχτια, αυθεντικά, αυθόρμητα, ατελείωτα
ΑπάντησηΔιαγραφή