Υπάρχει κι άλλος τρόπος

«… βουνά και γιαπιά, πελάγη απλωμένα…

...

…τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν τη νύχτα…»


Σήμερα δεν θα γράψω τον συνήθη αριθμό ποστ.

Σήμερα θα συγκρατηθώ.

Δεν θα γράψω για τους βασανιστές μπάτσους. Δεν θα ρωτήσω αν ο βασανιστής σου έχει σώμα, μάτια και μυαλό. Δεν θα γράψω για το απίστευτο ρεπορτάζ για το αίμα, χθες βράδυ στην Πανδώρα που με έκανε να κοιμηθώ και πάλι έξαλλος για το ανθρώπινο είδος. Δεν θα γράψω για το ερπετό που κρύβουν μέσα τους όσοι καταριούνται τον Χριστόδουλο που φεύγει και που καθώς φεύγει εξανθρωπίζεται, που έχει αφήσει σταυρούς και πετραχήλια στην ντουλάπα του θαλάμου του και αναμετράται με τη ζωή και τον θάνατο και γίνεται πάλι αγαπητός όπως αγαπητός θα έπρεπε να ήταν πάντα, να είναι όλοι πάντα γιατί δεν γεννηθήκαμε ούτε με πετραχήλια ούτε με παράσημα ούτε με αξιώματα και ούτε που θα τα πάρουμε μαζί μας. Δεν θα γράψω για εκείνο το εγωπαθές πλάσμα, πανέμορφο παρά της ηλικία του, μισή μερίδα ομορφιά αλλά με ένα παχύσαρκο «Εγω» μέχρι εκεί πάνω που το είδα να μιλάει στον Σταύρο Θεοδωράκη και το λυπήθηκα όσο δεν έχω λυπηθεί γυναίκα στη ζωή μου. Δεν θα γράψω για την βαθύτατη περιφρόνηση που νιώθω για τους πολιτικούς, για το συνάφι μου, για τους τηλεοπτικούς κλόουν, για τους διαφημιστές, για τους δημοσκόπους, για τους μαρκετίρς, για τους μάνατζερς, για τους τραπεζίτες, για τους μεγαλογιατρούς, για τους δικαστές, για τους καθηγητάδες, για τις κυρίες με το χτισμένο μαλλί, για τον Αδωνι Τάδε, για τον Παπαθεμελή, για… για… για… Δεν θα γράψω για το πόσο καλό μου έκανε σήμερα το πρωί, αξημέρωτα που με τον καφέ και το πρώτο τσιγάρο διάβασα το κομμάτι του Νίκου, του Ξυδάκη στην προχθεσινή Καθημερινή και που μου έδωσε ελπίδα, που με έκανε να αντέξω τη ζέστη στο αυτοκίνητο, 64 χιλιόμετρα μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Δεν θα γράψω για τον γιο μου που έμαθε ποδήλατο μέσα σε μισή ώρα το περασμένο Σάββατο και τώρα πάει για πρωτάθλημα μπι-εμ-εξ, το σκασμένο και που επιτέλεσα άλλη μια «πατρική υποχρέωση» κι ένιωσα περήφανος για εκείνον και για μένα που μπορώ να είμαι πατέρας. Δεν θα γράψω για το πώς πνίγομαι σε αυτή τη δουλειά, σε αυτή την πόλη, σε αυτή τη χώρα και ότι δεν πάει άλλο και ότι έχω βάλει πλάνο και σκοπό να «την κάνω» σύντομα γιατί έφτασα 44 χρονών (σε ένα μήνα) και νιώθω ότι δεν έχω κάνει τίποτα, μα τίποτα σοβαρό στη ζωή μου. Κι ότι η ζωή μου τελειώνει. Ότι δεν έχω άλλη τόση ζωή. Ότι έχω πολύ λιγότερη ζωή από τη ζωή που θυμάμαι να έχω ζήσει. Και δεν προλαβαίνω. Κι επειδή δεν προλαβαίνω γράφω πολλά, όχι μόνο εδώ μέσα αλλά και στο χαρτί και στο word, κείμενα που δεν τα έχει δει κανείς και ούτε πρόκειται να τα δει κανείς ποτέ και που θα διαγραφούν οριστικά όταν τα φτύσει ο υπολογιστής. Δεν θα γράψω για το πόσο μισώ τον φασισμό και ότι αυτό το μίσος είναι από τις ελάχιστες σταθερές της ζωής μου. Δεν θα γράψω για την Τήνο που σε λίγες μέρες θα ταξιδέψουμε. Ούτε για την Σαμοθράκη και το δημοσιογραφικό συνέδριο που αρχίζει μεθαύριο. Δεν θα γράψω για την «Ρίτα, π’ αλλάζει» που την άκουγα στο λεωφορείο. Για τα καινούργια του Παυλίδη. Για το πόσο τον ζηλεύω. Για τις μουσικές που ονειρεύομαι. Τα περιοδικά που ονειρεύομαι. Τις συλλογικότητες που ονειρεύομαι. Για το πόσο φοβάμαι τον θάνατο τον τελευταίο καιρό. Για το ότι θέλω να κόψω το τσιγάρο και όσο το σκέφτομαι τόσο αδειάζω τασάκια τίγκα στη γόπα. Για όλα όσα δεν ΤΗΣ έχω πει, δεν ΤΗΣ λέω νομίζοντας ότι τα καταλαβαίνει. Ότι τα θεωρεί δεδομένα. Δεν θα γράψω πως τίποτα δεν είναι δεδομένο πια και ότι αυτό με τρομάζει και με ενθουσιάζει, χωρίς να ξέρω πως μπορούν φόβος και ενθουσιασμός να συνυπάρχουν. Κι ας έζησα ΟΛΗ μου τη ζωή ανάμεσα σε αυτά τα δύο. ΜΕ αυτά τα δύο, μανιοκαταθλιπτικά μια στον ουρανό, μία στην άβυσσο. Δεν θα γράψω για τη βιαιότητα της πληροφορίας που με κατακλύζει καθημερινά, από ειδησεογραφικά site, τις εφημερίδες, τα περιοδικά, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τα ιστολόγια. Δεν θα γράψω αναρίθμητα ποστ σήμερα…

Ένα μόνο ποστ θα γράψω. Αυτό.

Αντιγράφοντας ένα συγκλονιστικό κείμενο που βρήκα στα ΝΕΑ. Κείμενο φίλου αγαπημένου και δασκάλου από τα παλιά. Μόνο αυτό το κείμενο για σήμερα Τετάρτη. Με πραγματική ευγνωμοσύνη:

Τίγρης στον Λυκαβηττό

Του Σταμάτη Φασουλή

Είναι το βίντεο αυτό της Ομονοίας και η αντίδραση του κοινού (νου), απέναντι στο σοκ της εικόνας. Είναι η διαμάχη των με τα κοινά ασχολουμένων για το αν οι τραγουδιστές της Πάνια είναι θύματα ή θύτες και ποιο είναι αυτό το ΡουΣού που αποφασίζει. Είναι το διαζύγιο της Σεγκολέν με τον σύζυγο που διαθέτει και έτερον παιδί 4 ετών εκτός γάμου μετ΄ αυτής και καινούργια εγκυμονούσα ερωμένη. Είναι ο υδράργυρος που ανεβαίνει κι έχουμε και τα ΜΜΕ που μας τον ανεβάζουν ακόμα πιο πολύ. Είναι ο κύριος Λαζαρίδης που εξεδιώχθη άρον-άρον από τη Λυρική με το έτσι θέλω από το Δ.Σ. το οποίο και παρακαλεί αυτό το «με το έτσι θέλω» να γίνεται παντού. Είναι ο Χριστόδουλος στην εντατική. Είναι τα Δομημένα που ταξίδευαν κι αυγάτευαν τις τσέπες αρμοδίων. Είναι το φεστιβάλ που ανάβει τα φώτα του κάθε βράδυ, και τα μάγουλα των νέων που τρέχουν από παράσταση σε παράσταση και πολύ τους ζηλεύω. Είναι κάτι κυρίες βαμμένες τραβεστί που ξεροσταλιάζουνε στα πάνελ και σηκώνουνε το δάχτυλο (το μόνο που μπορούνε γιατί το δάχτυλο είναι το μόνο που δεν παίρνει μπότοξ κι έτσι κινείται-θαύμα-κι όμως κινείται) και στηλιτεύουν ήθη, έθη, συμπεριφορές, φούστες, μπλούζες, γοβάκια, ντεκολτέ κι απόψεις. Είναι και κάτι υπέργηροι μέλλοντες αθάνατοι που περιμένουν στη γωνία να τρέξουνε να κουκουλωθούν την τήβεννο μη και προλάβουν και τους την αρπάξει άλλος, και ξαμολάνε τα ελισσόμενα μέλη της παρέας τους σ΄ άλλες παρέες και λοιδορούν και τέρπουν και υβρίζουν και κολακεύουν, με τα βιβλία υπό μάλης χτυπάν τις πόρτες και «εδώ η καλή πραμάτεια, εδώ ο καλός πεζογράφος, όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω». Είναι τα νέα των οκτώ με τα παράθυρά τους ανοιγμένα όλα στη διαπασών του Χυδαίου και του Ποταπού. Είναι ένας πρωθυπουργός που αντί να απολύσει, ανακοινώνει τα αισθήματά του. Ακούει για την αστυνομία και: «Αισθάνομαι οργή» λέει. Μπα, τι μας λες; Εμείς γιατί νομίζαμε στα παλιά σου τα παπούτσια; Είναι μια γυναίκα πίσω από την πόρτα στον τρίτο σ΄ ένα μπαλκονάκι στον ακάλυπτο κι όλο κλαίει και φωνάζει κάποιον Βασίλη. Πρωί βράδυ μεσημέρι μια φωνή κλαίουσα σαν την ιτέα που την κρύβει: «Βασίλη», «Βασίληηηηη». Είναι κι ένα κορίτσι αίλουρος που κατεβαίνει απόγευμα δροσιά το Λυκαβηττό. Με λυτά μαλλιά, πόδια σφιχτά, στήθος που περιφρονεί τον νόμο της βαρύτητας και απειλεί τον ήλιο. Μάτια αμύγδαλα χλωρά με το βελούδο να ιριδίζει στο ασήμι, κώλος όρθιος στητός σαν ν΄ ανεβαίνει την πλάτη. Στον ώμο έχει ζωγραφίσει την καρδούλα της με ένα τριανταφυλλάκι. Ανάμεσα στα στήθια λάμπει ένα δάκρυ ιδρώτα. Κατεβαίνει αργοσαλεύοντας όλο της το κορμί του «Λυκαβηττού η τίγρισσα» κι εκεί στη στροφή του Δοξιάδη στέκεται λίγο σηκώνει τα χέρια της χτενίζει με τα δάχτυλα τα φρεσκολουσμένα της μύρισε ο τόπος γιασεμί, για μια στιγμή κοιτάει αναποφάσιστη μια δεξιά, μια αριστερά σαν ζώο που μυρίζει τον αέρα. Πού να πάει; Να στρίψει αριστερά να βγει για Κολωνάκι ή να την κάνει αριστερά την Αραχώβης να πέσει Εξάρχεια; Περνάω με το ταξί τη βλέπω. Δίπλα της κάτι μπάτσοι ακουμπισμένοι στο καπό χαϊδεύουν το πιστόλι τους, σαν νά ΄ναι αυτό που συμβολίζει. Ένας σαραντάρης με σορτς ακουστικά και πόδια μες στη μαύρη τρίχα τρέχει το τζόγκινγκ της ημέρας τη βλέπει σκοντάφτει στην άσφαλτο (ζωή του), ύστερα συνεχίζει. Το κορίτσι στητό με τα χέρια σηκωμένα να κρατάνε τα μαλλιά, δεν λέει να αποφασίσει. Βγήκανε και δυο- τρεις απ΄ τα μπαλκόνια με τα σώβρακα. Κανείς δεν της μιλάει. Κανείς δεν τολμάει να της το πει. Να της πει: όπου κι αν στρίψεις κορίτσι μου, όπου κι αν βρεθείς, Κολωνάκι πας; Εξάρχεια; Σε λίγο θα παντρευτείς, θα κάνεις δυο παιδιά, μετά αυτά θα φύγουν, θα μείνεις μόνη σου, ο άντρας σου θα βρει καμιά μικρή, θα περιμένεις χαΐρι απ΄ τη δουλειά. Ή πάλι όχι θα γίνεις μια πετυχημένη εντοιχισμένη σε θέση διευθύντριας θα τον χωρίσεις τον πούστη, αλλά στο δικαστήριο θα χάσεις τα παιδιά και την κηδεμονία, θα τα βλέπεις τα Σαββατοκύριακα και η καρδούλα σου θα το ξέρει. Ή πάλι όχι. Δεν θα παντρευτείς κανέναν κερατά. Μόνη σου. Μόνη σου. Μόνη μετά τα σαράντα πέντε κανένα κραγιόν να μη βάφει το άσπρο των χειλιών. Το τατουάζ κρυμμένο απ΄ τις ρυτίδες δεν βρίσκεις γόμμα να το σβήσεις...
Όμως όχι και πάλι όχι. Δεν θα γίνει έτσι. Υπάρχει κι άλλος τρόπος. Πρέπει να υπάρχει. Αφού το βλέπεις. Είναι λατρεμένο αυτό το κορμί. Είναι λατρεμένο. Ποια είναι όμως η λατρεία αυτή, που θα το εξαργυρώσει;




Σχόλια

  1. Είναι σεσημασμένος ο Φασουλής. Με έκανε και δάκρυσα.

    Συγχαρητήρια στο γιό σου. Μακάρι να μη τ' αφήσει το ποδήλατο και σαν θα μεγαλώσει.


    ΥΓ: Το βίντεο χαλάει την εικόνα του κειμένου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μ' έκανε κι αυτό και δάκρυσα κι έβαλα μαζί δύο δάκρυα. Να μην είναι μόνα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. εξαιρετικό!!

    τα σέβη μου

    trapped

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. νιώθω ότι δεν έχω κάνει τίποτα, μα τίποτα σοβαρό στη ζωή μου. Κι ότι η ζωή μου τελειώνει.

    Αυτό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Να 'σαι καλά..και το δικό σου κείμενο και του Φασουλή, έκαναν την ψυχή μου να πάει στη θέση της. Μέσα σ'αυτή τη ζούγκλα που επικρατεί σε όλους τους χώρους, όπου οι περισσότεροι βλέπουν τόσο σοβαρά τον εαυτό τους που πατούν την μπανανόφλουδα του εγωκεντρισμού τους..που άλλοι μέσα από την ανωνυμία τους αυτοχρίζονται "μεγάλοι τους έθνους επικριτές" και γελιοποιούνται προσπαθώντας να υποστηρίζουν συνεχώς το ρόλο τους με κάθε τρόπο. Δεν υπάρχει πιο βαρετό και στείρο πράγμα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Για τους παρόντες (και τους απόντες, πιο πολύ), αφιέρωση:

    Ξημέρωμα σε γύρεψα το δειλινό το δειλινό σε βρήκα
    και στη καρδιά σου μίλησα στη μαύρη μοίρα μπήκα

    Βοριάς χτυπάει στη πόρτα μου και στη ψυχή μου αγιάζι
    και στα πικρά τα μάτια μου στιγμή στιγμή στιγμή στιγμή βραδιάζει

    Τα μάτια σου εγύρεψα στο φως να πε- στο φως να περπατήσω
    να κάνω όνειρο γλυκό καημούς παλιούς να κλείσω
    Βοριάς χτυπάει στη πόρτα μου και στη ψυχή μου αγιάζι

    και στα πικρά τα μάτια μου στιγμή στιγμή, στιγμή στιγμή βραδιάζει

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Όταν γράφεις έτσι προσωπικά,

    α) με γυρνάς κάθε φορά πολύ πίσω, στο πρώτο ποστ που διάβασα ποτέ (δικό σου ήταν) και το οποίο με είχε κάνει να νοιώσω πως εδώ στα μπλογκ, μυρίζει ανθρωπιά, και

    β) μαζεύεις δυο-δου τα μελισσοκουμπάκια.
    :)

    υγ. Τα κείμενα στο γουόρντ, μην τ' αφήσεις να χαθούν. Κρίμα κι άδικο για όσους βρούν κάτι που να τους μιλήσει εκειδα μέσα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Μια κρίση είναι, θα περάσει...
    Το κορίτσι του Λυκαβηττού έδεσε τα μαλλιά σφιχτά ή τα κούρεψε, το ίδιο είναι, τα στήθη γίναν γιαουρτοσακκούλες, γάμοι, παιδιά, διαζύγια, εργασιακή καταξίωση, αρρώστειες, πίκρες, γέλιο που όλο και περιορίζεται στις άκρες των χειλιών, μόνο το άρωμα μένει, ένα γιασεμί κάπως στυφό σαν μαραμένο κι αυτό...
    Στην ίδια θέση, ένα καινούργιο κορίτσι κατεβαίνει και διστάζει στο ίδιο σταυροδρόμι. Ενας γλύπτης σχεδιάζει και για τα δικά της στήθη έναν όμορφο στηθόδεσμο, ένα έργο μυστικό, που θα κλειστεί κι αυτό στο ντουλαπάκι των αναμνησεων.

    Οι αναμνήσεις είναι θησαυρός Ανεμε, μη τις περιφρονείς, κρύβουν ζωή και αυτές. Αλλιώς, γιατί να συνεχίζουμε να ζούμε;...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. οι σκιές μιλάν>>>

    Δικό μου ήταν;;;; Ωχού κακό που σ' έκαμα!!! (ποιό να 'ταν άραγε το όπλο του εγκλήματος;)

    Μα να δεν μύριζε ανθρωπιά τι να κάναμε εδώ τόσους μήνες, χρόνια κιόλας!

    Ας χάνονται και κάποια... Και με αυτά αρκετά σκουπίδια προσθέτω στον κήπο μας!

    Rodia >>>

    Μια κρίση που περνά και επιστρέφει...

    Στην τελευταία σου ερώτηση δεν έχω απάντηση. Κι ούτε που θέλω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. "Είναι λατρεμένο. Ποια είναι όμως η λατρεία αυτή, που θα το εξαργυρώσει";


    Οι αισθήσεις μας στραμμένες προς τον Κόσμο. Η μόνη αγκαλιά Ανεμε. Επρεπε ( σαν άνεμος) να το ξέρεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Κλαπ...Κλαπ...Κλαπ.
    Ξέρεις εκείνο το χειροκρότημα το θεατρικό, το γεμάτο παύσεις που το σώμα σου αντιδράει με ένα μοναδικό τρόπο. Σε τέτοια κείμενα με σάρκα και οστά και με έντονη τη μυρωδιά του σανιδιού το μόνο που μένει σε εμένα τον περιπαθή σου αναγνώστη είναι να χειροκροτήσω αργά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Άνεμε γιατί να φύγεις ΕΣΥ; Ας φύγουν όλοι αυτοί που θέλουν να μας διώξουν!Καλύτερα δεν θα ΄ναι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. θα ξεκουραστείς και όλα θα περάσουν...
    Και να θυμάσαι πως ποτέ δεν χορταίνουμε από τα λόγια των αγαπημένων μας ανθρώπων, όσο και αν μιλούν τα μάτια και οι πράξεις στην πραγματική ζωή έχουμε ανάγκη από δηλώσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Κι οσο μεγαλώνουμε, περισσότερο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Συγκλονιστικό κείμενο , νομίζω ειδικά εσύ δεν πρέπει να λες ότι δεν έχεις προλάβει να ζήσεις τίποτα , αλλά το δέχομαι λόγω καλλιτεχνικής αδείας !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Αργά το διάβασα τούτο.
    Σφίχτηκε το στομάχι μου, πνίγηκα, βούρκωσα, δάκρυσα και έκλαψα.

    Πρέπει να υπάρχει άλλος δρόμος, δε μπορεί, πρέπει να υπάρχει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  17. Υπάρχει. Και θα υπάρχει όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται κάτι διαβάζοντας τέτοια κείμενα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  18. Τυχερή-άτυχη όποια εμπνέει τέτοια συναισθήματα, αλλά δεν ΤΗΣ το λένε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  19. Θα ήμουν λίγο περισσότερο αισιόδοξος για αυτή τη κυρία…

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου