Εικόνα Ελλάδας

Τίποτα. Σαν κανείς να μην θέλει να σωθεί πλέον. Σαν να ούτε καν να ζητείται ελπίς. Οι ελπίδες μας στέκουν σαν τα ρημαγμένα εργοστάσια στο δρόμο από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τα Γιαννιτσά και μέχρι την Εδεσσα. Τοπία νεκρά. Ποτάμια νεκρά. Καλλιέργειες νεκρές. Γατιά νεκρά σαν όνειρα που τα πάτησε νταλίκα φορτωμένη με αναψυκτικά. Πόλεις νεκρές. Χωρίς σφυγμό. Ρουφούν φραπέδες και φρέντο σε προεκλογικούς πεζόδρομους σπαρμένους με καθίσματα μπαμπού. Χιλιάδες καφετέριες. Χιλιάδες «γυράδικα». Χιλιάδες περίπτερα. Χιλιάδες δορυφορικά πιάτα. Καταμεσήμερο Πρωτομαγιάς κατεβαίνω στις τουαλέτες της καφετέριας όπου οικογένειες απολαμβάνουν τα μιλκ-σέϊκ τους. Μπλε φωτισμός, ψηλά σκαμπό και δυνατή μουσική. ΣΤΙΣ ΤΟΥΑΛΕΤΕΣ. Φτιαγμένες για ένα γαμήσι στα όρθια και δύο γραμμές κόκα. Ούτε στα καλύτερα της Μυκόνου τέτοια χλίδα, τέτοια υπόσχεση αμαρτίας, τέτοια κομφόρ νόμιμης παραβατικότητας. Αμφιβάλλω εάν έχει πέσει έστω και χούφτωμα εκεί κάτω. Ποιος να χουφτώσει ποιόν; Ο 25άρης αγρότης που χρωστάει τη μάνα του και τον πατέρα του σε δάνεια την απολυμένη εργάτρια της κλωστοϋφαντουργίας; Η Δέσποινα Βανδή είναι η μόνη μου τα «χώνει» εκεί κάτω. Η Εθνική είναι γεμάτη βουλγάρικα ΙΧ. Είναι η πρώτη τους ευρωπαϊκή Πρωτομαγιά και κατέβηκαν στα μέρη μας να το γλεντήσουν και να τα στρώσουν. Μου κάνει εντύπωση που όλα τα βουλγάρικα αυτοκίνητα είναι «του κουτιού». Οι οδηγοί και οι επιβάτες καλοβαλμένοι. Πλάκα μας κάνουν, αναρωτιέμαι. Υποτίθεται βρομούσε η ανάσα τους από την πείνα τόσα χρόνια, πότε κατάφεραν να πλουτίσουν; Σε τέσσερις μήνες; Γιατί δεν μας λένε κι εμάς το μυστικό; Μαλακίες λέω! Το μυστικό το ξέραμε κι εμείς. Τα ίδια κάναμε. Απλώς εμείς τα φάγαμε τα μέλια και είμαστε στα σκατά τώρα. Πέρα κι από τα σκατά. Στην πλήρη ακινησία. Βουτήξαμε τις επιδοτήσεις και τις αποζημιώσεις, πήραμε αμαξάρες, χτίσαμε σπίτια, ντυθήκαμε, ψωνιστήκαμε, ομορφύναμε. Κι ύστερα χωθήκαμε στο λάκκο του δανεισμού μέχρι το λαιμό. Υποθηκεύσαμε τα πάντα σε υποθήκες δίχως αύριο. Δεν τρώμε πια από τα έτοιμα, από τις σάρκες μας τρεφόμαστε. Την μεγαλύτερη καταστροφή την βλέπεις στην επαρχία. Γη και άνθρωποι έχουν ήδη διαλυθεί. Ούτε κότες δεν έχουν πλέον να φάνε ένα αυγό αφού ακόμη και τα κοτέτσια τους τα έκαναν μεζονέτες που τις χρωστούνε στην τράπεζα. Ούτε κατσίκα να βγάλουν ένα μπουκάλι γάλα. Αυτά που τους έσωσαν στην Κατοχή και στον εμφύλιο τώρα δεν υπάρχουν. Το κυριότερο όμως είναι πως δεν υπάρχει η θέληση να βγουν από αυτό το τέλμα. Πουλούν ο ένας στον άλλον υπηρεσίες χωρίς να παράγουν τίποτα. Πάρε σουβλάκι, φέρε καφέ. Το χρήμα απλώς ανακυκλώνεται μέχρι να το καταπιεί το σιφόνι της εφορίας και των τραπεζών. Και λιγοστεύει, λιγοστεύει, λιγοστεύει. Όπως και η ζωή τους…

Την βγάζουμε δεν την βγάζουμε τη δεκαετία… Και η κατάσταση δεν φαίνεται να είναι πλέον αντιστρέψιμη.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου