
Σχεδόν η ηδονή της ασφυξίας, σχεδόν η ασφυξία που επιτείνει το οργασμό. Σχεδόν διαστροφή. Συμβαίνει και με τα βιβλία καμιά φορά. Όταν οι σελίδες τους γίνονται δάχτυλα που πιάνουν τη βάση του λαιμού σου και σφίγγονται, σφίγγονται, σφίγγονται, όλο και πιο πολύ, όλο και πιο δυνατά, τα νύχια βυθίζονται στο δέρμα, οι φλέβες στον κρόταφό σου πετάγονται, υγρά ανεβοκατεβαίνουν στη μύτη, τα αυτιά σου σφυρίζουν, τα πνευμόνια γίνονται πλάκες μολυβένιες, τα μάτια θολώνουν, κάτι τα σπρώχνει από μέσα προς τα έξω και μετά μεθάς. Ας πεθάνω τώρα. Θα πεθάνω τώρα. Τώρα που το σώμα μου βαραίνει θα πέσω στον διάδρομο του λεωφορείου, θα σωριαστώ, θα λιώσω εδώ και η τελευταία μου εισπνοή θα τραβήξει όλη τη σκόνη του δαπέδου. Αυτή τη σκόνη θα την κουβαλήσω στον τάφο μου. Αλλά στο κάτω κάτω στ’ αρχίδια μου και το τι θα κουβαλήσω στον τάφο μου τώρα που πνίγομαι.
Υπάρχουν βιβλία που μου γαμούν το μυαλό, το σώμα, την ψυχή. Μου γαμούν το κέρατο. Χωρίς έλεος, και ναι, αφού το έπιασα έτσι τώρα: χωρίς σάλιο. Λίγοι, ελάχιστοι συγγραφείς και ακόμη λιγότεροι Ελληνες συγγραφείς έχουν αυτή την ικανότητα κι αυτή τη θηριώδη δύναμη να σου προκαλέσουν κάτι τέτοιο. Με τον Γιώργο Χειμωνά το ένιωσα για πρώτη φορά. Όμως εκεί υπήρχε και τρυφερότητα. Υπήρχε ένα ειλικρινές «σ’ αγαπώ», κι «επειδή σ’ αγαπώ, θα υποφέρεις, θα μάθεις να υποφέρεις, θα με μάθεις». Τον έμαθα. Κι έπαψα να υποφέρω. Δεν πνιγόμουν, δεν πέθαινα, δεν έβγαιναν πια τα σπλάχνα μου από τη θέση τους όταν τον διάβαζα (όταν τον διαβάΖΩ). Απλώς έχασα την απόλαυση του λιγότερου, της πιο «ιεραποστολικής» στάσης απέναντι στα βιβλία. Κι έτσι σχεδόν έπαψα να διαβάζω Ελληνες συγγραφείς. Μου ήταν τόσο άγευστο πλέον, τόσο εκτός σώματος. Τελειώνοντας τα βιβλία τους είχα ακριβώς το ίδιο αίσθημα που έχει ο σαβουρογάμης. Τι θέλει αυτό δίπλα μου; Γιατί υπάρχει αυτό το βιβλίο στο κομοδίνο μου; Γιατί δεν ντύνεται να φύγει; Τέτοιο πράγμα!
Το ένιωσα και πάλι με τα βιβλία του Δημήτρη Δημητριάδη. Με μύησε σ’ αυτόν και στα κείμενά του η δασκάλα μου, η Ρούλα Πατεράκη. Αρχικά με την «Η ανθρωπωδία. Η ανάθεση. Προοίμιο σε μια χιλιετία» (η Ρ.Π. το σκηνοθέτησε με πρωταγωνιστές τον Πέρρη Μιχαήλιδη και τον Ακη Δαβή). Υστερα με το –προγενέστερο- «Πεθαίνω σαν χώρα». Είδα τα θεατρικά του. Την «Αρχή της ζωής», το 1995 από τον Στέφανο Λαζαρίδη στο Θέατρο του Νότου, την «Ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή», το 2000 σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στο ίδιο θέατρο. Κι εκτός από Ελληνες λογοτέχνες έπαψα να παρακολουθώ και τους Ελληνες θεατρικούς συγγραφείς. Πώς να πιείς γκαζόζα αντί για σαμπάνια; Πώς να βολευτείς με το λιγότερο; Πώς να εκπέσεις του Παραδείσου ή της Κόλασης όταν τα έχεις γευτεί; Να γυρίσεις που; Δεν έχεις θέση αλλού πλέον. Κακομαθαίνεις. Και δεν το λέω για καλό αυτό. Αναπηρία είναι. Μεγάλη. Το να αποκόβεσαι από την μετριότητα, το να μην την αντέχει πια. Το να θέλεις να κάνεις εμετό ακόμα και με εκείνα που υπό άλλες συνθήκες θα σου ήταν υποφερτά, χαριτωμένα, ενδιαφέροντα. Πάντα θα σου τυχαίνει να σαβουρογαμήσεις, δεν λέω. Όταν όμως το ξέρεις ότι σαβουρογαμείς την ώρα που το κάνεις, όταν σκέφτεσαι εκείνη την μοναδική φορά που αισθάνθηκες το απόλυτο, είναι διαφορετικά. Ψάχνεις την έξοδο κινδύνου και βγαίνεις έξω στο πεζοδρόμιο με τα παντελόνια κατεβασμένα, κουμπώνοντας το πουκάμισο και αδειάζεις πίσω από τον κάδο σκουπιδιών.
Μόλις έμαθα ότι εκδόθηκε καινούργιο βιβλίο του δεν περίμενα να μου το στείλουν. Πήγα και το αγόρασα με εκείνη τη σχεδόν νοσηρή λαχτάρα του εθισμένου στη διαστροφή. Αρχισα να το διαβάζω στο λεωφορείο και εκεί το τελείωσα. Μέσα σε τρεις διαδρομές. Σε μιάμιση μέρα. Πήγαινε, έλα, πήγαινε. Τρία εισιτήρια θα μένουν εκεί, μέσα του, ως ες αεί σελιδοδείκτες. Το διάβαζα και ταυτόχρονα το σκηνοθετούσα και το έπαιζα μέσα στον ίδιο χώρο που είναι ο κυρίαρχος χώρος αυτού του σύντομου πεζογραφήματος. Ηθελα να κατέβω από το λεωφορείο στην κάθε στάση. Ηθελα να σταματήσω να διαβάζω στην κάθε παράγραφο. Εμενα ακίνητος, παγωμένος στη θέση μου. Και συνέχιζα την μεταφορά μου με την «Μεταφορά» να διεισδύει μέσα μου σαν φαρμάκι ανακατεμένο με μορφίνη και ξυλοκαϊνη. Σχεδόν αναισθητοποιημένος. Σαν να με μετέφερε ασθενοφόρο στα επείγοντα μετά από μάταιες προσπάθειες ανάνηψης και με τη μάσκα οξυγόνου να έχει βγει από τη θέση της. Ή σαν να είχα κατέβει στον Αρη χωρίς κάσκα και να ρουφούσα άζωτο, χλώριο και καθαρό υδρογόνο. Στη δεύτερη διαδρομή-ανάγνωση το λεωφορείο είχε γίνει ενυδρείο μόνο που αντί για νερό είχε οξέα κι αντί για ψάρια κάτι δύσμορφες μάζες μου στεκόντουσαν ακίνητες γύρω μου μέχρι να διαλυθούν σαν κύβοι ζάχαρης σε κόκα-κόλα. Στην τρίτη και τελευταία διαδρομή είχα αγκίστρια καρφωμένα σε όλο μου το σώμα και μετά έμεινα χωρίς δέρμα.
Το κεντρικό –και το μόνο- πρόσωπο αυτού του βιβλίου είναι μια γυναίκα και η διαδρομή της από το σπίτι στη στάση του λεωφορείου, η μεταφορά της με το λεωφορείο και η τελική (τελεσίδικη) επιστροφή της στο σπίτι. Μόνο που όλο αυτό γίνεται εφιάλτης. Ενας άνευ προηγουμένου και πέραν κάθε φαντασίας εφιάλτης. Και το εφιαλτικότερο όλων; Διαβάζοντάς του ανακαλύπτεις ότι αυτός εφιάλτης ήταν πάντα εκεί. Όχι μόνο για τη γυναίκα αλλά και για σένα, για τον καθένα, για όλους. Είναι ο εφιάλτης της ίδιας μας της ύπαρξης, της δικής μας και των Αλλων. Αυτό που είναι ανεκτό χάρη στις ντοπαμίνες που παράγουν οι αδένες μας τώρα εμφανίζεται γυμνό. Σαν να σταμάτησε κάθε ορμονική λειτουργία. Σαν το σώμα μας ξαφνικά να στερείται από κάθε είδους παραισθησιογόνο και να έμεινε γυμνό και μόνο, έκθετο σε έναν αφιλόξενο πλανήτη. Τον πλανήτη της Πραγματικότητας. Αυτό καταφέρνει να κάνει ο Δημητριάδης. Να σου δείξει το πώς θα ήσουν χωρίς ρούχα, χωρίς πανοπλία, χωρίς ασπίδα και θώρακα, χωρίς επιδερμίδα, με τα ζωτικά σου όργανα εκτεθειμένα στα πιο μολυσματικά και πιο ρυπογόνα αέρια κι όμως να εξακολουθείς, έτσι γδαρμένος να υπάρχεις. Σε ένα απέραντο σφαγείο, σε ένα κολαστήριο, σε μια αβυσσαλέα χαβούζα αλλά και σε μια αρένα γεμάτη φρικαλέες ύαινες που θυμίζουν ανθρώπινα όντα (μέχρι να καταλάβεις ότι κι εσύ μια φρικαλέα ύ
αινα είσαι ανάμεσα στις άλλες). Το ξέσκισμα είναι ολοκληρωτικό. Η ασφυξία πέραν κάθε ορίου. Γεύεσαι την ίδια σου τη σάρκα και δεν σου αρέσει. Πείθεσαι ότι το «απόλυτο κακό» δεν είναι το Κακό. Το απόλυτο κακό είναι η ίδια η ζωή. Όπως την καταντήσαμε. Η κάθε ανάσα μας είναι μια βλασφημία. Το κάθε χτύπημα της καρδιάς μας μια ύβρις. Κι εμείς οι ίδιοι είμαστε αφόρητα στην όψη, μεταλλαγμένα τέρατα που γρυλίζουν, στριγκλίζουν, χέζονται, βρωμάνε φριχτά, αλληλοσφάζονται, αλληλοτρώγονται, παρασιτούν το ένα πάνω στις σάρκες του άλλου. Και που μόνο το μυαλό τους θυμάται, αμυδρά έστω, πως κάπως αλλιώς ήσαν κάποτε τα πράγματα. Γι αυτό και συγκρίνει. Γι’ αυτό και υποφέρει πολύ πιο πολύ από το αν είχε κάνει delete.
Αβάσταχτη Μεταφορά!
Αβάσταχτη και η ανάγνωση της!
Σαν χάπι, σαν σιρόπι πικρό…
Φοβάμαι όμως πως όποιος δεν αντέξει να το πιει μέχρι τέλους είναι κιόλας ΕΚΕΙ κι έχει γίνει όπως ΕΚΕΙΝΟΙ!
Μπορεί μάλιστα να έχει ήδη δημοσιευτεί και φωτογραφία του στον Τύπο με τίτλο: «Ο 23χρονς Τσο Σιουνγκ-Χούι που δολοφόνησε 32 ανθρώπους στη Βιρτζίνια». Μια ακόμη ύαινα με υπαρξιακά προβλήματα. (Εδώ όμως το post τελειώνει γιατί ξεκινάει ένα άλλο κεφάλαιο. Μια άλλη «Μεταφορά». Μια ακόμη «ανθρωπωδία»).
Υ.Γ.
Μερικές φορές ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ –όμως αυτό μπορεί να μην είναι πάντοτε κακό!!! Η υγεία μας είναι ήδη κλονισμένη, εδώ και χρόνια…
Τι να πω; Το παρουσιάζεις με φοβερό τρόπο αυτό το βιβλίο. Ήδη σήμερα το παρήγγειλα τηλεφωνικώς από ένα βιβλιοπωλείο της πόλης μου και περιμένω να μού το φέρουν.Με όσα διάβασα ανυπομονώ πραγματικά!
ΑπάντησηΔιαγραφή