Το θυμήθηκα έχοντας εδώ και μέρες έναν μόνιμο κόμπο στο στομάχι…
...
Σαν χθες…
Για χρόνια ολόκληρα, χειμώνες και καλοκαίρια, έβλεπα την πλάτη του μόνο. Ερχόταν νωρίς το απόγευμα, αν τύχαινε να έρχομαι κι εγώ την ίδια ώρα κοντοστεκόμουν για λίγο απ’ έξω από την είσοδο, ανέβαινε με το ασανσέρ. Παρατηρούσα πως άλλαζε η ατμόσφαιρα, πως επιταχύνοντας οι κινήσεις όταν ξέραμε ότι έχει έλθει, γράφαμε, σβήναμε, σκίζαμε, παίζαμε τάβλι, ξανά μετά πάνω από τα χαρτιά μας, κάποιοι χανόντουσαν για λίγο, τους φώναζε επάνω, μετά μαζευόντουσαν όλοι για τη σύσκεψη, χαλαρώναμε οι «μικροί» και όταν η σύσκεψη τελείωνε, τρέχαμε. Μας έχωναν για τα καλά. Μέχρι τις 11, μέχρι τα μεσάνυχτα, μέχρι το ξημέρωμα. Το έβλεπα, πάλι πλάτη, να φεύγει. Να μπαίνει στο αυτοκίνητο και να χάνεται προς την Αμερικής.
…
Γυρίζω λίγα χρόνια πιο πίσω…
«Μπα, μπα, μπα, καλώς τονα! Τι λέει;»
Δηλαδή θα έλθω;
«Ετσι λέμε!»
Και ο μεγάλος;
«Εντάξει! Κάποια στιγμή θα σε φωνάξει επάνω»
Μιλήσατε;
«Εσύ τι λες;»
Και;
«Είπε οκ!»
Δεν το πίστευα. Είχα μπει στο «μαγαζί».
Και τι κάνω τώρα;
«Πας μέσα και κάθεσαι!»
Που;
«Ελα να σε πάω! Αντε!»
Με πήγε. Μου έδειξε το γραφείο μου. Μικρό, άβολο, στενό, δίπλα σε κολώνα και στριμωγμένο ανάμεσα σε άλλα δύο αλλά με τασάκι και με μολύβια και με ένα ημερολόγιο επάνω και με τηλέφωνο. Το πρώτο μου γραφείο.
«Το εσωτερικό σου είναι το 211. Τα δικά μας θα τα βρεις στο καταλογάκι. Εφυγε. Χάζευα τα ονόματα στον κατάλογο με τα εσωτερικά τηλέφωνα. Σαν όνειρο ήταν…
Με ξύπνησε το κουδούνισμα. «Ελα μέσα να σου δώσω να φτιάξεις ένα κομμάτι».
Ηταν Ιούνιος του ’86…
…
«Ακουσα καλά πράγματα για σένα. Εδωσα τη συγκατάθεσή μου να έλθεις για μια δοκιμαστική περίοδο. Που ήσουν πριν;»
Του είπα…
«Αν όλα πάνε καλά σε δύο μήνες θα μπεις μισθολόγιο. Από εσένα εξαρτάται. Είσαι σίγουρος ότι αυτό θέλεις να κάνεις;»
Ισως ήταν το μόνο πράγμα στη ζωή μου για το οποίο ήμουν σίγουρος. Κι ακόμη είμαι και ακόμη είναι το μόνο.
«Ξέρεις, παλιά είχε πει κάποιος: «η δημοσιογραφία είναι ένα θαυμάσιο επάγγελμα, αρκεί να το εγκαταλείψεις εγκαίρως». Είναι όμως και μια δουλειά που άμα δεν την θέλεις πολύ σε ξερνάει. Και που δεν σε έχει ανάγκη. Τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους!».
Οσο πήγαινε –αν πήγαινε!- να με ψαρώσει, τόσο πιο άνετα ένιωθα. Μου είπε πολλά σε εκείνη τη συνάντηση. Πάρα πολλά. Τελείωσε έτσι:
«Να ξέρεις ότι κάποτε αυτή τη δουλειά την αναλάμβαναν παλιοί συντάκτες, με μεγάλη εμπειρία, που είχαν φάει τα ρεπορτάζ και τα κείμενα με το κουτάλι. Νομίζω ότι θα είσαι ο νεώτερος που κάνει κάτι τέτοιο. Για ότι θελήσεις η πόρτα μου θα είναι ανοιχτή όπως και για όλους. Σιδεροκέφαλος!».
Κατέβηκα μουδιασμένος.
Παράγγειλα καφέ και άναψα τσιγάρο.
Τα θυμάμαι όλα. Την κάθε στιγμή. Σαν να ήταν χθες! Κι ας έχουν περάσει 21 χρόνια…
...
...
...
Πως μου τη σπάει…
…η αχαριστία, ρε πούστη μου!
(Οσο και η Ατιμία!)
(Ακόμη και σε βάρος «ισχυρών»!)
(Δολοφονικά νεύρα!)
(Σκέψη: «Θα μεγαλώσει ποτέ ρε μαλάκα;»)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου