Η φάμπρικα της βίας
ΠΑΥΛΟΣ ΤΣΙΜΑΣ
«Είμαστε κάτι σαν λευκοί νέγροι. Το ποδόσφαιρο μας κάνει να είμαστε κάτι. Ο φόβος και το μίσος μας κάνουν ξεχωριστούς». Λόγια ενός χούλιγκαν της λονδρέζικης Τσέλσι με άφθονο αίμα στα χέρια του, αποτυπωμένα σε ένα βιβλίο για το χουλιγκανικό φαινόμενο - «The football factory». Οι δικοί μας «λευκοί νέγροι» άφησαν πίσω τους έναν νεκρό προχθές.
Πολλοί ξαφνιάστηκαν. Το φονικό έγινε με αφορμή έναν αγώνα βόλεϊ γυναικών, ένα άθλημα που, κανονικά, διεξάγεται ενώπιον συγγενών, φίλων, ίσως και κάποιων θαυμαστών των ψηλών και ωραίων αθλητριών. Αλλά χούλιγκαν, έτοιμοι να πεθάνουν ή να σκοτώσουν για μια ομάδα βόλεϊ γυναικών; Πού ακούστηκε;
Κι όμως. Όσοι παρακολουθούν την κατ' ευφημισμόν αθλητική δραστηριότητα στη χώρα και διατηρούν ολίγη νηφαλιότητα, το περίμεναν. Προειδοποιούσαν. Έλεγαν πως αν έως τώρα δεν είχαμε νεκρούς, ήταν από καθαρή τύχη. Το ήξεραν. Και η Αστυνομία το ήξερε, που παίζει κρυφτό μαζί τους κάθε Κυριακή, και ο οπαδικός Τύπος που ζει από αυτούς, και οι παράγοντες που προσφέρουν προστασία στους μικρούς στρατούς και τους καλούν στα όπλα πριν από κάθε ντέρμπι, και η αθλητική ηγεσία (κατ' ευφημισμόν και αυτή) που τώρα θα «λάβει μέτρα», ως συνήθως. Ίσως να μην ήξερε η πολιτική ηγεσία που, ξαφνιασμένη ως συνήθως, εξέδιδε προχθές ανακοινώσεις καταδίκης της βίας, που φιλοξενήθηκαν - για να προστεθεί υποκρισία στην αμηχανία - στα πρωτοσέλιδα του οπαδικού Τύπου.
Ας δούμε την αλήθεια κατάματα.
Και η αλήθεια είναι, πρώτον, ότι είναι μαζική πια η στρατολόγηση σε οπαδικές ομάδες κρούσης, ομάδες «κεφαλοκυνηγών» που δίνουν νόημα στη ζωή των μελών τους μέσω της οπαδικής «ταυτότητας» και, ακόμη περισσότερο, του μίσους για εκείνους που υποστηρίζουν τον «εχθρό». Τα μέλη αυτών των ομάδων δεν ενδιαφέρονται για το άθλημα το ίδιο. Γι' αυτό και το άθλημα δεν έχει σημασία - ποδόσφαιρο, βόλεϊ ή πόλο. Θεωρούν, έτσι κι αλλιώς, ηλίθιους και ανάξιους σεβασμού όσους πηγαίνουν στο γήπεδο απλώς για να δουν μπάλα. Αυτοί βρίσκονται εκεί όχι για το άθλημα αλλά για την «ομάδα». Ή, μάλλον, ούτε καν γι' αυτήν. Για να βρουν μια ευκαιρία να νικήσουν, σε έναν συμβολικό ή σε έναν πραγματικό πόλεμο, τον «εχθρό».
Η αλήθεια είναι, δεύτερον, ότι η υποκουλτούρα της βίας που αφρίζει στην εξέδρα και ακμάζει, όσο ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει και να γίνει τόσο ισχυρή, σχεδόν μαζική, αν δεν υπήρχε απέναντί της η συνενοχή αθλητικών παραγόντων και η ανικανότητα των αρχών. Και αν δεν υπήρχαν γύρω της ομολογημένες και ανομολόγητες συγγένειες, που της δίνουν έδαφος να ανθήσει και μια κάποια «νομιμοποίηση». Δεν το βλέπουμε με κάθε ευκαιρία στα γήπεδα; Δεν βλέπουμε ανθρώπους που δεν θα τράβαγαν ίσως ποτέ μαχαίρι, να φωνάζουν στον Νίνη, «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ...»; Δεν το ακούμε κάθε βράδυ στην τηλεφωνική υστερία των οπαδών στα αθλητικά ραδιόφωνα; Δεν το είδαμε πανηγυρικά το περασμένο Σάββατο, στο εθνικό μας «Καραϊσκάκη»;
«Όλοι σε κάποια συμμορία ανήκουν με κάποιον τρόπο, όλοι κάποια στολή φοράνε, όλοι έχουν μια ταμπέλα στο στήθος», λέει ο χούλιγκαν της Τσέλσι. «Γι' αυτό όταν οι πολιτικοί και όλοι οι διάφοροι μ... βγαίνουν και κλαίνε για τη βία, εμείς γελάμε στα μούτρα τους. Δεν διαφέρουμε από εσάς, ηλίθιοι. Κι εμείς, όπως κι εσείς, πιστεύουμε ότι εμείς έχουμε δίκιο και οι άλλοι άδικο. Είμαστε εμείς και οι άλλοι. Μας χωρίζει αίμα».
Και αυτή είναι μια τρίτη αλήθεια. Πουθενά, ίσως, πιο αληθινή από ό,τι στη σημερινή Ελλάδα. Ότι οι κουλτούρες της βίας, οι «βίαιες ταυτότητες», αν βρίσκουν προνομιακό χώρο στα γήπεδα, δεν γεννιούνται στα γήπεδα και δεν περιορίζονται σε αυτά. Απλώνονται, πολύ πέρα από το αθλητικό φαινόμενο, σε γωνιές αναπάντεχες του δημόσιου χώρου.
Γνώριμοι της ποδοσφαιρικής εξέδρας δεν ήταν εκείνοι που λιντσάρισαν τον Χρήστο Πολυζωγόπουλο στο κέντρο της Αθήνας; Τις συνήθειες των «ραντεβού για ξύλο» των οργανωμένων φιλάθλων δεν θύμιζαν τα εβδομαδιαία πανεκπαιδευτικά ραντεβού των ΜΑΤ με τις κουκούλες; Το ήθος του χουλιγκανικού «σουγιά» δεν ποτίζει πια τόσες δημόσιες αντιπαραθέσεις; Το ήθος του «Τσουκαλά» δεν χαρακτηρίζει και τα περίφημα παράθυρα, όποια κι αν είναι η αφορμή για την οποία συγκρούονται οι «οπαδοί», ακόμη και αν η αφορμή είναι, φέρ' ειπείν, ένα σχολικό βιβλίο Ιστορίας;
ΤΑ ΝΕΑ , 31/03/2007
Πολύ ωραίο κείμενο. Συμφωνώ απολύτως.
ΑπάντησηΔιαγραφή