Η Μάχη στα Δερβενάκια κι η Σφαγή στου Καραϊσκάκη

του Σταμάτη Φασουλή

Κατέβαινα παραμονή της Εθνικής (επετείου) στην Αθήνα με το ταξί για την απογευματινή στο θέατρο. Στο ραδιόφωνο εκπομπές λόγου (;) για τον αγώνα της Εθνικής (ποδοσφαίρου) προγνωστικά, σκέψεις, εκτιμήσεις, όλα φανατισμένα. Έξω ένας καιρός σαν από βροχή, σαν για βροχή κι έπειτα ήλιος. Στη Βασιλίσσης Σοφίας εκεί με την Κουμπάρη γωνία, στο φανάρι του Μπενάκη, χαμός. Είναι το πιο γρήγορο πράσινο της Αθήνας. Για να περάσεις απέναντι προς Ηρώδου Αττικού και Εθνικού (κήπου) πρέπει να 'χεις φτερά στα πόδια ή την ηλικία της νύχτας. Εκεί λοιπόν στο κέντρο της διάβασης είχε σταματήσει ένας ηλικιωμένος, τον είχε βρει το κόκκινο στου δρόμου τα μισά, ακίνητος με τα αυτοκίνητα να τον περνούν ξυστά, κι αυτός σαν μ' ένα χαμογελάκι κάτι να μου θυμίζει, κάτι... για μια στιγμή λέω ο αδερφός της μητέρας μου. Όμως τι θέλει εδώ; Μόλις έχει κάνει εγχείρηση καταρράκτη, πού βρέθηκε στον δρόμο; Το φανάρι ανάβει, μάς σταματάει, αλλά ο άγνωστος-μπορεί-θείος μου μετανιώνει και κάνει πίσω προς Κολωνάκι, όμως απ' την πλατεία κατεβαίνουνε κάτι τσολιάδες-μασκαράδες που ντύθηκαν τη στολή του Αγώνα (του Εθνικού) για να πάνε στον Αγώνα (τον ποδοσφαιρικό) όπου και οι δυο Αγώνες έχουν αντίπαλο την Τουρκία. Ο ηλικιωμένος βλέπει το τσολιαδομάνι κι αγριεύεται, ίσως ν' άκουσε μέσα στην παραζάλη του και κανα «γιούρια», πολύ θέλει ο άνθρωπος; Κάνει τα πίσω μπρος, τρέχουν οι χουλιγκανοτσολιάδες, τον προσπερνούν τον σκουντάνε τον περνάνε τον αφήνουν πάλι στη μέση ανήμπορο, σαστισμένο στη μέση της κυκλοφορίας... - «Σταμάτα» λέω στο ταξί «σταμάτα κατεβαίνω και πάω με τα πόδια, κοντά είμαι». Κατεβαίνω τρέχω και μόλις πάει ν' ανάψει πράσινο ορμάω τον πιάνω απ' τον αγκώνα πάμε λέω, προχωράμε. Όμως τα πόδια του... δεν! αργά - αργά στο τρίτο βήμα χιμάνε τα οχήματα. Βλέπω τις φάτσες των οδηγών οι πιο πολλοί δεν μας κοιτούν καν δεν υπάρχουμε κι οι άλλοι που μας βλέπουν μέσα απ το τζάμι διαβάζεις στα χείλια τους τον «μαλάκα γέρο» και τη μούντζα απ' το πλάι. Τον σφίγγω δίπλα μου ακόμα πιο πολύ κι αποφασίζω να περάσω κόντρα στο ρεύμα. Φρένα, καντήλια, γαμοσταυρίδια, μάνες, θείες, παναγίες όλα στην υπηρεσία των οδηγών της πρωτευούσης, αλλά εμείς φτάνουμε απέναντι. Στο πεζούλι στα κάγκελα του κήπου έχουνε καθήσει οι φουστανελάδες του γηπέδου, έχουν πιει τα αναψυκτικά τους και τώρα σηκώνονται, ρεύονται ηχηρά το ανθρακικό και πάνε να κατηφορίσουν. Όμως την ίδια στιγμή ανηφορίζουν τέσσερις άλλοι φουστανελάδες απ' τη σκοπιά του Αγνώστου αυτοί. Συντεταγμένοι και με βήμα εν-δυο εν-δυο. Για μια στιγμή κοιτάζονται απορημένοι απ' τη μια οι γηπεδομασκαράδες με τα κουρέλια των Απόκρεω κι απ' την άλλη οι τσολιάδες στην τρίχα με την κοντή φουστίτσα, το φέσι με τη φούντα τη χιλιοχτενισμένη και το τσαρούχι να κοιτάει περήφανο τον ουρανό. Ο δικός μου πάλι στη μέση βρέθηκε. Τον αφήνω πια μόνο του ανάμεσα στα δυο φουσάτα και κατεβαίνω προς το θέατρο, έχω αργήσει. Κάτι μου ψιθυρίζει από μακριά σαν «μάχη» και «σφαγή» δεν πολυκαταλαβαίνω...

Το βράδυ μετά από δυο παραστάσεις και την ήττα της Εθνικής (Ελλάδος) γυρνάω σπίτι, όλα μου φταίνε. Δίπλα στο κρεβάτι σωρός εφημερίδες εβδομάδων. «Μη μου τις πετάξετε, θέλω να τις ξεκαθαρίσω». Αρχίζω το ξεκαθάρισμα, τα νεύρα τεντωμένα. Σ' ένα ένθετο περιοδικό μια άλλης Κυριακής έχω υπογραμμίσει μια φράση του Φίλιπ Ροθ. Αααα... αυτό μου έλεγε ο άνθρωπος ανάμεσα στους τσολιάδες. Αυτή τη φράση του Ροθ! «Τα γηρατειά δεν είναι μάχη. Είναι Σφαγή»!



ΤΑ ΝΕΑ , 28/03/2007

Σχόλια

  1. Πωπω κειμενάρα! Πολύ καλή η επιλογή σου καπ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μα δεν είναι!

    Για μάθημα είναι! Πως το έφερε από εδώ, το έστριψε από εκεί και τελικά το πήγε από αλλού είναι πράγματικά ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ γραφής και στυλ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου