Περί –Γραφής και Ντέρμπι


Ξέρω πότε γράφω «καλά». Πότε αυτά που γράφω «αρέσουν» στους άλλους –ενίοτε και σε μένα- και πότε όχι. Είναι όταν καθισμένος στην κερκίδα, πάνω σε ένα δέντρο ή ακόμη ψηλότερα, σε ένα αεροπλάνο, πραγματικό ή φανταστικό, κοιτάζω κάτω, παίρνω το σημειωματάριο ή ακουμπώ το πληκτρολόγιο στα γόνατα και αρχίζω. Είναι ο τρόπος μου να παρατηρώ τα πράγματα από απόσταση. Να τα «σπικάρω». Να μπαίνω μέσα χωρίς να είμαι μέσα. Ή να τα έχω δει τόσες φορές που πλέον να προτιμώ μια δική μου περιγραφή παρά την επανάληψη εκείνου που ήδη γνωρίζω πως θα εξελιχθεί.

Γράφω «καλά» όταν κρατώ απόσταση από αυτό που περι-γράφω. Πραγματική ή χρονική. Όταν δεν εμπλέκομαι άμεσα. Όταν, στο φινάλε φινάλε, έχω πάψει να ενδιαφέρομαι πραγματικά για κάτι. (Να, ας πούμε γιατί δεν έχω γράψει ποτέ ούτε μισή ερωτική αράδα της προκοπής. Ούτε μια κάρτα που θα συνοδεύει μια ανθοδέσμη δεν είμαι ικανός να γράψω. Τίποτα.) Γράφω «καλά» όταν έχω αγγίξει έναν βαθμό «σοφίας» ως προς το περι-γραφόμενο. Όταν δηλαδή μπορώ να του γυρίζω την πλάτη, να το συγκρίνω, να το συν-ταιριάζω με άλλα πράγματα, άσχετα, να αποκτώ δικαιώματα ζωής και, κυρίως, θανάτου επάνω του.

Όταν, δηλαδή, με αφήνει παγερά αδιάφορο, επί της ουσίας. Τότε μόνο μπορώ να βαλσαμώνω κομμάτια της πραγματικότητας (μου) και να τα στολίζω στο «Ψυχώ», δωμάτιο της Γραφής μου.

Αντίθετα, γράφω άθλια, τουλάχιστον βαρετά, πληκτικά και επιτηδευμένα όταν είμαι μέσα στο γήπεδο. Όταν δεν ξέρω τίποτα ή έστω, όταν μου διαφεύγει μεγάλο κομμάτι γνώσης. Τότε συνθηματολογώ, κραυγάζω, βρίζω, μιλάω με μισόλογα, «α, γαμήσου», «κάνε ποιο εκεί ρε κόπανε», «μη με κλείνεις ρεεεε, να βλέπω», «πέτα την από δω, ρε μαλάκα», «της μάνας σου, κωλόπαιδο». Ο, τι δηλαδή, φαντάζομαι, ότι θα έλεγε ο Νικοπολίδης στον προχθεσινό αγώνα. Περιμένει κανείς από τον Νικοπολίδη ή τον Ριβάλντο να λογοτεχνούν την ώρα του αγώνα;

Απόψε όμως, δύο ημέρες μετά το «ντέρμπι» της συμφοράς, το καλό που του θέλω ΕΙΔΙΚΑ ΤΟΥ ΡΙΒΑΛΝΤΟ, είναι να έχει στρωθεί και να γράφει το «Εγκλημα και Τιμωρία». ‘Η έστω να το έχει αρχίσει!

Σχόλια