Σκηνές από προχθές το βράδυ…
Εκεί, στην Αποθήκη του Μύλου, 40 χρόνια μετά το «φορτηγό», με τον Νιόνιο, στα μαξιλαράκια. Ένα σκηνικό φτιαγμένο, ειδική παραγγελιά, για τον ίδιο και που θέλει να πει με δύο τρόπους το ίδιο πράγμα: «Σας θέλω όλους γύρω μου», «θέλω να είμαι εγώ στο κέντρο». Ο Μεγάλος Ανασφαλής και ο Μεγάλος Νάρκισσος. Μαζί και χώρια. Και πίσω από τα μαξιλαράκια, έτοιμα, στρωμένα και ως συνήθως στριμωγμένα τα μεγάλα τραπέζια για το «πλατύ κοινό». Μια μπουάτ του ’60 διακτινισμένη στη μέση ενός κλασσικού «σκυλάδικου» ή μια αίθουσας ροκ συναυλιών –διαλέχτε ότι σας ταιριάζει ή ότι θυμάστε…
«Ελάτε στην πρόβα» αντί συνέντευξης τύπου, «θα έχουμε και χαλαρή κουβεντούλα». Πήγα. Είναι η πρώτη φορά που πηγαίνω σε συνέντευξη τύπου μετά από πολλά πολλά χρόνια. Τις βαριέμαι αφόρητα τις «κασέτες» και τις ζητιανιές του στυλ «γράφτε κάτι καλό, να έλθει κόσμος στην πρεμιέρα, δεν έχω τα ματάκια μου καλέ, έχω δεκατέσσερα αδέλφια και έναν πατέρα με ημιπληγία»… Αρχέγονα μαρκετινίστικα κολπάκια του κώλου πολύ πριν εφευρεθεί το καλλιτεχνικό marketing. Και ο Σαββόπουλος είναι μανούλα σ’ αυτό. Όμως, όπως και να το κάνουμε, καλύτερα να βλέπεις την ίδια την «μανούλα», την ορίτζιναλ παρά τους μιμητές της…
Δεν βλέπω κόσμο απ’ έξω, θα μπήκαν σκέφτομαι και ανεβαίνω στην αίθουσα. Κανείς. Μονάχα ένας δύο τεχνικοί και στη μέση σ’ ένα σκαμπό ο Διονύσης, παραδίπλα ο Λάντσιας και λίγο πιο εκεί ο Κιουρτσόγλου κουβεντιάζουν περί ανέμων και υδάτων. Με το που με παίρνουν χαμπάρι πιάνουν ένα τραγούδι. Σχεδόν αυτόματα. Σαν κι εκείνο το ανέκδοτο με τον Χριστό και του Ληστές, «μάγκες ανεβείτε στους σταυρούς, πλακώσαν οι τουρίστες». Αισθάνομαι άβολα, ξανακατεβαίνω μέχρι να μαζευτεί το «συνάφι». Εξω στο κρύο πιάνουμε ψιλή κουβέντα με τον Γιάννη τον Ρήγα που έχει παραστάσεις στο Μύλο και που ανησυχεί λίγο μήπως ο θόρυβος από την πρόβα θα ακούγεται εκεί που παίζουν οι δικοί του. «Δεν έρχεστε καλύτερα να δείτε την παράσταση που είναι εξαιρετική απόψε και αύριο να έλθετε κανονικά στο Σαββόπουλο». Προς στιγμή το σκέφτομαι. Δεν είναι κακή ιδέα. Από την άλλη αφού είπα να δω πρόβα και κουβεντούλα θα το κρατήσω…
Το «συνάφι» καταφθάνει κολοβό. Καμιά ντουζίνα όλοι κι όλοι, άντε δεκαπέντε. Του «πολιτιστικού» κυρίως και κανά δυο διευθυντάδες. Είναι και Πέμπτη άλλωστε, η ειδησεογραφία τρέχει. Ανεβαίνουμε. Η πρόβα είναι –υποτίθεται-σε πλήρη εξέλιξη. Φυσικά κανείς δεν κάθεται στα μαξιλαράκια, η σοβαροφάνεια του κλάδου μου μας οδηγεί στα τραπέζια, χαιρετούρες, εμφανίζονται γκαρσόνια με κρασιά, ξανά χαιρετούρες με τους υπεύθυνους της επιχείρησης. Το τρίο μας έχει γραμμένους κανονικά και καλά κάνουν, πρόβα –υποτίθεται έχουν. Βγάζουμε επιτέλους τον μαύρο σκασμό και μένουμε να παρακολουθούμε.
Και πάμε πάλι απ’ την αρχή…
Εκεί, στην Αποθήκη του Μύλου, 40 χρόνια μετά το «Φορτηγό», με τον Νιόνιο και τα παρδαλά «σταράκια» του να παίζει το «Ελσα σε φοβάμαι, Ελσα σ’ αγαπώ». Τριών χρόνω εγώ τότε, 43 σήμερα! Κι αυτός –«Δεκέμβρης του ‘44»- εικοσιτριών τότε… Εξηντατριών σήμερα!
Να ‘τοι πάλι οι υπολογισμοί και οι προσθαφαιρέσεις. Τελευταία όλο αυτό κάνω. Υπολογίζω χρόνια. Αφαιρώ, προσθέτω. Τα δικά μου. Των άλλων. Βγάζω σύνολα. Κάνω συγκρίσεις. Προσπαθώ να μαντέψω πως θα είναι είκοσι χρόνια μετά, σαράντα. Σε σαράντα χρόνια ο Σαββόπουλος δεν θα ζει. Ισως ζει ο Μιχάλης Χατζηγιάννης. Τα παιδιά μου θα βγουν χαζά. Μπορεί όμως να πηγαίνουν να δουν τον «Πυρήνα» του Χατζηγιάννη. Φρικάρω. Εντελώς όμως. Με πνίγει ο χώρος, η πρόβα, οι υπολογισμοί των ηλικιών, τα Winston. Επρεπε να είχα πάει στην παράσταση του Ρήγα; «Αν με πιάσει νοσταλγία θα ουρλιάξω» λέω από μέσα μου. Οσο πιο πολύ την σιχαίνομαι τη νοσταλγία τόσο με κατακλύζει να πάρει η οργή να πάρει. Και τότε ευθυγραμμίζονται οι σκέψεις μας… Μ’ ένα νανούρισμα:
Νάνι, το παιδί μου, νάνι. Που δεν ήθελε νερό
Τ’ άλογό μας το μεγάλο. Αχ, καρδούλα μου, ποιος ξέρει;
Τι να λέει το ποταμάκι. Στο λιβάδι το χλωρό.
Νάνι το νερό το μαύρο. Μες στα πράσινα χορτάρια.
Το ψηλό τραγούδι πιάνει. Νάνι, την τριανταφυλλιά μου,
Που τη γης δακρυοποτίζει Τ’άλογο μας το καλό.
Τ’ έχει πόδια λαβωμένα. Τραχηλιά κρουσταλλιασμένη
Τ’ έχει ένα ασημένιο λάζο. Καρφωμένο μες στα μάτια.
Μόνο μια φορά σαν είδε, Τ’ αντρειωμένα τα βουνά
Εχλιμίντρισε κι εχάθη, Στα νερά τα σκοτεινά.
Αχ, που πήγες άλογό μου, Που δεν ήθελες να πιεις;
Αχ, μαράζι μες στο χιόνι, Νάνι, το γαρούφαλλο μου,
Που τη γης δακρυοποτίζει. Τ’άλογο μας το καλό.
Μην έρχεσαι! Μην μπαίνεις! Το παράθυρο κλείσ’ το
Με φυλλωσιές ονείρου, Με όνειρο φυλλωσιάς.
Κοιμάται το παιδάκι μου. Σωπαίνει το μωρό μου.
Αχ, που πήγες άλογό μου,
Που δεν ήθελες να πιεις; Άλογο της χαραυγής!
… «Όταν φωνάζουν στο σπίτι ‘Διονυσάκι’ γυρνάω νομίζοντας ότι φωνάζουν εμένα ενώ φωνάζουν τον εγγονό μου. Είναι αυτό το τσογλανάκι μέσα μου που γυρίζει. Αυτό το τσογλανάκι πρέπει να το προσέξουμε. Αν το αφήσουμε να πάρει το πάνω χέρι θα μας φάει ολόκληρους εσωτερικά και θα μας μείνει μόνο ένα τσόφλι. Αν κάτι πρέπει κανείς να κρατάει είναι αυτός ο διάλογος παιδιού και ενηλίκου. Αυτόν να διατηρεί…».
Ξεκινάει την «κουβεντούλα» μιλώντας χαλαρά, σαν παραμυθάς, ο γνώριμος Διονύσης. Αφήνεσαι. Μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι αυτά που λέει, αυτά ακριβώς, με την ίδια σειρά, την ίδια σύνταξη, τα έχεις διαβάσει στην συνέντευξη, στο Sunday, της προηγούμενη Κυριακή. Με απίστευτη ακρίβεια μέχρι και στις άνω τελείες…
«Εγώ ποτέ μου δεν έψαχνα το σουξέ…»
«Ξέρετε τα σουξέ έχουν ένα κακό. Στο τέλος θυμάσαι μονάχα αυτά και ξεχνάς τα άλλα…»
Τέτοια. Αυτούσια και ανούσια…
Δεν με σοκάρει πλέον. Όχι τόσο όσο πριν δεκαπέντε –είκοσι χρόνια. Το έχω μάθει. Ο Σαββόπουλος υποδύεται τον Σαββόπουλο. Του γράφει τις ατάκες, χτίζει τον ρόλο και μετά το παίζει ίδιο και απαράλλακτο για μια ολόκληρη σεζόν. Δεν θα μπορούσε, εδώ που τα λέμε, να είναι και διαφορετικά. Ισως τα καλύτερα, τα «άλλα», τα εκτός ρόλου, να τα κρατάει για τους πολύ δικούς του. Για τον δικό του πυρήνα ανθρώπων. Ετσι δεν είναι;
Τελειώνει. «Αν θέλετε κάτι να ρωτήσετε, αν θέλετε να σας πω κάτι άλλο, ελεύθερα», δίνει το σύνθημα να αρχίσει η …ανοησία την οποία ανέχεται στωικά: και «γιατί τα μαξιλαράκια» και «γιατί αυτά τα τραγούδια» και «θα κάνετε κάτι διαφορετικό στη Θεσσαλονίκη απ’ ότι στην Αθήνα» και το αποκορύφωμα: «τι γνώμη έχετε για τις κινητοποιήσεις στην Παιδεία»…
Όταν ρωτάς κάποιον ανοησίες και πράγματα εκτός τόπου και χρόνου είναι αυτονόητο ότι θα λάβεις ανόητες και εκτός τόπου και χρόνου απαντήσεις. Κι αυτό συμβαίνει. Ξενερώνω. Θέλω λίγο κρύο αέρα στη μούρη και στα ρουθούνια μου πριν αρχίσω και πάλι να μετράω χρόνια και αιώνες. Θα ήθελα επίσης να τον πάρω κι αυτόν μαζί. Να φύγουμε οι δυο μας, να βγούμε να περπατήσουμε μέχρι τις αποθήκες στο λιμάνι. Χωρίς να λέμε τίποτα. Χωρίς να του ζητάω να παίξει την κασέτα και να του πω πόσο τυχερός είμαι που μεγάλωσα «με Σαββόπουλο» ενώ εκείνος όχι…
Αντ’ αυτού, ήπιαμε μπύρες στον «Κήπο των Πριγκίπων» με εξαιρετική παστουρμαδόπιτα και κολοκυθάκια τηγανητά και κουβέντες περί θεάτρου, μουσικής, ανέμων και υδάτων…
Οι μόνοι διασωθέντες της ευχάριστης βραδιάς ήσαν οι Λάντσιας και Κιουρτσόγλου στην αθωότητά τους και ένεκα αυτής (και του μεγάλου ταλέντου τους φυσικά).
Αυτά τα κοινά και προς δημοσίευση…
Και τα λοιπά δικά μου!
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτές οι ευχάριστες, παρεΐστικες βραδιές του μάρκετινγκ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπου όλοι γνωρίζονται "από τότε" και εγώ κάθομαι σε μια άκρη σαν τον κλέφτη, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, επειδή "τότε" που γνωριστήκανε όλοι αυτοί δεν είχα γεννηθεί ακόμα.
Αναρωτιέμαι σε 15 χρόνια (γεροί να 'μαστε) θα με βλέπουν οι επόμενοι έτσι όπως βλέπω εγώ σήμερα τους τωρινούς;
Mpravo! Alh8eia, 8a ta egrafes auta kai sto periodiko?
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα ίδια επανέλαβε και χτες. Και άλλα όμως, ωραία παραμύθια κι ατάκες από τον φετινό, παλιότερους ή επόμενους ρόλους. Και τα ίδια τραγούδια λέει πολλά χρόνια τώρα. Τι σημασία έχει; Κάθε φορά που τα ακούς «βλέπεις» κάτι καινούργιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, θα τα έγραφα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνώνυμε, κι εγώ αναρωτιέμαι τι σημασία έχει. Μη νομίζεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ πάλι, όταν μου δίνουν τροφή για καινούργιες ιδέες δεν αναρωτιέμαι καθόλου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνατριχιάζω και μόνο που το σκέφτομαι!Τα παιδιά μου (αν με αξιώσει ο καλός Θεούλης να φτάσω εκεί)να μεγαλώσουν με τον Πυρήνα του Χατζηγιάννη και του Ρέμου!Ενώ εγώ στην ηλικία τους να έχω περάσει από βραδιές με Χατζηδάκι και Σαββόπουλο...
ΑπάντησηΔιαγραφήτραγ-ωδία
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ πιθανή τραγ-ωδία όμως!
ΑπάντησηΔιαγραφή(Ασε που σε αυτούς δεν θα φαίνεται καθόλου τραγωδία. Θα είναι κομμάτι της μνήμης τους. Μέρος όλων αυτών που σήμερα τους διαμορφώνουν. Κι εμείς θα ψέλνουμε Σαββόπουλο όπως οι παππούδες μας σιγοτραγουδούσαν Γούναρη και Ατίκ…)
"Τέτοια. Αυτούσια και ανούσια…"
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσυπογράφω. Όχι με χαρά. Πήγα καιέφυγα "χωρίς τροφή για καινούργιες ιδέες". Παρακμιακό ήταν. "Άσε το χρόνο να σε γεράσει καλά". Συγκλονισική εξαίρεση: Λάντσιας και Κιουρτσόγλου. Απίστευτοι. Και τη μέρα που πήγα εγώ, δεν ξέρω για αλλες, χωρίς μαξιλάρες. Αναγκαστικά λοιπόν στα "στριμωγμένα μεγάλα τραπέζια για το «πλατύ κοινό»". Σαν σκυλάδικο.