Είναι γλεντζές, πίνει γάλα

Καλό παιδί δεν ήμουν ποτέ. Τσογλάνι ήμουν. Μεγάλο. Ηξερα όμως εκεί που έπρεπε να φοράω προβιά αγγέλου. Στο σπίτι για παράδειγμα –όχι πάντα. Και στο σχολείο. Με όσους δασκάλους και καθηγητές γούσταρα. Με τους υπόλοιπους ήμουν τρεις φορές τσογλάνι. Στο δρόμο και στις πλατείες, αρχιτσόγλανος. Με τα κορίτσια, γάμησέ τα. Για πολλές μπάτσες. Κάτι μου έλειπε όμως. Δεν έλεγα «βρομόλογα». Αδύνατον να τα εκστομίσω. Το «μαλάκας» με τα χίλια ζόρια, το «α γαμήσου» περιορισμένα. Το «ρε πούστη» σπανιότατα. Εκεί που ήμουν όμως εντελώς «πάτος» ήταν στις σεξουαλικές περιγραφές και την περι αυτών ονοματοδοσία πράξεων και υποκειμένων. «Γκομενάρα» έλεγα, «μουνάρα» ούτε καν το σκεφτόμουν. «Θα ήθελα να την πάρω αυτή» δήλωνα, «να της ξεσκίσω το μουνί» ούτε να το ακούσω. Παράξενο πράγμα. Ισως γιατί δεν είχα συνηθίσει από νωρίς την χρήση αυτών των λέξεων και εκφράσεων στο σπίτι και στη γειτονιά. Όταν πήγα Γυμνάσιο ήταν αργά. Πάλι καλά που έριχνα κανένα μπουνίδι όταν το καλούσαν οι περιστάσεις, που καβαλούσα μηχανάκια και που έσπαγα πόρτες, παράθυρα και θρανία και έτσι δεν μου βγήκε η ρετσινιά του «φλώρου». Άλλο ένα παιδί ήταν σαν κι εμένα, ο Γιώργος Σταματάκης –αργότερα έγινε και κουμπάρος μου. Αυτός παραήταν δανδής όμως.

Αφού λοιπόν δεν μπορούσα να τα πω, φυσικό ήταν να αποφεύγω και όσους μιλούσαν έτσι. Πιο πολύ για να μην έρχομαι σε δύσκολη θέση. Με τον καιρό λειτούργησαν οι μηχανισμοί εκλογίκευσης και έριχνα πολύ χαμηλά στη σκάλα των προσωπικών μου αξιολογήσεων όσους εκφραζόντουσαν έτσι. Μετατρέποντας την αδυναμία μου σε αδυναμία τους. Ότι και καλά δεν έβρισκαν άλλους τρόπους να εκφραστούν. Να πουν δηλαδή το ίδιο πράγμα χωρίς «χυδαιότητες». Ειδικά για κάποιους ανθρώπους το θεωρούσα αδιανόητο. Ας πούμε για εκείνους που τους είχα σε κάποια εκτίμηση για άλλους λόγους. Τους είχα, όπως λένε, «ψηλά». Αυτοί ήταν που με έριχναν από τα σύννεφα… Εντελώς…

Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

Ψάρακλας εγώ στη δημοσιογραφία. «Πουλί», «κοτόπουλο» εντελώς, εκεί γύρω στο 85 κι έκανα τα πρώτα μου βήματα, αρχικά στη Χρ. Λάδα και λίγο αργότερα στην Κολοκοτρώνη. Τότε ήταν που συνάντησα της παρέα Παπαδόπουλου- Λιάνη-Δημαρά (τους «Ρεπόρτερ» δηλαδή) και μαζί τους πολλούς άλλους από το δημοσιογραφικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό χώρο, από τους πρώτους που θυμάμαι είναι ο Μουλόπουλος, ο Κακαουνάκης, ο Τόλιος, ο Κουναλάκης, η Νένα Μεντή, ο Πολυμίλης, οι αδελφοί Τρινταφυλλόπουλοι και άλλοι.

Παραμονές Χριστουγέννων ήταν, του ’85 και μόλις έπιανα «γερά» λεφτά στα χέρια μου. Μισθός και δώρο έβγαινε κανένα 25άρι χιλιάδες όλο κι όλο. Βγαίνοντας από το λογιστήριο βλέπω τον Αρη να φεύγει τρεχάτος. Που πας; Πάω για χαρτί με τους άλλους. Μεσημέρι ήταν και μεσημέρι δεν είχα παίξει ποτέ χαρτί στη ζωή μου. Να μια καλή αφορμή σκέφτηκα και πήγαμε μαζί. Οι άλλοι –οι περισσότεροι από του προαναφερόμενους- το είχαν ήδη «στρώσει» μαζί με ούζα και κρασιά. Κάθισα. Με σύστησε ο Αρης. «Αστε τις μαλακίες και τις χαιρετούρες και καθιστέ κάτω…» είπε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος κοιτάζοντάς με στραβό μάτι/ «Εδώ δεν παίζουμε ξερή. Αντρικά παιχνίδια ξέρεις;». Ξέρω. Ηξερα. Τα δύο τελευταία χρόνια του Λυκείου ξεκινούσαμε να παίζουμε πόκα από τις 30 Νοεμβρίου, στη γιορτή μου και τελειώναμε Μεγάλη Παρασκευή. Κάθε βράδυ. Σχολιαρόπαιδα βέβαια. Καμιά σχέση με τους «καρχαρίες της τσόχας» που είχα μπροστά μου.

Ξεκινήσαμε. «Κούκος με διπλή ψωλή και τρία αρχίδια!». Που στην ορολογία που ήξερα εγώ σήμαινε «κούκος διπλός με τριπλό καπέλο». Αργούσα να μιλήσω. Ο Παπαδόπουλος με κάρφωνε αυστηρά, κάποια στιγμή ξέσπασε. «Θα παίξεις αγοράκι μου ή να σε πάμε στις κούνιες;». Την επόμενη γύρα άρχισε τα μπινελίκια. Όχι μόνο σε μένα και προς άλλους. Κι όσο γινόταν αυτό τόσο έχανα παρτίδες και χρήματα άλλο τόσο και την ρομαντική εικόνα που είχα για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Ποιο «τρένο στις 8», «ποια Σάββατα κι απόβραδα» και ποια «αμάξια γέρικα στις ανηφοριές»! Λεξιλόγιο και παιχνίδι χόντραιναν παρτίδα με την παρτίδα. Κάποια στιγμή φτάσαμε να χτυπάμε ρέστα. Και το χειρότερο: στα ενδιάμεσα, στις μοιρασιές επάνω διπλανός με διπλανό παίζαμε μονά/ζυχά τα χαρτονομίσματα. Αρχισα να αιμορραγώ πάνω και κάτω από τραπέζι. Τα χιλιαρόπουλα που είχα ζεστά-ζεστά στην τσέπη εξατμιζόντουσαν. Αντίθετα ο Παπαδόπουλος – μεγάλος παίκτης όντως- είχε ένα λόφο χαρτονομίσματα μπροστά του. Και η Μεντή το ίδιο αλλά λιγότερα. Επαιξα κι έχασα και την τελευταία μου δεκάρα. Σηκώθηκα, χαιρέτησα να φύγω. «Να σε βλέπουμε συχνότερα» τον άκουσα να λέει. Δεν με ξαναείδαν σε τραπέζι χαρτιού και ούτε που ξανάπαιξα ποτέ στα σοβαρά. Εφυγα. Κι από πίκρα και κακία έκανα έκτοτε ότι σνομπάρω τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου διότι –άκου να δεις τι έλεγα- δεν μπορεί ένας τόσο «χυδαίος» άνθρωπος να γράφει τόσο ευαίσθητα. Μαλακίες. Κάθισα και με άλλους σπουδαίους και συνθέτες Μεγάλους και ποιητές Εθνικούς. Τα ίδια και χειρότερα. Τι μουνιά και τι κωλιά ξέσκιζαν και σάλιωναν και μπαλαμούτιαζαν. Κι απογοητευόμουν έχοντας την ιδέα ότι όταν είσαι με τέτοιους θα ακούς από Χάϊντεγκερ και άνω… Δόξα τον Θεό μέχρι τα τριάντα μου είχα ξεπεράσει μύθους, θρύλους και άλλες εξιδανικεύσεις. Παρ’ όλα αυτά κάποιες αντιπάθειες και κάποιες μαύρες λίστες τις κρατούσα…

Πέρασαν τα χρόνια. Γάμησα και γαμήθηκα αρκετά. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Εκανα 5-6 φορές την βόλτα της ζωής μου. Εγινε πιο τραχύ το δέρμα και το μυαλό μου. Ξεθώριασαν οι μαυροπίνακες. Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου το «Είναι γλεντζές, πίνει γάλα» του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Εφαγα κόλλημα με την φωτογραφία στο εξώφυλλο. Λάτρεψα τον πιτσιρικά στα δεξιά, με το σακάκι που παρακολουθεί το παιχνίδι –ξυλίκι είναι- με ανοιχτά τα πόδια. Το άνοιξα να ρίξω μια ματιά. Και κάθε νύχτα διαβάζω από ένα κεφάλαιο. Τελειώνοντας με παίρνει ο ύπνος και συνεχίζω την ιστορία με όνειρα. Ανακαλύπτω και επανεκτιμώ έναν άνθρωπο που για ασήμαντη αφορμή –ποιος μου έφταιγε που έχασα τον πρώτο μου μισθό μαζί με το δώρο του ’85; Η κούτρα μου!- τον είχα απορρίψει.

Πολλά από όσα εξιστορεί για τη γενιά και την Αθήνα της εποχής του τα πρόλαβα κι εγώ ή έζησα παρόμοια κι ας είμαι δυό-τρεις δεκαετίες νεώτερος.

Γι’ αυτό τα γράφω αυτά εδώ. Για να παραδεχτώ ένα λάθος…

Και για να προτείνω αυτό το βιβλίο σε όλους εκείνους που νομίζουν ακόμη ότι η ζωή είναι είτε άσπρη είτε μαύρη ή που δεν μπορούν να εξηγήσουν πως γίνεται ο ίδιος άνθρωπος να είναι και ασπρόμαυρος και πολύχρωμος και αυτό και το άλλο.

Ετσι είμαστε όλοι, «σημαντικοί» ή «ασήμαντοι», επώνυμοι ή «ανώνυμοι». Χωρίς καμιά συνέπεια. Ανθρωποι και ανθρωπάκια ταυτόχρονα… Ψυχούλες και καρχαρίες… Μάγκες και κότες… Λεβέντες και σκατόψυχοι…

Και πάλι άφησα πολλά απ’ έξω…

Πάντα έτσι θα γίνεται… Όλα ούτε χωρούν μα μήτε και λέγονται…

Σχόλια

  1. το ρούφηξα με τη μία:)

    έχεις απόλυτο δίκιο....και ξέρεις τι θυμήθηκα ε;

    τον Ζουράρι και το κόλλημά του με το συναμφότερον....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξ ου και η "εμμονή" με την κάθε μορφή τζόγου;
    Από το ίδιο περιστατικό ξεπετάχτηκε κι αυτή;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. όμορφα τα λες άνεμε, και δίκιο έχεις.
    είμαστε όλα και απ' όλα...

    είναι όμορφο να κοιτάς πίσω και να βλέπεις ιστορίες και παθήματα να σου θυμήζουν πως αυτή είναι η ζωή.

    είμαι όλα και απ' όλα, ακόμα δεν το χω χωνέψει
    αλλά το κείμενό σου με φέρνει ένα βήμα πιο κοντά

    για να μην πω ξανά για την απίστευτη συνχρονικότητα
    σ ευχαριστώ

    trapped

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σε διάβασα με μια ανάσα σήμερα!
    :`-(

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. οι σκιές μιλάν >>> Χαρτί έπαιξα αρκετό ως τα τότε… Μετά δοκίμασα κι άλλες μορφές τζόγου (εκτός από δύο είδη: ΚΡΑΤΙΚΟ τζόγο και στοιχήματα, νόμιμα και παράνομα). Η μεγάλη αρρώστια –ευτυχώς την έκοψα στον ένα χρόνο- ήταν τα άλογα… Είχε ευτράπελα αλλά είχε και μεγάλο κατήφορο…
    Αφού ξεμπέρδεψα και με αυτά παίζω μόνο τάβλι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Πολύ ωραίο ποστ, το διάβασα αρκετές φορές αλλά θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω εντελώς καλοπροαίρετα πως οι τελευταίες γραμμές γιαυτούς που τα βλέπουν είτε άσπρα είτε μαύρα, γραμμένες από το δικό σας πληκτρολόγιο, μ'εκανε και χαμογέλασα. :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Μα ακόμη κι αυτό είναι μια αντίφαση που πρέπει να δεχτούμε (γώ τουλάχιστον την δέχομαι στους άλλους): είναι στιγμές που όλα τα βλέπεις ασπρόμαυρα και άλλες που απολαμβάνεις την πολυχρωμία. Εξαρτάται από το Χρόνο και τον Λόγο (αλλά και το μέγεθος της εικόνας, αν με εννοείς)…
    Εφ’ όσων βέβαια δεν είσαι ούτε φανατικός ούτε όμως και γκουρού! Και δεν είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο, δόξα τω Γιαραμπί!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου