- Ξέρεις, μανάρι μου, πόσο χωράει ένα μπαλόνι;
Το βάζω ολόκληρο αλλά πηγαίνετε και από το Link για να το έχετε και στα bookmark σας αλλά και γιατί μου «κολλάει» και με τα προηγούμενα post:
Xρόνια Xαμένοι στη Mετάφραση
Του Σταμάτη Φασουλή
Όπως παράδερνα νυχτιάτικα από κανάλι σε κανάλι, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με την Μπέτι Ντέιβις. Μαυρόασπρη, απαστράπτουσα και νέα. Νέα, νέα.
Έψαχνα τον τίτλο. Ποια ταινία; Ποια ταινία; Αδύνατον. Την είχα δει την ταινία; Δεν την είχα δει; Σε ποιο σινεμά και με ποιον τίτλο;
Σινεμά τότε βλέπαμε το πρωί, την ώρα του σχολείου, κάναμε τότε σκασιαρχείο. Κατέβαινα στη Δροσοπούλου, Μαυρομματαίων, δεξιά Χέυδεν και μόλις έβλεπα τους μαθητές να συρρέουν στο 2ο Γυμνάσιο, την έκανα αριστερά Αριστοτέλους και... από 'δώ πάν' κι οι άλλοι. Έπαιρνα σβάρνα τα σινεμά να δω τις φωτογραφίες στις προθήκες πρώτα για να διαλέξω τι θα δω κατά τις 10, που θ' αρχίσει η προβολή. Όταν λέμε 10, εννοούμε 10 το πρωί - 10 άρχιζαν το πρωί και τέλειωναν 1 το βράδυ. Γύρναγα λοιπόν μόνος σ' όλους τους τότε κινηματογράφους, που τώρα πια δεν υπάρχουν! Ήταν όπως ανέβαινα την Πανεπιστημίου αριστερά το «Τιτάνια», ένα μεγαλοπρεπές μεσοπολεμικό (νομίζω) κτίριο με βελούδα, εξώστες, θεωρεία και αψίδες (πήγαινε να μιμηθεί το «Rex» και λαχάνιασε το ντεκόρ, αλλ' παρ' όλα αυτά μια χαρά αποκούμπι). Απέναντι νομίζω - ναι - ναι! - απέναντι το «Πάνθεον» (πριν το σκοτώσουν οι μπουλντόζες έγινε για λίγο θέατρο, εκεί έπαιξε η Παξινού την τελευταία της παράσταση «Μάνα Κουράγιο»).
Πιο πάνω αριστερά το «Rex» με το υπόγειο «Σινεάκ» και μετά το «Ιντεάλ» (που είναι τώρα, αλλά ανανεωμένο dolby και surround). Μετά, απέναντι πέρναγες τη Στοά και έβγαινες ευθεία στον «Ορφέα», μεγάλο, τεράστιο σινεμά, που φιλοξενούσε κάτι συναυλίες νομίζω και κάτι μπαλέτα γλιστράγανε στο πάτωμα, «Bevios Ka» τα λέγανε, και μετά «Άστυ», «Άστωρ», «Έσπερος», βιζαβίς στον «Απόλλωνα» «Αττικόν» και πάνω πάνω, Αμερικής, το «Μαξίμ», τώρα - ξανά - Θέατρο Αλίκη και Βουκουρεστίου το «Παλλάς»· η κορωνίς της πρωινής κινηματογραφικής μου βόλτας.
Τα θυμάμαι τόσο έντονα όλα αυτά τα σινεμά και πιο πολύ αυτά που δεν υπάρχουν πια. Όλα φωτισμένα απ' το πρωί να φέγγουν μέσα στη μέρα με τα νυχτερινά τους χρώματα, όλα με Νέον με κάτι χρώματα της αμαρτίας: κόκκινο της φωτιάς, πράσινο του κολασμένου, μαβί σκούρο του αιδοίου και άλλα ακατάλληλα αυστηρότατα.
Διάβαζα, λοιπόν, στον πρωινό ουρανό της Αθήνας με βραδινά γράμματα πυρακτωμένα: Τιτάνια, Rex, Άστωρ, Ορφέας, Παλλάς, Μαξίμ και Έσπερος κι ήταν τότε το δικό μου αντίστροφο «Μακρύ ταξίδι της νύχτας μέσα στη μέρα». Εκείνο όμως που είχε μέσα μου κάτι εξίσου σκοτεινό και ανεξήγητο ήταν οι τίτλοι. Τα γραφεία διανομής μετέφραζαν τους τίτλους των ταινιών προσπαθώντας να τους κάνουν περισσότερο - κατά τη γνώμη τους - εμπορικούς και έφταναν σε τέτοιες ακρότητες, που άγγιζαν χωρίς καν να το υποψιάζονται τα όρια του σουρεαλισμού, κάτι που βαθύτατα μισούσαν.
Θυμάμαι μια ταινία του Φερέρι (Μάρκο Φερέρι: φοριότανε πολύ μια εποχή ασορτί με μπότες στρατιωτικές, ναυτικό αμπέχονο και μαύρη άραχλη μπλούζα με τον γιακά ζιβάγκο και άπλυτο).
Μια ταινία, λοιπόν, του Φερέρι με την Κάρολ Μπέικερ νομίζω, της είχανε κολλήσει τον φαρδύ-πλατύ τίτλο «Το ρετιρέ μια Ανώμαλης». Το φιλμ δεν διέθετε βέβαια ούτε ρετιρέ, ούτε ανώμαλη, οπότε το έφαγε η μαρμάγκα. Αλλά ο τίτλος που παίρνει Όσκαρ, Βατόμουρο, Τόνι, Πούλιτζερ, Γκράμι και όλα τα συναφή είναι η ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Πιερό λε φον», δηλαδή ο τρελός Πιερό, που μεταφράστηκε για ανεξήγητους ακόμη λόγους «Ο Δαίμων της ενδεκάτης ώρας».
Αν και νομίζω πως ο δαίμων που έσπρωξε τον μεταφραστή σ' αυτό το εξάμβλωμα δεν είναι της ενδεκάτης αλλά της κακιάς της ώρας!
Τώρα, καλή ώρα, θυμήθηκα και το άλλο έργο του Φερέρι - που αυτό το μεταφράσανε μια χαρά - «Ο άνθρωπος με τα μπαλόνια». Έτσι ήταν στα ιταλικά, έτσι και στα ρωμαίικα. Ήταν, λοιπόν, ο Μαστρογιάνι, που φούσκωνε μπαλόνια συνέχεια, μια το ένα, μια το άλλο, φούσκωνε μπαλόνια γιατί, λέει, ήθελε να βρει πόσο αέρα χωράει ένα μπαλόνι, ωωώρες φςςςς φςςς και μπαμ του 'σκαγε. Του 'σκαγε, και άντε πάλι απ' την αρχή!
Γι' αυτήν την ταινία το τι γράψανε, τόνους αναλύσεων: πόσο αέρα χωράει το μπαλόνι!
Μια, θυμάμαι, δημοσιογράφος - αριστερή - ερωμένη - περιοδεύουσα των μπαρ και κατά περίσταση κριτικός κινηματογράφου, μόλις έπινε ένα σφηνάκι παραπάνω σε κοίταζε στα μάτια και:
- Ξέρεις, μανάρι μου, πόσο χωράει ένα μπαλόνι;
- Πόσο, μωρή, να χωράει και τι σε νοιάζει εσένα και σκοτώνεσαι; Όσο θέλει χωράει, λογαριασμό θα σου δώσει;
... Έλα όμως που περνάνε τα χρόνια κι ένα ένα τα θυμάμαι όλα όσα χωράνε σ' αυτή τη μνήμη και τόσα χωράνε, γιατί εγώ, βλέπεις, ψάχνω ακόμη αυτόν που πρέπει να δώσω λογαριασμό. Σε ποιον; Σε ποιον για όλα αυτά να δώσω λογαριασμό;
Xρόνια Xαμένοι στη Mετάφραση
Του Σταμάτη Φασουλή
Όπως παράδερνα νυχτιάτικα από κανάλι σε κανάλι, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με την Μπέτι Ντέιβις. Μαυρόασπρη, απαστράπτουσα και νέα. Νέα, νέα.
Έψαχνα τον τίτλο. Ποια ταινία; Ποια ταινία; Αδύνατον. Την είχα δει την ταινία; Δεν την είχα δει; Σε ποιο σινεμά και με ποιον τίτλο;
Σινεμά τότε βλέπαμε το πρωί, την ώρα του σχολείου, κάναμε τότε σκασιαρχείο. Κατέβαινα στη Δροσοπούλου, Μαυρομματαίων, δεξιά Χέυδεν και μόλις έβλεπα τους μαθητές να συρρέουν στο 2ο Γυμνάσιο, την έκανα αριστερά Αριστοτέλους και... από 'δώ πάν' κι οι άλλοι. Έπαιρνα σβάρνα τα σινεμά να δω τις φωτογραφίες στις προθήκες πρώτα για να διαλέξω τι θα δω κατά τις 10, που θ' αρχίσει η προβολή. Όταν λέμε 10, εννοούμε 10 το πρωί - 10 άρχιζαν το πρωί και τέλειωναν 1 το βράδυ. Γύρναγα λοιπόν μόνος σ' όλους τους τότε κινηματογράφους, που τώρα πια δεν υπάρχουν! Ήταν όπως ανέβαινα την Πανεπιστημίου αριστερά το «Τιτάνια», ένα μεγαλοπρεπές μεσοπολεμικό (νομίζω) κτίριο με βελούδα, εξώστες, θεωρεία και αψίδες (πήγαινε να μιμηθεί το «Rex» και λαχάνιασε το ντεκόρ, αλλ' παρ' όλα αυτά μια χαρά αποκούμπι). Απέναντι νομίζω - ναι - ναι! - απέναντι το «Πάνθεον» (πριν το σκοτώσουν οι μπουλντόζες έγινε για λίγο θέατρο, εκεί έπαιξε η Παξινού την τελευταία της παράσταση «Μάνα Κουράγιο»).
Πιο πάνω αριστερά το «Rex» με το υπόγειο «Σινεάκ» και μετά το «Ιντεάλ» (που είναι τώρα, αλλά ανανεωμένο dolby και surround). Μετά, απέναντι πέρναγες τη Στοά και έβγαινες ευθεία στον «Ορφέα», μεγάλο, τεράστιο σινεμά, που φιλοξενούσε κάτι συναυλίες νομίζω και κάτι μπαλέτα γλιστράγανε στο πάτωμα, «Bevios Ka» τα λέγανε, και μετά «Άστυ», «Άστωρ», «Έσπερος», βιζαβίς στον «Απόλλωνα» «Αττικόν» και πάνω πάνω, Αμερικής, το «Μαξίμ», τώρα - ξανά - Θέατρο Αλίκη και Βουκουρεστίου το «Παλλάς»· η κορωνίς της πρωινής κινηματογραφικής μου βόλτας.
Τα θυμάμαι τόσο έντονα όλα αυτά τα σινεμά και πιο πολύ αυτά που δεν υπάρχουν πια. Όλα φωτισμένα απ' το πρωί να φέγγουν μέσα στη μέρα με τα νυχτερινά τους χρώματα, όλα με Νέον με κάτι χρώματα της αμαρτίας: κόκκινο της φωτιάς, πράσινο του κολασμένου, μαβί σκούρο του αιδοίου και άλλα ακατάλληλα αυστηρότατα.
Διάβαζα, λοιπόν, στον πρωινό ουρανό της Αθήνας με βραδινά γράμματα πυρακτωμένα: Τιτάνια, Rex, Άστωρ, Ορφέας, Παλλάς, Μαξίμ και Έσπερος κι ήταν τότε το δικό μου αντίστροφο «Μακρύ ταξίδι της νύχτας μέσα στη μέρα». Εκείνο όμως που είχε μέσα μου κάτι εξίσου σκοτεινό και ανεξήγητο ήταν οι τίτλοι. Τα γραφεία διανομής μετέφραζαν τους τίτλους των ταινιών προσπαθώντας να τους κάνουν περισσότερο - κατά τη γνώμη τους - εμπορικούς και έφταναν σε τέτοιες ακρότητες, που άγγιζαν χωρίς καν να το υποψιάζονται τα όρια του σουρεαλισμού, κάτι που βαθύτατα μισούσαν.
Θυμάμαι μια ταινία του Φερέρι (Μάρκο Φερέρι: φοριότανε πολύ μια εποχή ασορτί με μπότες στρατιωτικές, ναυτικό αμπέχονο και μαύρη άραχλη μπλούζα με τον γιακά ζιβάγκο και άπλυτο).
Μια ταινία, λοιπόν, του Φερέρι με την Κάρολ Μπέικερ νομίζω, της είχανε κολλήσει τον φαρδύ-πλατύ τίτλο «Το ρετιρέ μια Ανώμαλης». Το φιλμ δεν διέθετε βέβαια ούτε ρετιρέ, ούτε ανώμαλη, οπότε το έφαγε η μαρμάγκα. Αλλά ο τίτλος που παίρνει Όσκαρ, Βατόμουρο, Τόνι, Πούλιτζερ, Γκράμι και όλα τα συναφή είναι η ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Πιερό λε φον», δηλαδή ο τρελός Πιερό, που μεταφράστηκε για ανεξήγητους ακόμη λόγους «Ο Δαίμων της ενδεκάτης ώρας».
Αν και νομίζω πως ο δαίμων που έσπρωξε τον μεταφραστή σ' αυτό το εξάμβλωμα δεν είναι της ενδεκάτης αλλά της κακιάς της ώρας!
Τώρα, καλή ώρα, θυμήθηκα και το άλλο έργο του Φερέρι - που αυτό το μεταφράσανε μια χαρά - «Ο άνθρωπος με τα μπαλόνια». Έτσι ήταν στα ιταλικά, έτσι και στα ρωμαίικα. Ήταν, λοιπόν, ο Μαστρογιάνι, που φούσκωνε μπαλόνια συνέχεια, μια το ένα, μια το άλλο, φούσκωνε μπαλόνια γιατί, λέει, ήθελε να βρει πόσο αέρα χωράει ένα μπαλόνι, ωωώρες φςςςς φςςς και μπαμ του 'σκαγε. Του 'σκαγε, και άντε πάλι απ' την αρχή!
Γι' αυτήν την ταινία το τι γράψανε, τόνους αναλύσεων: πόσο αέρα χωράει το μπαλόνι!
Μια, θυμάμαι, δημοσιογράφος - αριστερή - ερωμένη - περιοδεύουσα των μπαρ και κατά περίσταση κριτικός κινηματογράφου, μόλις έπινε ένα σφηνάκι παραπάνω σε κοίταζε στα μάτια και:
- Ξέρεις, μανάρι μου, πόσο χωράει ένα μπαλόνι;
- Πόσο, μωρή, να χωράει και τι σε νοιάζει εσένα και σκοτώνεσαι; Όσο θέλει χωράει, λογαριασμό θα σου δώσει;
... Έλα όμως που περνάνε τα χρόνια κι ένα ένα τα θυμάμαι όλα όσα χωράνε σ' αυτή τη μνήμη και τόσα χωράνε, γιατί εγώ, βλέπεις, ψάχνω ακόμη αυτόν που πρέπει να δώσω λογαριασμό. Σε ποιον; Σε ποιον για όλα αυτά να δώσω λογαριασμό;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου