Είμαστε αυτό που θυμόμαστε
«Υπάρχουν κάποια πράγματα που θυμόμαστε ακόμα κι αν δεν έχουν συμβεί ποτέ. Υπάρχουν πράγματα που θυμάμαι τα οποία μπορεί να μη συνέβησαν ποτέ, αλλά, αφού τα ξαναφέρνω στη μνήμη μου, τότε συνέβησαν». Είναι η φράση-«κλειδί» στα «Ωραία Χρόνια», ένα από τα πιο γνωστά έργα του Αγγλου συγγραφέα Χάρολντ Πίντερ, που θα δούμε σύντομα και στη Θεσσαλονίκη σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, με πρωταγωνιστές τον ίδιο, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και την Ολια Λαζαρίδου.
Για τον Πίντερ η μνήμη είναι μια γυναίκα, «μια φίλη που εισβάλλει στην επιπλωμένη σχέση ενός ζευγαριού φέρνοντας μαζί της μία ολόκληρη ζωή που το ζευγάρι είχε ξεχάσει», όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της παράστασης. Τα «Ωραία Χρόνια» γράφτηκαν το 1971, την ίδια χρονιά, ο Σταμάτης Φασουλής τελείωνε τη Σχολή του Εθνικού για να ξεκινήσει να αφηγείται τη δική του ιστορία μέσα από δεκάδες παραστάσεις στις οποίες έπαιξε και σκηνοθέτησε στα 33 χρόνια που ακολούθησαν. «Είμαστε αυτό που θυμόμαστε» θα πει κάποια στιγμή, στη διάρκεια της συνέντευξης, θυμίζοντάς μας τη φράση του Προυστ: «Η Ιστορία γράφεται στη μνήμη».
Τελικά ισχύει ότι ο πραγματικός καλλιτέχνης αφηγείται μια και μοναδική ιστορία την οποία εξελίσσει διαρκώς με διαφορετικά μέσα σε διαφορετικούς χρόνους;
«Ναι, λέμε την ίδια ιστορία».
Η δική σας ιστορία ποια είναι;
«Δεν μπορώ να την πω με λόγια. Θα θεωρηθώ ευτυχισμένος αν το καταφέρω να την αφηγηθώ μέχρι το τέλος της ζωής μου. Στα “Ωραία Χρόνια” η Κέιτ και ο Ντίλι ζουν ήσυχα στο σπιτάκι τους και ξαφνικά η Αννα εισβάλλει στη ζωή τους φέρνοντας τα πάνω κάτω».
Τι είναι η Αννα; Μία φίλη από τα παλιά ή κάτι περισσότερο;
«Η Αννα είναι το άλλο μισό της Κέιτ. Το “κομμάτι” που “αποκολλήθηκε” από την Κέιτ, όταν αυτή, εκεί στην ηλικία των 18 με 20, επέλεξε το γάμο και την αλλαγή περιβάλλοντος. Σήμερα αυτό το “κομμάτι” επιστρέφει ως “φάντασμα” για να διεκδικήσει το παρόν».
Εσείς έχετε δεχτεί ποτέ μια τέτοια «επίσκεψη»;
«Αν είναι, θα τη δεχτώ τώρα. Δε θα είναι όμως το αντίστοιχο με την επίσκεψη της Αννας. Στους άντρες τα πράγματα χωρίζονται πολύ πιο νωρίς. Δεν υπάρχει εκείνο το λάβρο που μπορεί να αρνηθεί μια γυναίκα για να ενταχθεί σε μια οικογένεια ή στην κοινωνία. Ο άντρας αυτό δεν το παίρνει ποτέ απόφαση. Και πάντα το δικό του “φάντασμα” που τον “επισκέπτεται” είναι ένα αγόρι πριν μπει στα βάσανα της εφηβείας. Αν με επισκεφτεί ο άλλος μισός εαυτός μου, δε θα είναι ο Σταμάτης των 18 ετών. Θα είναι ένα “φάντασμα” από την παιδική μου ηλικία. Ενα παιδί που σκάβει την άμμο σε μια ακρογιαλιά της Σαλαμίνας».
Σας έχει συμβεί να έλθει ένας φίλος ύστερα από χρόνια να διεκδικήσει πράγματα που έχουν συμβεί σε ένα κοινό σας παρελθόν τη στιγμή που εσείς τα έχετε ή θέλετε να τα «ξεχάσετε»;
«Πολλοί, όχι ένας. Πρόσωπα από τα παρελθόν έρχονται είτε με τη μορφή φαντάσματος είτε με τη μορφή μιας φωτογραφίας είτε ακόμη με τη μορφή ενός άλλου σώματος. Μερικές φορές μάλιστα συναντάς ένα νέο άνθρωπο και σου θυμίζει ένα φίλο σου όπως ήταν κάποτε. Μόνο που αυτός είναι νέος τώρα. Αλλες φορές πάλι αυτοί οι άνθρωποι από το παρελθόν μπαίνουν στα όνειρά μας “λες κι είναι σε δικό τους κήπο”. Αυτός ο στίχος της Λίνας νομίζω ότι ταιριάζει πάρα πολύ με το έργο που παίζουμε τώρα».
Οπως και το «είδα την Αννα κάποτε» του Σαββόπουλου. Αλήθεια, τι θα κάνατε αν ερχόταν ένας άνθρωπος και σας έλεγε: «Σταμάτη, πριν από 20 χρόνια σε είχα ερωτευτεί, αλλά δε σ' το είπα ποτέ ούτε κι εσύ το κατάλαβες»;
«Μη μου τύχει, σε παρακαλώ! Οχι τίποτα άλλο αλλά γιατί είναι αυτό που ήθελα να πω σε δύο άτομα και δεν το έχω πει ποτέ».
Γιατί δεν το έχετε πει;
«Γιατί τότε που το ήθελα δεν τολμούσα και τώρα πλέον οι ρυτίδες, οι δικές μου και οι δικές τους, είναι πολλές και δεν το επιτρέπουν».
Μήπως αυτό που φοβάστε είναι η πιθανότητα να σας πουν «κι εγώ!»;
«Μπορεί… (το σκέφτεται λίγο). Οχι, δε νομίζω… Το “μπορεί” το είπα γιατί θα με συνέφερε πάρα πολύ. Αλλά ξέρω, δε θα μου το έλεγαν. Ομως είναι και το άλλο. Εγώ δε θέλω κάτι τώρα. Τι να το κάνω τώρα πια; Αυτό το “κάτι” το ήθελα τότε, που ήμασταν νέοι. Τότε που ήμουν πέντε χρόνων στη Σαλαμίνα κι επειδή δεν το είχα, πήγαινα μέσα στο πλυσταριό και έκλαιγα γοερά».
Μπορεί κανείς να επενδύσει σε κάτι που θυμάται, χωρίς να του έχει συμβεί ποτέ; Σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα για παράδειγμα;
«Φοβάμαι ότι ολόκληρη η Ελλάδα έχει επενδύσει σε κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ, από τον Ομηρο μέχρι και το “Κρυφό Σχολειό”. Ετσι ζούμε. Από τις πολλές φορές που έχουμε πει “ξέρεις ποιος είμαι εγώ; ” περιγράφοντας έναν ανύπαρκτο εαυτό, φτάσαμε να πιστεύουμε και οι ίδιοι ότι υπάρχει και μάλιστα ότι αδικείται. Και ζητάμε και τα ρέστα».
Τι είναι πιο σημαντικό, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τα όνειρα που δεν έγιναν ποτέ πράξη, ή όσα έχουμε κάνει και όσα θα κάνουμε;
«Ο,τι δεν έγινε μας καταδιώκει και μας ωθεί για να κάνουμε και τα υπόλοιπα».
Οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας οδηγούν στην κόλαση ή στον παράδεισο;
«Και στα δύο. Αλλωστε η ανεκπλήρωτη επιθυμία τι είναι; Μια κόλαση με ενσωματωμένο τον παράδεισο».
Οι φίλοι είναι σημαντικότεροι από τους συγγενείς;
«Μα οι πραγματικοί συγγενείς μας είναι οι φίλοι μας!»
Δικαιούμαστε να επιλέξουμε για συνεργάτη ένα φίλο, όταν ξέρουμε ότι κάποιος άλλος θα ήταν αρκετά καλύτερος σ’ αυτήν τη θέση;
«Ανάλογα. Πολλές φορές κάποιος μπορεί να ήταν καλύτερος σ’ αυτήν τη θέση αλλά εμένα δε θα μου λέει τίποτα ο άλλος. Οπότε θα ήταν στη σωστή θέση αλλά όχι στη θέση δίπλα μου. Πολλές φορές ένας φίλος μπορεί να σου χαλάσει την παράσταση αλλά να φτιάξει εσένα πάρα πολύ».
Το διακινδυνεύετε αυτό;
«Αλλοτε ναι, άλλοτε όχι. Η φιλία, όταν είναι πάρα πολύ δυνατή, σε τυφλώνει. Και πολύ καλά κάνει! Αλλιώς είναι συνήθεια δεν είναι φιλία».
Είστε ένας άνθρωπος που πηγαινοέρχεται με άνεση από το τώρα στις μνήμες του σαν να πηγαινοέρχεται από το σπίτι στο εξοχικό του. Πώς το καταφέρνετε αυτό το «σπαγγάτο» ανάμεσα στο τότε, το τώρα και το αύριο;
«Πιστεύω ότι αυτά τα τρία είναι ένα πράγμα. Οταν σχεδιάζω κάτι, δεν ξέρω αν είμαι στο παρελθόν ή στο μέλλον. Παίρνω υλικό από το παρελθόν, δουλεύω στο τώρα για να φτιάξω το μέλλον. Σχεδιάζω μια παράσταση και τη βλέπω σαν να έχει ήδη γίνει. Σαν να θυμάμαι αυτό που θα γίνει».
Αυτές οι αποσπασματικές μνήμες των ηρώων του Πίντερ, οι μνήμες για πράγματα που έγιναν έτσι ή κάπως αλλιώς δε θυμίζουν λίγο την Τελετή Εναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, όπου ακόμη και μικρά παιδιά ή ξένοι επισκέπτες, ακόμη κι εμείς οι ίδιοι, «θυμηθήκαμε» κάτι που ουδέποτε γνωρίσαμε;
«Δεν ξέρω αν ο Παπαϊωάννου έκανε ένα τέτοιο παιχνίδι με τη μνήμη. Εκείνο που ξέρω είναι ότι με μάγεψε. Αφέθηκα σαν παιδί στο θέαμα. Αυτό μου το έχουν χαρίσει λίγες φορές τα θεάματα: να αφεθώ χωρίς να κρίνω, χωρίς να εκλογικεύω. Να φανταστείς, μου εξηγούσαν πώς έγινε αυτό με το κυκλαδίτικο ειδώλιο και πώς ενώθηκε τεχνικά και δε με ενδιέφερε καθόλου. Μου χαλούσε τη μαγεία».
Δηλαδή, να τους ξαναδιεκδικήσουμε;
«Εμένα αυτό που μου άρεσε ήταν που όλοι παριστάναμε τους πολιτισμένους. Πιστεύω ότι, αν το κάνουμε δύο τρεις φορές ακόμη, μπορεί και να γίνουμε. Ηταν καθαροί οι δρόμοι, γελαστά τα πρόσωπα, δεν πατάγαμε τις ολυμπιακές λωρίδες, ήμασταν νομοταγείς και συγχρόνως ευπροσήγοροι και χαρούμενοι. Με το που τέλειωσαν οι Ολυμπιακοί, επέστρεψε όλη αυτή η γνώριμη γλίτσα της καθημερινότητας. Πήραμε πάλι το γνωστό μας κατήφορο».
Ο πολιτισμός, το θέατρο, ο κινηματογράφος, το βιβλίο μπορούν να σταθούν ανάχωμα σε αυτόν τον κατήφορο;
«Βεβαίως και ένα μεγάλο ανάχωμα και μια μεγάλη κλοτσιά προς τον κατήφορο. Είναι το δισυπόστατο της Τέχνης».
Πιστεύετε ότι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου θα σφραγίσει τη δεκαετία μας;
«Σαν οντότητα νομίζω ότι έχει σφραγίσει πάνω από μια δεκαετία. Ο Δημήτρης είναι από τους λίγους ανθρώπους που έχουν ξεπεράσει το όριο του σταρ με ιλιγγιώδη ταχύτητα κρατώντας όμως στοιχεία από το μέλλον και πολλά ζεστά πράγματα από την παράδοση. Δεν ξέρω άνθρωπο στην Ελλάδα που να παντρεύει τον Τσαρούχη και τον Γουίλσον και την Μπγιόργκ με τους Ολυμπιακούς αλλά και με ένα νέο αέρα ποίησης που μπορεί να κυκλοφορεί σε ένα μπαρ της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης».
Ζούμε ακολουθώντας τις φιλοδοξίες μας ή υπακούοντας στις επιθυμίες μας;
«Δυστυχώς, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πάμε να πραγματοποιήσουμε τις φιλοδοξίες και πνίγουμε τις επιθυμίες. Εκεί που νομίζουμε ότι πνίξαμε τις επιθυμίες παρατάμε τις φιλοδοξίες και πέφτουμε τα μπρούμυτα στον πόθο. Ενας αχταρμάς νεοελληνικός».
Και μια μιζέρια…
«Δεν είμαστε μόνο μιζέρια, είμαστε και κάτι που μας ξεπερνάει. Ειδικά δε εν ώρα κινδύνου, δεν έχω γνωρίσει άλλη ράτσα ανθρώπων να φέρεται τόσο λαμπερά και τόσο ποιητικά. Παθαίνουμε έναν οίστρο. Πώς αυτά τα ταπεινά, τα χαμερπή πρόσωπα, οι κοντοπόδαροι, οι “κωλοέλληνες”, που έλεγε και ο Σαββόπουλος, γίνονται άγγελοι του ουρανού δεν το έχω καταλάβει. Πάντως με την ίδια ευκολία που βουτάμε στο βούρκο εκτοξευόμαστε στον έβδομο ουρανό».
Υπάρχει πιθανότητα να μην ανεβάσετε ένα έργο, ενώ λαχταράτε να το κάνετε, επειδή φοβάστε μήπως δεν είναι ακόμη η κατάλληλη στιγμή;
«Α, ναι! Πάρα πολλά έργα. Πρώτα από όλα δεν είχα ασχοληθεί με το αρχαίο δράμα και θα είναι πρώτη φορά φέτος ανεβάζοντας τον “Ορέστη” με την Καρυοφυλλιά, τον Αργύρη Ξάφη και τον Στέφανο Κυριακίδη. Εδώ και δέκα χρόνια με απασχολεί το θέμα, το περιτριγύριζα αλλά δεν ήμουν έτοιμος. Οχι ότι τώρα αισθάνομαι και πάρα πολύ. Τουλάχιστον είμαι περισσότερο έτοιμος απ' ό,τι αισθανόμουν πριν από δέκα χρόνια ή πέντε. Το τολμάω μετά φόβου Θεού».
Σε μια εποχή που λέγονται τα πάντα, που όλοι μιλούν και όλοι αποφαίνονται, τα ανείπωτα είναι λιγότερα από αυτά που λέγονται;
«Εχω την εντύπωση δεν είναι ότι δε λέγονται, είναι που οι άλλοι μιλάνε πολύ για να μην τα υποψιαστούμε ότι υπάρχουν. Αρχίζουμε να φωνάζουμε πια όλοι για να μην τα υποψιαστούμε καν. Γι' αυτό υπάρχει αυτή η κακοφωνία».
Πείτε μου ένα δύο πράγματα που σας ξάφνιασαν ευχάριστα τον τελευταίο καιρό; Κάτι που να είπατε «δόξα τω Θεώ που υπάρχει κι αυτό!»
«Η ερμηνεία του Κιμούλη στον Σόλνες. Μεγάλη παρηγοριά. Και η ερμηνεία του Βασίλη Παπαβασιλείου στο έργο του Ντε Φίλιπο».
Τι σας φοβίζει περισσότερο; Ενα άδειο θέατρο ή ένα άδειο βλέμμα;
«Το άδειο βλέμμα. Το θέατρο μπορείς να το ξαναγεμίσεις».
Αυτά προς το παρόν. Σας περιμένουμε στη Θεσσαλονίκη…
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που δε με ρωτήσατε τίποτα για την Εκκλησία!
Για τον Πίντερ η μνήμη είναι μια γυναίκα, «μια φίλη που εισβάλλει στην επιπλωμένη σχέση ενός ζευγαριού φέρνοντας μαζί της μία ολόκληρη ζωή που το ζευγάρι είχε ξεχάσει», όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της παράστασης. Τα «Ωραία Χρόνια» γράφτηκαν το 1971, την ίδια χρονιά, ο Σταμάτης Φασουλής τελείωνε τη Σχολή του Εθνικού για να ξεκινήσει να αφηγείται τη δική του ιστορία μέσα από δεκάδες παραστάσεις στις οποίες έπαιξε και σκηνοθέτησε στα 33 χρόνια που ακολούθησαν. «Είμαστε αυτό που θυμόμαστε» θα πει κάποια στιγμή, στη διάρκεια της συνέντευξης, θυμίζοντάς μας τη φράση του Προυστ: «Η Ιστορία γράφεται στη μνήμη».
Τελικά ισχύει ότι ο πραγματικός καλλιτέχνης αφηγείται μια και μοναδική ιστορία την οποία εξελίσσει διαρκώς με διαφορετικά μέσα σε διαφορετικούς χρόνους;
«Ναι, λέμε την ίδια ιστορία».
Η δική σας ιστορία ποια είναι;
«Δεν μπορώ να την πω με λόγια. Θα θεωρηθώ ευτυχισμένος αν το καταφέρω να την αφηγηθώ μέχρι το τέλος της ζωής μου. Στα “Ωραία Χρόνια” η Κέιτ και ο Ντίλι ζουν ήσυχα στο σπιτάκι τους και ξαφνικά η Αννα εισβάλλει στη ζωή τους φέρνοντας τα πάνω κάτω».
Τι είναι η Αννα; Μία φίλη από τα παλιά ή κάτι περισσότερο;
«Η Αννα είναι το άλλο μισό της Κέιτ. Το “κομμάτι” που “αποκολλήθηκε” από την Κέιτ, όταν αυτή, εκεί στην ηλικία των 18 με 20, επέλεξε το γάμο και την αλλαγή περιβάλλοντος. Σήμερα αυτό το “κομμάτι” επιστρέφει ως “φάντασμα” για να διεκδικήσει το παρόν».
Εσείς έχετε δεχτεί ποτέ μια τέτοια «επίσκεψη»;
«Αν είναι, θα τη δεχτώ τώρα. Δε θα είναι όμως το αντίστοιχο με την επίσκεψη της Αννας. Στους άντρες τα πράγματα χωρίζονται πολύ πιο νωρίς. Δεν υπάρχει εκείνο το λάβρο που μπορεί να αρνηθεί μια γυναίκα για να ενταχθεί σε μια οικογένεια ή στην κοινωνία. Ο άντρας αυτό δεν το παίρνει ποτέ απόφαση. Και πάντα το δικό του “φάντασμα” που τον “επισκέπτεται” είναι ένα αγόρι πριν μπει στα βάσανα της εφηβείας. Αν με επισκεφτεί ο άλλος μισός εαυτός μου, δε θα είναι ο Σταμάτης των 18 ετών. Θα είναι ένα “φάντασμα” από την παιδική μου ηλικία. Ενα παιδί που σκάβει την άμμο σε μια ακρογιαλιά της Σαλαμίνας».
Σας έχει συμβεί να έλθει ένας φίλος ύστερα από χρόνια να διεκδικήσει πράγματα που έχουν συμβεί σε ένα κοινό σας παρελθόν τη στιγμή που εσείς τα έχετε ή θέλετε να τα «ξεχάσετε»;
«Πολλοί, όχι ένας. Πρόσωπα από τα παρελθόν έρχονται είτε με τη μορφή φαντάσματος είτε με τη μορφή μιας φωτογραφίας είτε ακόμη με τη μορφή ενός άλλου σώματος. Μερικές φορές μάλιστα συναντάς ένα νέο άνθρωπο και σου θυμίζει ένα φίλο σου όπως ήταν κάποτε. Μόνο που αυτός είναι νέος τώρα. Αλλες φορές πάλι αυτοί οι άνθρωποι από το παρελθόν μπαίνουν στα όνειρά μας “λες κι είναι σε δικό τους κήπο”. Αυτός ο στίχος της Λίνας νομίζω ότι ταιριάζει πάρα πολύ με το έργο που παίζουμε τώρα».
Οπως και το «είδα την Αννα κάποτε» του Σαββόπουλου. Αλήθεια, τι θα κάνατε αν ερχόταν ένας άνθρωπος και σας έλεγε: «Σταμάτη, πριν από 20 χρόνια σε είχα ερωτευτεί, αλλά δε σ' το είπα ποτέ ούτε κι εσύ το κατάλαβες»;
«Μη μου τύχει, σε παρακαλώ! Οχι τίποτα άλλο αλλά γιατί είναι αυτό που ήθελα να πω σε δύο άτομα και δεν το έχω πει ποτέ».
Γιατί δεν το έχετε πει;
«Γιατί τότε που το ήθελα δεν τολμούσα και τώρα πλέον οι ρυτίδες, οι δικές μου και οι δικές τους, είναι πολλές και δεν το επιτρέπουν».
Μήπως αυτό που φοβάστε είναι η πιθανότητα να σας πουν «κι εγώ!»;
«Μπορεί… (το σκέφτεται λίγο). Οχι, δε νομίζω… Το “μπορεί” το είπα γιατί θα με συνέφερε πάρα πολύ. Αλλά ξέρω, δε θα μου το έλεγαν. Ομως είναι και το άλλο. Εγώ δε θέλω κάτι τώρα. Τι να το κάνω τώρα πια; Αυτό το “κάτι” το ήθελα τότε, που ήμασταν νέοι. Τότε που ήμουν πέντε χρόνων στη Σαλαμίνα κι επειδή δεν το είχα, πήγαινα μέσα στο πλυσταριό και έκλαιγα γοερά».
Μπορεί κανείς να επενδύσει σε κάτι που θυμάται, χωρίς να του έχει συμβεί ποτέ; Σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα για παράδειγμα;
«Φοβάμαι ότι ολόκληρη η Ελλάδα έχει επενδύσει σε κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ, από τον Ομηρο μέχρι και το “Κρυφό Σχολειό”. Ετσι ζούμε. Από τις πολλές φορές που έχουμε πει “ξέρεις ποιος είμαι εγώ; ” περιγράφοντας έναν ανύπαρκτο εαυτό, φτάσαμε να πιστεύουμε και οι ίδιοι ότι υπάρχει και μάλιστα ότι αδικείται. Και ζητάμε και τα ρέστα».
Τι είναι πιο σημαντικό, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τα όνειρα που δεν έγιναν ποτέ πράξη, ή όσα έχουμε κάνει και όσα θα κάνουμε;
«Ο,τι δεν έγινε μας καταδιώκει και μας ωθεί για να κάνουμε και τα υπόλοιπα».
Οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας οδηγούν στην κόλαση ή στον παράδεισο;
«Και στα δύο. Αλλωστε η ανεκπλήρωτη επιθυμία τι είναι; Μια κόλαση με ενσωματωμένο τον παράδεισο».
Οι φίλοι είναι σημαντικότεροι από τους συγγενείς;
«Μα οι πραγματικοί συγγενείς μας είναι οι φίλοι μας!»
Δικαιούμαστε να επιλέξουμε για συνεργάτη ένα φίλο, όταν ξέρουμε ότι κάποιος άλλος θα ήταν αρκετά καλύτερος σ’ αυτήν τη θέση;
«Ανάλογα. Πολλές φορές κάποιος μπορεί να ήταν καλύτερος σ’ αυτήν τη θέση αλλά εμένα δε θα μου λέει τίποτα ο άλλος. Οπότε θα ήταν στη σωστή θέση αλλά όχι στη θέση δίπλα μου. Πολλές φορές ένας φίλος μπορεί να σου χαλάσει την παράσταση αλλά να φτιάξει εσένα πάρα πολύ».
Το διακινδυνεύετε αυτό;
«Αλλοτε ναι, άλλοτε όχι. Η φιλία, όταν είναι πάρα πολύ δυνατή, σε τυφλώνει. Και πολύ καλά κάνει! Αλλιώς είναι συνήθεια δεν είναι φιλία».
Είστε ένας άνθρωπος που πηγαινοέρχεται με άνεση από το τώρα στις μνήμες του σαν να πηγαινοέρχεται από το σπίτι στο εξοχικό του. Πώς το καταφέρνετε αυτό το «σπαγγάτο» ανάμεσα στο τότε, το τώρα και το αύριο;
«Πιστεύω ότι αυτά τα τρία είναι ένα πράγμα. Οταν σχεδιάζω κάτι, δεν ξέρω αν είμαι στο παρελθόν ή στο μέλλον. Παίρνω υλικό από το παρελθόν, δουλεύω στο τώρα για να φτιάξω το μέλλον. Σχεδιάζω μια παράσταση και τη βλέπω σαν να έχει ήδη γίνει. Σαν να θυμάμαι αυτό που θα γίνει».
Αυτές οι αποσπασματικές μνήμες των ηρώων του Πίντερ, οι μνήμες για πράγματα που έγιναν έτσι ή κάπως αλλιώς δε θυμίζουν λίγο την Τελετή Εναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, όπου ακόμη και μικρά παιδιά ή ξένοι επισκέπτες, ακόμη κι εμείς οι ίδιοι, «θυμηθήκαμε» κάτι που ουδέποτε γνωρίσαμε;
«Δεν ξέρω αν ο Παπαϊωάννου έκανε ένα τέτοιο παιχνίδι με τη μνήμη. Εκείνο που ξέρω είναι ότι με μάγεψε. Αφέθηκα σαν παιδί στο θέαμα. Αυτό μου το έχουν χαρίσει λίγες φορές τα θεάματα: να αφεθώ χωρίς να κρίνω, χωρίς να εκλογικεύω. Να φανταστείς, μου εξηγούσαν πώς έγινε αυτό με το κυκλαδίτικο ειδώλιο και πώς ενώθηκε τεχνικά και δε με ενδιέφερε καθόλου. Μου χαλούσε τη μαγεία».
Δηλαδή, να τους ξαναδιεκδικήσουμε;
«Εμένα αυτό που μου άρεσε ήταν που όλοι παριστάναμε τους πολιτισμένους. Πιστεύω ότι, αν το κάνουμε δύο τρεις φορές ακόμη, μπορεί και να γίνουμε. Ηταν καθαροί οι δρόμοι, γελαστά τα πρόσωπα, δεν πατάγαμε τις ολυμπιακές λωρίδες, ήμασταν νομοταγείς και συγχρόνως ευπροσήγοροι και χαρούμενοι. Με το που τέλειωσαν οι Ολυμπιακοί, επέστρεψε όλη αυτή η γνώριμη γλίτσα της καθημερινότητας. Πήραμε πάλι το γνωστό μας κατήφορο».
Ο πολιτισμός, το θέατρο, ο κινηματογράφος, το βιβλίο μπορούν να σταθούν ανάχωμα σε αυτόν τον κατήφορο;
«Βεβαίως και ένα μεγάλο ανάχωμα και μια μεγάλη κλοτσιά προς τον κατήφορο. Είναι το δισυπόστατο της Τέχνης».
Πιστεύετε ότι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου θα σφραγίσει τη δεκαετία μας;
«Σαν οντότητα νομίζω ότι έχει σφραγίσει πάνω από μια δεκαετία. Ο Δημήτρης είναι από τους λίγους ανθρώπους που έχουν ξεπεράσει το όριο του σταρ με ιλιγγιώδη ταχύτητα κρατώντας όμως στοιχεία από το μέλλον και πολλά ζεστά πράγματα από την παράδοση. Δεν ξέρω άνθρωπο στην Ελλάδα που να παντρεύει τον Τσαρούχη και τον Γουίλσον και την Μπγιόργκ με τους Ολυμπιακούς αλλά και με ένα νέο αέρα ποίησης που μπορεί να κυκλοφορεί σε ένα μπαρ της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης».
Ζούμε ακολουθώντας τις φιλοδοξίες μας ή υπακούοντας στις επιθυμίες μας;
«Δυστυχώς, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πάμε να πραγματοποιήσουμε τις φιλοδοξίες και πνίγουμε τις επιθυμίες. Εκεί που νομίζουμε ότι πνίξαμε τις επιθυμίες παρατάμε τις φιλοδοξίες και πέφτουμε τα μπρούμυτα στον πόθο. Ενας αχταρμάς νεοελληνικός».
Και μια μιζέρια…
«Δεν είμαστε μόνο μιζέρια, είμαστε και κάτι που μας ξεπερνάει. Ειδικά δε εν ώρα κινδύνου, δεν έχω γνωρίσει άλλη ράτσα ανθρώπων να φέρεται τόσο λαμπερά και τόσο ποιητικά. Παθαίνουμε έναν οίστρο. Πώς αυτά τα ταπεινά, τα χαμερπή πρόσωπα, οι κοντοπόδαροι, οι “κωλοέλληνες”, που έλεγε και ο Σαββόπουλος, γίνονται άγγελοι του ουρανού δεν το έχω καταλάβει. Πάντως με την ίδια ευκολία που βουτάμε στο βούρκο εκτοξευόμαστε στον έβδομο ουρανό».
Υπάρχει πιθανότητα να μην ανεβάσετε ένα έργο, ενώ λαχταράτε να το κάνετε, επειδή φοβάστε μήπως δεν είναι ακόμη η κατάλληλη στιγμή;
«Α, ναι! Πάρα πολλά έργα. Πρώτα από όλα δεν είχα ασχοληθεί με το αρχαίο δράμα και θα είναι πρώτη φορά φέτος ανεβάζοντας τον “Ορέστη” με την Καρυοφυλλιά, τον Αργύρη Ξάφη και τον Στέφανο Κυριακίδη. Εδώ και δέκα χρόνια με απασχολεί το θέμα, το περιτριγύριζα αλλά δεν ήμουν έτοιμος. Οχι ότι τώρα αισθάνομαι και πάρα πολύ. Τουλάχιστον είμαι περισσότερο έτοιμος απ' ό,τι αισθανόμουν πριν από δέκα χρόνια ή πέντε. Το τολμάω μετά φόβου Θεού».
Σε μια εποχή που λέγονται τα πάντα, που όλοι μιλούν και όλοι αποφαίνονται, τα ανείπωτα είναι λιγότερα από αυτά που λέγονται;
«Εχω την εντύπωση δεν είναι ότι δε λέγονται, είναι που οι άλλοι μιλάνε πολύ για να μην τα υποψιαστούμε ότι υπάρχουν. Αρχίζουμε να φωνάζουμε πια όλοι για να μην τα υποψιαστούμε καν. Γι' αυτό υπάρχει αυτή η κακοφωνία».
Πείτε μου ένα δύο πράγματα που σας ξάφνιασαν ευχάριστα τον τελευταίο καιρό; Κάτι που να είπατε «δόξα τω Θεώ που υπάρχει κι αυτό!»
«Η ερμηνεία του Κιμούλη στον Σόλνες. Μεγάλη παρηγοριά. Και η ερμηνεία του Βασίλη Παπαβασιλείου στο έργο του Ντε Φίλιπο».
Τι σας φοβίζει περισσότερο; Ενα άδειο θέατρο ή ένα άδειο βλέμμα;
«Το άδειο βλέμμα. Το θέατρο μπορείς να το ξαναγεμίσεις».
Αυτά προς το παρόν. Σας περιμένουμε στη Θεσσαλονίκη…
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που δε με ρωτήσατε τίποτα για την Εκκλησία!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου