Σαν να μην έφτανε ο κατ’ εξακολούθησιν δημόσιος και διαφημιστικός διασυρμός των αντρών ως προς την εικόνα τους, είχαμε πρόσφατα και τα “αμείλικτα” ερωτήματα των γυναικών που νιώθοντας, υποτίθεται, κλεισμένες στο μπουκάλι –ή έχοντας μείνει “μπουκάλες”, όπως επιβεβαιώνουν και πρόσφατες έρευνες– αναζητούν το “άλλο τους μισό”. Ερωτήματα που διατυπώνουν με διαφορετικό τρόπο την περίφημη κοινοτοπία-αφορισμό «δεν υπάρχουν πια άντρες» της κάθε πικραμένης και το αντίστοιχο «γεμίσαμε ομοφυλόφιλους» του κάθε πικραμένου.
Γιατί οι άντρες θέλουν να έχουν τις δικές τους προσωπικές στιγμές;
«Γιατί να ΜΗ θέλουν;», θα ήταν εν είδει ερωτήσεως η πρώτη, εύκολη απάντηση. Θα έπρεπε να εκχωρήσουν το σύνολο του προσωπικού τους χρόνου και του ζωτικού τους χώρου σε εκείνες; Και πόσος χρόνος και χώρος, πόσες προσωπικές στιγμές τούς έχουν άραγε απομείνει, όταν πλέον δουλεύουν απεριόριστες ώρες κάνοντας συχνά και μια δεύτερη δουλειά για να καταφέρουν να ανταποκριθούν στην αρχέγονη αρσενική δέσμευση, την εγγεγραμμένη στα κύτταρά τους, που τους θέλει να εξασφαλίσουν στα θηλυκά και στα παιδιά τους τα απαραίτητα προς το ζην; Τη δέσμευση που μαζί με τη θηλυκή φύση είναι αυτές που στο κάτω-κάτω κατανέμουν και καθορίζουν τις υποχρεώσεις στη συμβίωση αρσενικών θηλυκών (για την οποία τους ερωτάτε, εγκαλώντας τους παρακάτω).
Ξεχνούν ίσως ότι οι εγκαλούμενοι άντρες μεγάλωσαν σε μια ατέλειωτη μεταπολίτευση –τίνος πράγματος, αφού οι ίδιοι δεν έχουν ζήσει ούτε Χούντες ούτε Πολυτεχνεία ούτε Κυπριακό;– κι έναν υστερικό μεταφεμινισμό μέσα σε αποστειρωμένους παιδότοπους με τηλεοπτικές νταντάδες, σε απρόσωπα σχολεία με αδιάφορους δασκάλους, σε πανεπιστήμια-προθαλάμους της ανεργίας ή της μονόδρομης καριέρας και ότι τώρα παλεύουν σε έναν πόλεμο όλων εναντίων όλων (bellum omnium contra omnes), όπου αύριο μπορεί να μείνουν χωρίς δουλειά, γιατί η εταιρία τους έκλεισε απολύοντας δεκάδες, συχνά και εκατοντάδες εργαζόμενους, γιατί οι τεχνολογίες κόβουν θέσεις εργασίας, γιατί αυτό που παράγουν ξεπεράστηκε ή απαξιώθηκε. Γιατί τα πάντα ανατρέπονται από τη μια μέρα στην άλλη και αυτοί έχουν μείνει άοπλοι, φοβισμένοι, παραδομένοι, χωρίς ρόλο, χωρίς λόγο, χωρίς να μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτές τις ανατροπές. Αναγκασμένοι πολλές φορές να ζουν από τα χρήματα των γυναικών με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχή και των δύο. Πολλαπλά και εξακολουθητικά ηττημένοι.
Δεν υπήρξαν ποτέ τους ούτε παιδιά ούτε άντρες, εγκλωβισμένοι σε μια παρατεταμένη εφηβεία, αμφίφυλη, αμφίβια και αμφίβολη, αλλά χωρίς ίχνος αμφισβήτησης, που τη στήριξε από τη δεκαετία του 80, και συνεχίζει να τη στηρίζει, το κυρίαρχο lifestyle και το τηλεοπτικό showbiz.
Είναι οι α-σεξουαλικοί metrosexual, οι απόγονοι των babyboomers με τα κοντά κουρεμένα, “καρφάκια”, μαλλιά ή με εντελώς ξυρισμένα κεφάλια, όχι σαν τους σκίνχεντς του 80, αλλά σαν μελλοθάνατοι ή χειρότερα σαν ισοβίτες. Υποταγμένα κεφάλια, χωρίς περηφάνια. Οι εξαιρέσεις χειρότερες. Με χρωμοσαμπουάν και “πιστολάκι” και τόνους τζελ. Σώματα σκεβρωμένα. Είτε αγύμναστα είτε αφύσικα γυμνασμένα σε μηχανικούς διαδρόμους και μασαζοκορσέδες από τα μεταμεσονύχτια “τηλεμάρκετινγκ”. Ετσι κι αλλιώς παραμορφωμένα.
Δείτε τα χέρια τους. Χέρια που κρέμονται απ’ τους ώμους, ανίκανα να σηκωθούν, ανίκανα να αγγίξουν, να πάρουν, να δώσουν, να ρίξουν ένα χαστούκι ή να χαϊδέψουν. Ανίκανα να σηκώσουν όπλο ή να ξεσκατίσουν το μωρό τους. Σαν να σέρνουν αλυσίδες ή να κουβαλούν αόρατες σακούλες του σούπερ μάρκετ. Μονοκόμματοι σαν να έχουν φάει ξύλο ή να φοβούνται μήπως αρπάξουν καμία –όχι ότι θα αντισταθούν. Νομίζεις ότι περπατούν ένα βήμα πίσω από τον ίδιο τους τον εαυτό. Προσεχτικά και αβέβαια μαζί. Μη σκοντάψουν. Βιάζονται, αλλά κανείς τους δεν τρέχει πια. (Πόσο καιρό έχετε να δείτε έναν άντρα να τρέχει; Ο τελευταίος ήταν ο Κεντέρης, κι αυτός…). Στέκονται για λίγο. Αμήχανα. Υστερα από λίγο ψάχνουν να βρουν στασίδι, σκαμπό, καρέκλα, παγκάκι να καθίσουν. Οχι γιατί κουράστηκαν, αλλά για να μη φαίνονται. Για να βουλιάξουν. Αγωνιούν να κρύψουν την αγωνία και το φόβο τους κάτω από μια μάσκα, άλλοτε ψευτοχαράς, άλλοτε δυσθυμίας και μιζέριας. Τα μάτια τους μόνο δεν καταφέρνουν να κρύψουν. Βλέμματα ακατοίκητα. Βλέμματα “αλλού”, που σε κοιτάζουν αλλά δε σε βλέπουν, όπως ο τυπάκος που “θέλει” στη διαφήμιση εταιρίας κινητής τηλεφωνίας. Δε συνομιλούν, γιατί δεν μπορούν να ακούσουν πλέον. Μονολογούν. Σαν να μοιρολογούν την τύχη τους, ό,τι κι αν λένε.
Οι γυναίκες, χαμένες και αυτές στο ίδιο παράδοξο σύμπαν με μόνο αβαντάζ τη θηλυκή τους φύση, που επιβεβαιώνεται βιολογικά πέντε μέρες το μήνα –και παραβιάζεται τις υπόλοιπες-, δεν κατανοούν ότι ο άντρας στερήθηκε τα όπλα του, στερήθηκε τα πεδία της μάχης, τα “άβατα” και τους ρόλους που ήξερε να υπηρετεί, στερήθηκε το ίδιο του το φύλο, αφού ακόμη και ο έρωτας και το ερωτικό παιχνίδι έγινε μια politically correct “σούπα με φιδέ” ενός άκρατου συντηρητισμού που ποινικοποιεί το φλερτ και το ερωτικό παιχνίδι ονομάζοντάς το «σεξουαλική παρενόχληση». Αφού στερήθηκε ακόμη και το γήπεδο, όπου λειτουργούσε η τελετή της μύησης στον ανδρισμό χάθηκε.
Κι έτσι δε βλέπουν αυτή την «απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του» έχοντάς τα όλα «αντίξοα και πιο πολύ αντίξοη τη γυναίκα που τον αγάπησε», όπως λέει ο Γιώργος Χειμωνάς. Και εκλαμβάνουν τις στιγμές που σιωπά και “χάνεται” ως προσωπικές στιγμές. Και θέλουν και αυτές να του τις στερήσουν όχι για να τις μοιραστούν δημιουργικά μαζί του, αλλά για να τον στείλουν στο σούπερ μάρκετ να πάρει γάλατα και μπίρες και πάνες και σερβιέτες και κρέμες νυχτός, να πλύνει τα πιάτα, να κάτσει με τα παιδιά και μετά με όση δύναμη τους απομένει να τους πει πόσο όμορφες είναι και πόσο τους παν οι ανταύγειες στο μαλλί.
Γιατί θέλουν να βγαίνουν με τους φίλους τους, αντί να μένουν σπίτι και να μιλάμε για τη σχέση μας;
Ερχεται στο “καπάκι” το δεύτερο ερώτημα, όπου εδώ και πάλι τα θηλυκά ξεχνούν ότι έχουν προ πολλού χάσει τα δικά τους χαρακτηριστικά και τους δικούς τους ρόλους, που θα λειτουργούσαν σε αντιδιαστολή με το “αρσενικό φύλο”. Οτι έχουν χάσει την αντρική προσοχή, το αντρικό βλέμμα μέσα από αυτόν τον τερατώδη ρόλο της γυναίκας-γκόμενας-συζύγου-μάνας-εργαζόμενης-εργοδότριας-πολεμίστριας-ελβετικού σουγιά. Οπου κανένα από αυτά τα συστατικά του ρόλου δεν είναι επαρκές και ολοκληρωμένο, γιατί οι ίδιες παίζοντας ταυτόχρονα άμυνα, επίθεση και τέρμα έχασαν την μπάλα, το γήπεδο και το στόχο.
Ζητούν από τους άντρες «να μείνουν σπίτι» για να παρατηρούν ο ένας την ουσιαστική απουσία του άλλου σε μια σχέση όπου το μόνο που τους ενώνει είναι ο καναπές μπροστά στην τηλεόραση, η οικογενειακή VISA, το νέο τους πεντάπορτο, τα κινητά τους και μια αναθεματισμένη Κυριακή στην οικογενειακή ταβέρνα. Κι όλα αυτά μέσα σε μια απίστευτη, βουβή ένταση που επιτείνεται από το περίφημο «τι σκέφτεσαι τώρα»;
Σκέφτονται την ήττα τους.
Ηττήθηκαν από τη Γυναίκα που ζητώντας τη δική της κοινωνική χειραφέτηση πίστεψε ότι εκείνος ήταν η ρίζα του κακού κι ότι έπρεπε να την κόψει. Κόβοντας τη ρίζα, στην ουσία, ευνούχισε το “άλλο της μισό”. Οταν το κατάλαβε –όποια το κατάλαβε– ήταν ήδη αργά. Ο φεμινισμός απέτυχε νικώντας. Κι απέτυχε γιατί ουδέποτε κατάλαβε ότι θηλυκή φύση και η αντρική δέσμευση είναι αυτές που καθορίζουν τους ρόλους και τη σχέση των δύο φύλων.
Ηττήθηκαν στο σπίτι, στην οικογένεια, στη δουλειά, στην κοινωνία. Και μαζί τους ηττήθηκε η ίδια η κοινωνία.
Γιατί οι άντρες δεν κλαίνε;
Ποιος σας είπε ότι δεν κλαίνε ;
Εσείς;
Καλό σας Σάββατο!
Ας είναι καλά ο Τέλσον, που μήνες μετά κάνει την εύστοχη παραπομπή στο: Το Καθημερινό Ξύρισμα του Νίκου Δήμου...
Σου παραθέτω και το παρακάτω κειμενάκι, μιας και είσαι οπαδός του Νίκου Δήμου... ίσως να τα λέει πιο απλά, διπτι βασίζεται σε χιουμοριστική διάθεση... δυστυχώς ή ευτυχώς
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.ndimou.gr/articledisplay.asp?cat_parent=11&time_id=85&cat_id=11
Που πήγες και το βρήκες αυτό το ποστ?
ΑπάντησηΔιαγραφή