Μια έδρα για τη βάση του πολιτισμού (και τη “μητέρα” των επιστημών) (minima 007)

«Ουδέν μάγειρος ποιητού διαφέρει»

Νικομήδης

Γεύση. Η κολασμένη και η αθώα. Η εξαρτημένη και η αυτόνομη. Αίσθηση της ύλης και των ιδεών. Τα μάτια κοιτάζουν αλλά δεν παράγουν εικόνες, δεν ονειρεύονται. Τα αφτιά ακούν μα δεν μιλούν. Η όσφρηση εντοπίζει, θυμάται, επιθυμεί, αλλά δεν εκπληρώνει την επιθυμία. Το δέρμα αγγίζει και αγγίζεται, αναριγά, ματώνει, χαϊδεύει, αλλά δεν ενώνει ούτε ενώνεται. Μονάχα η γλώσσα από όλα τα όργανα του σώματος έχει το προνόμιο να γεύεται, να επιθυμεί, να εξερευνά, να θυμάται, να επιλέγει, να επιθυμεί, να γοητεύει και να γοητεύεται, να ενώνει, να ανακαλύπτει. Να επικοινωνεί. Το κέντρο του σύμπαντος είναι η γλώσσα. Κι όλες οι άλλες αισθήσεις και τα όργανα αυτήν υπηρετούν και από αυτήν συμπληρώνονται. Η γλώσσα πρώτη αναγνώρισε και κατανόησε το καλό (το εύγευστο, το ηδύ), το κακό (το αηδές, το πικρό, το δηλητηριώδες) όταν οι άλλες αισθήσεις “έπαιζαν ακόμη τις κουμπάρες” μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαισθήσεων. Αυτή πρώτη γνώρισε τον κόσμο, αφού η πρώτη συστηματική γνώση των ανθρώπων ήταν η γνώση της τροφής τους. Κι έγιναν κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες. Και μαγειρεύοντας ανακάλυψαν την Επιστήμη. Γιατί η μαγειρική είναι η πρώτη, η αρχαιότερη επιστήμη, η μητέρα όλων των επιστημών, που γεννήθηκε τη στιγμή που ο άνθρωπος έκανε το πρώτο του πείραμα: να ψήσει ένα φιλέτο στη φωτιά. Κι όταν το γεύτηκε ο τρόμος της ζωής και η αγωνία του θανάτου έπαψαν να είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι. Μέρος του αγνώστου έγινε διά μιας γνωστό και κάτι παραπάνω: νόστιμο!

Χάρη στη γεύση ο άνθρωπος ανακάλυψε τη Χημεία, την ψυχή της ύλης. Χάρη στη γεύση ανακάλυψε την τέχνη της απόλαυσης και έπειτα όλες τις άλλες Τέχνες. Μα πάνω από όλα ανακάλυψε το Εαυτό του και τον “Αλλο” και μαζί με αυτόν την Επικοινωνία. Και για όλα όσα δεν μπορούσε ακόμη να εξηγήσει ανακάλυψε τον Θεό. Και πού και πού πετούσε και καμιά ολόκληρη παντσέτα στη φωτιά για να τον δοξάσει, να τον ευχαριστήσει, να τον εξευμενίσει. Αλλά και ο ίδιος ο Θεός μέσα από τη γεύση τον πλησίασε: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου». Χάρη στη γεύση ο άνθρωπος έκλεισε την πρώτη συμφωνία ειρήνης με την εχθρική, μέχρι τότε, Φύση. Γύρω από τη φωτιά με το γουρουνόπουλο να σιγοψήνεται, έκλεισε συμφωνία ειρήνης με τη γειτονική ομάδα και οργανώθηκε η φυλή, η κοινωνία.

Μέσα από τη Γεύση ο άνθρωπος ανακάλυψε τον Μύθο, τα Μαθηματικά, τη Φυσική, τη Φιλοσοφία, την Ιστορία, την Οικονομία, την Πολιτική και βέβαια τον Ερωτα. Μαγειρεύοντας δημιούργησε τον Πολιτισμό. Παίρνοντας το ματωμένο κρέας και κάνοντάς το Τροφή, γιόρτασε τη Ζωή και πένθησε (ξόρκισε) τον Θάνατο.

Ο Νικόλαος Τσελεμεντές έγραφε στα 1926: «Διήλθα τα καλλίτερα έτη της ζωής μου, καταγινόμενος, αφ’ ενός να εξυψώσω, και δη μεταξύ των ομοεθνών μας, την μαγειρικήν τέχνην, και αφ’ ετέρου να καταδείξω, ότι δέον αυτή να εδράζεται επί επιστημονικών βάσεων». Σήμερα, στην εποχή της μοριακής γαστρονομίας, όταν στη Γαλλία η γαστρονομική παιδεία ξεκινάει από το δημοτικό σχολείο, εδώ στην Ελλάδα θα έπρεπε να είχαμε τουλάχιστον μια ακαδημαϊκή έδρα γαστρονομίας. Στη Θεσσαλονίκη. Την πρωτεύουσα –διόλου τυχαία- της βαλκανικής γεύσης. Κι αυτό είναι πρόταση. Δασκάλους έχουμε: τον δάσκαλο Δημήτρη Ποταμιάνο, τις αλχημίστριες της γεύσης Μαρία Χαραμή και Αγλαϊα Κρεμέζη, τον Επίκουρος των εκπληκτικών κειμένων, τον μάγιστρο Ηλία Μαμαλάκη, τον δικό μας Νίκο Κατσάνη, την διακριτική αυστρο-θεσσαλονικιά νεράϊδα της υγιεινής τροφής ElisabethHavlicek-Καστανάκη, τον Στέλιο Παρλιάρο της ζαχαρένιας μαγείας, την Σούλα Μπόζη και τον Τάσο Μπουλμέτη της ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ μνήμης, την Μάρα Μεϊμαρίδη της υψηλής γευστικής καταγωγής και τόσους άλλους. Να ιδρυθεί σε αυτή την πόλη η πρώτη, διεθνώς, ακαδημαϊκή έδρα γαστρονομίας και μαγειρικής. Και κάπου να μπουν τα κάδρα του Νικολάου Τσελεμεντέ, της Χρύσας Παραδείση και –παρακαλώ- της Μαλβίνας Κάραλη.

Καλό σας Σάββατο!

Σχόλια